Στη «σκιά» των πλειστηριασμών οι οποίοι «πυκνώνουν» από πλευράς Εφορίας, οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για χρέη προς το δημόσιο συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς: Οι αριθμοί 50, 500 και 70.000 καθορίζουν το ποιος κινδυνεύει με κατάσχεση τραπεζικού λογαριασμού ή με πλειστηριασμό ακινήτου για χρέη προς την Εφορία και ποιος όχι.
Μισθοί και συντάξεις «προστατεύονται» έως τα 1.250 ευρώ από κατασχέσεις, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με άλλα εισοδήματα, όπως τα ενοίκια και το... εφάπαξ.
Αυτόματα κατάσχονται πλέον από τις τράπεζες για λογαριασμό της Εφορίας τα ποσά που κατατίθενται στους τραπεζικούς λογαριασμούς οφειλετών του Δημοσίου οι οποίοι δεν έχουν τακτοποιήσει τα χρέη τους.
Η διαδικασία για τον ακατάσχετο λογαριασμό
Επιπλέον, όσοι χρωστούν στο Δημόσιο ποσά που ξεπερνούν συγκεκριμένα όρια κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι ακόμη και με πλειστηριασμό της πρώτης τους κατοικίας, καθώς αυτή δεν προστατεύεται έναντι των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης που μπορεί να επιβάλει το Δημόσιο.
Μόνο «όπλο» για τους οφειλέτες είναι να δηλώσουν έναν τραπεζικό λογαριασμό ως ακατάσχετο στο taxisnet για να προστατεύσουν ποσά έως 1.250 ευρώ μηνιαίως.
Για να δηλώσετε τον ακατάσχετο λογαριασμό πρέπει να μεταβείτε στην ειδική εφαρμογή της ΑΑΔΕ στη διεύθυνση https://www.aade.gr/polites/akatashetos-logariasmos και για να εισέλθετε χρησιμοποιήστε τους κωδικούς του λογαριασμού σας στο taxisnet.
Ποια χρέη ενεργοποιούν κατασχέσεις λογαριασμών και ποια πλειστηριασμούς
Βάσει του «ανανεωμένου» Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, τα αναγκαστικά μέτρα είναι αντίστοιχα του ύψους των οφειλών ενώ συγχρόνως, σε ότι αφορά στις κατασχέσεις μισθών, συντάξεων και επιδομάτων ισχύουν συγκεκριμένα όρια και συγκεκριμένα:
Δεν επιβάλλεται κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών για χρέη προς την Εφορία που υπολείπονται του συνολικού ποσού ύψους πενήντα (50) ευρώ, αλλά εφόσον επιβληθεί, το ποσό δεν επιστρέφεται. Προφανώς οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών επιβάλλονται για ποσά από 51 ευρώ και πάνω.
Δεν επιβάλλεται κατάσχεση ακινήτων, καθώς και κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη, εφόσον το συνολικό ύψος του χρέους υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ. Οι κατασχέσεις κινητών και ακινήτων επιβάλλονται για χρέη άνω των 500 ευρώ.
Για οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των 70.000 ευρώ, οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών γίνονται αυθημερόν με ένα e-mail.
Ο ΚΕΔΕ προβλέπει πως ο Διοικητής της ΑΑΔΕ μπορεί να αποστέλλει ηλεκτρονικά στα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας τα στοιχεία των οφειλετών του Δημοσίου, με συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή πάνω από εβδομήντα χιλιάδες (70.000) ευρώ.
Τα ανωτέρω ιδρύματα υποχρεούνται να προβαίνουν αυθημερόν στις ενέργειες που απαιτούνται για τη δέσμευση των χρημάτων, που βρίσκονται ή κατατίθενται στους λογαριασμούς των οφειλετών, μέχρι του ύψους της συνολικής οφειλής.
Μετά τη δέσμευση και εντός δύο (2) ημερών, ενημερώνεται για το ύψος του δεσμευθέντος ποσού η ΑΑΔΕ, η οποία οφείλει να επιβάλει κατάσχεση, το αργότερο σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την ηλεκτρονική παραλαβή της ενημερωτικής απάντησης, άλλως το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει στην άμεση άρση της επιβληθείσας δέσμευσης.
Ποια εισοδήματα «προστατεύονται» και ποια όχι
Για οφειλές, λοιπόν, άνω των 51 ευρώ προς το Δημόσιο, η Εφορία έχει το δικαίωμα να κατασχέσει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας (οι οποίοι βέβαια έχουν ήδη δηλωθεί στην ΑΑΔΕ), τα ακόλουθα ποσά:
Από ποσά μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων άνω των 1.000 ευρώ και έως 1.500 ευρώ το μήνα επιτρέπεται η κατάσχεση στα χέρια του εργοδότη ή του ασφαλιστικού ταμείου ποσοστού 50% επί του τμήματος πάνω από τα 1.000 ευρώ και μέχρι τα 1.500 ευρώ, ενώ για ποσά άνω των 1.500 ευρώ τον μήνα επιτρέπεται η κατάσχεση του συνόλου του υπερβάλλοντος των 1.500 ευρώ.
Το 50% οποιουδήποτε άλλου ασφαλιστικού βοηθήματος καταβάλλεται περιοδικά στον οφειλέτη, εφόσον αυτό υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση το ποσό που απομένει μετά την κατάσχεση δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο των 1.000 ευρώ.
Το 1/5 των καταβαλλόμενων ημερομισθίων.
Το 1/2 του εφάπαξ που καταβάλλεται από οποιοδήποτε ασφαλιστικό ταμείο, λόγω εξόδου από την υπηρεσία ή το επάγγελμα.
Έως και το 100% των ενοικίων των οποίων επίκειται η είσπραξη, εφόσον ο οφειλέτης δικαιούται να λαμβάνει τέτοια εισοδήματα.
Έως και το 100% των πάσης φύσεως εισπράξεων από πώληση προϊόντων ή οποιωνδήποτε άλλων πραγμάτων (π.χ. ακινήτων, ΙΧ, σκαφών, κ.λπ.).