Με «ανοικτές» πόρτες οι απεργίες και οι καταλήψεις εργαζομένων αλλιώς φυλάκιση και βαρύ πρόστιμο
26 Αυγ 2023Αλλαγές προβλέπει νομοσχέδιο στα εργασιακά που τέθηκε σε διαβούλευση σήμερα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το νομοσχέδιο όποιος εμποδίζει την εργασία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 5.000 ευρώ.
Η προστασία του δικαιώματος της εργασίας περνά και μέσα από τη διάταξη του νομοσχεδίου με την οποία αναγορεύεται σε ποινικώς κολάσιμη πράξη η παρεμπόδιση της εργασίας.
Συγκεκριμένα ορίζεται ότι όποιος εμποδίζει:
Α. την ελεύθερη προσέλευση ή αποχώρηση από την εργασία ή
Β. την παροχή της εργασίας από εργαζομένους που επιθυμούν να εργαστούν ή
Γ. για όποιον ασκεί σωματική ή ψυχολογική βία σε βάρος αυτών των εργαζομένων που επιθυμούν να εργαστούν ή
Δ. για όποιον συμμετέχει σε κατάληψη χώρων εργασίας ή εισόδων τους κατά τη διάρκεια ή μη απεργίας,
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 5.000,00 ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να σταματήσουν τα φαινόμενα παράνομων καταλήψεων χώρων εργασίας που έχουν οδηγήσει πολλές φορές σε παραλυσία τόσο μεμονωμένες επιχειρήσεις όσο ακόμα και την ελληνική κοινωνία και την εθνική οικονομία .
Έτσι, ποινικοποιείται η κατάληψη χώρων εργασίας και η παρεμπόδιση εργαζομένων, που το επιθυμούν, να εργαστούν ελεύθερα, έτσι ώστε να μπορούν οι αρχές να επέμβουν και να ματαιώσουν παρόμοιες παράνομες καταστάσεις, που συχνότατα επιβάλλονται από πρόσωπα άσχετα προς την επιχείρηση και καταλήγουν να στερούν τους εργαζόμενους από τα μεροκάματά τους.
Συγκεκριμένα ορίζεται
«Όποιος α) εμποδίζει την ελεύθερη και ανεμπόδιστη προσέλευση ή αποχώρηση από την εργασία ή την παροχή της εργασίας από εργαζομένους οι οποίοι δεν συμμετέχουν σε απεργία και επιθυμούν να εργαστούν ή ασκεί σωματική ή ψυχολογική βία σε βάρος τους ή β) συμμετέχει σε κατάληψη χώρων εργασίας ή εισόδων τους κατά τη διάρκεια απεργίας ή ανεξαρτήτως αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων (200) ημερησίων μονάδων, οριζoμένης της τιμής εκάστης ημερησίας μονάδας σε είκοσι πέντε (25) ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη. Σε περίπτωση υποτροπής τα ανωτέρω ελάχιστα όρια διπλασιάζονται.».