Σε πανικό βρίσκονται οι δανειολήπτες μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου να μπορούν οι διαχειριστές των funds που εδρεύουν στην Ελλάδα να ενεργούν δικαστικές πράξεις (να γίνονται διάδικοι), να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς με τη δική τους επωνυμία και όχι ως πληρεξούσιοι των funds, με κίνδυνο να βγουν στο «σφυρί» το επόμενο διάστημα κύριες κατοικίες περίπου 270.000 κόκκινων δανειοληπτών, στην Κεντρική Μακεδονία για τις οποίες έχει «παγώσει» ο πλειστηριασμός.


Την ανάγκη να υπάρξει, ωστόσο, μια νομοθετική ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας με αυστηρούς όρους τόνισε στο ThessToday.gr η Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Εργατολόγος-Δημοσιολόγος και Νομικός Σύμβουλος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης Νεκταρία-Ελευθερία Αγγελάκη καθώς με την νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, χιλιάδες άνθρωποι θα χάσουν την κατοικία τους με κατάσχεση και εν τέλει πλειστηριασμό.

 

«Υπάρχουν δύο νόμοι για το συγκεκριμένο ζήτημα, του 2003 και του 2015. Ο Άρειος Πάγος με βάση τον Νόμο 3156/2003 επέλυσε το νομικό ζήτημα με τις εταιρείες διαχείρισης οι οποίες πλέον μπορούν να προβούν σε πράξεις εκτέλεσης για λογαριασμό των funds όπως η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός της κατοικίας των οφειλετών», είπε χαρακτηριστικά.

 

Το ελληνικό δημόσιο χάνει 51 δισεκ. ευρώ


Η κα Αγγελάκη εξηγώντας την ειδοποιός διαφορά με τον νόμο του 2015, ανέφερε ότι «υπήρχαν δύο προϋποθέσεις στον νόμο του 2015 πριν καταλήξουμε στον πλειστηριασμό, να κάνουν δηλαδή εφικτή πρόταση ρύθμισης προς τον δανειολήπτη και τα οποιαδήποτε κέρδη θα έπρεπε να φορολογηθούν.

 

Ωστόσο, μέσω του Νόμου του 2003 ήδη το ελληνικό δημόσιο θα χάσει 51 δισεκ. ευρώ διότι δεν θα καταβληθεί φόρος από τα οποιαδήποτε εκπλειστηριάσματα και θα γραφτούν κατευθείαν στα funds, γεγονός το οποίο συμφέρει περισσότερο από τον νόμο του 2015», σημείωσε τονίζοντας ότι το ελληνικό δημόσιο χάνει τους φόρους διότι τα funds όχι μόνο δεν είναι υποχρεωμένα να προβούν σε ρύθμιση με τη νέα απόφαση του Αρείου Πάγου που στηρίζεται στον νόμο του 2003 αλλά και να μην πληρώσουν τους φόρους.

 

Στο «σφυρί» περίπου 270.000 νέα ακίνητα στην Κεντρική Μακεδονία

 


Σύμφωνα με την κα Αγγελάκη και τα στοιχεία που παρέθεσε στο ThessToday.gr, σε όλη την επικράτεια υπάρχουν 700.000 δανειολήπτες για τους οποίους είχαν ακυρωθεί οι κατασχέσεις και ο πλειστηριασμός της πρώτης τους κατοικίας.

 

Από αυτούς περίπου 250.000-270.000 δανειολήπτες προέρχονται από την Κεντρική Μακεδονία (Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική, Σέρρες, Κιλκίς κτλ.) οι οποίοι κινδυνεύουν με κατάσχεση και πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας το επόμενο διάστημα.

 

Το συνολικό ποσό μάλιστα της ακίνητης περιουσίας των 700.000 δανειοληπτών αγγίζει τα 45 δισεκ. ευρώ.

 

 

Με νομοθετική ρύθμιση η προστασία της πρώτης κατοικίας

 


Απαιτείται μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου για να παγώσει η απόφαση του Αρείου Πάγου με χρονικό περιθώριο ένα εξάμηνο περίπου, όπως δηλώνει η κα Αγγελάκη, κατά τη διάρκεια του οποίου όμως το κράτος να επεξεργαστεί ένα σχέδιο ρύθμισης για την προστασία της πρώτης κατοικίας, μια νομοθετική ρύθμιση δηλαδή με αυστηρούς όρους.

 

 

«Επιμένουμε στο σχέδιο ρύθμισης καθώς είμαστε το μοναδικό κράτος στην Ε.Ε. που αυτήν τη στιγμή δεν έχει μια νομοθετική ρύθμιση για την πρώτη κατοικία, ειδικά σε μια περίοδο που τα επιτόκια αυξάνονται με γρήγορους ρυθμούς και σε μεγάλο ποσοστό», διευκρίνισε η κα Αγγελάκη προσθέτοντας ότι μέσα στο πλαίσιο ρύθμισης να τεθεί και η προϋπόθεση της υποχρέωσης των funds να προτείνουν μια ρύθμιση εντός λογικών οικονομικών πλαισίων, εφόσον εξεταστούν όλα τα οικονομικά στοιχεία των δανειοληπτών.

 

«Ειδικά για στεγαστικά δάνεια, από το 2019 και μετά τα funds μας δίνουν το πολύ 5 χρόνια περιθώριο για την την εξόφληση του χρέους, το οποίο δεν είναι εφικτό για την μεσαία τάξη», δήλωσε η κα Αγγελάκη.

 

Νομοθετική ρύθμιση ζητά και η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ)

 


Με ανακοίνωσή της η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ) της ΓΣΕΕ αναφέρει ότι απέστειλε επείγουσα επιστολή προς τους αρμόδιους Υπουργούς Οικονομικών και Ανάπτυξης, κοινοποιηθείσα σε όλους τα πολιτικά κόμματα του κοινοβουλίου, εντοπίζοντας το πρόβλημα που θα οξυνθεί ακόμα περισσότερο μετά το διαφαινόμενο δικαστικό «ελευθέρας» στα funds, με την οποία ζητά άμεση νομοθετική παρέμβαση στα εξής σημεία:

 

 

Να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση έτσι ώστε να γνωστοποιείται στον δανειολήπτη-οφειλέτη της απαίτησης, το ύψος της αξίας της μεταβίβασης του δανείου του είτε πρωτογενώς είτε στη δευτερογενή αγορά.

 

Με τον τρόπο αυτό και αφού ληφθεί υπόψη το περιθώριο κέρδους της αποκτώσας εταιρείας, ο οφειλέτης θα μπορεί να επικαλεστεί σε μία δικαστική εμπλοκή την τεράστια διαφορά της τιμής απόκτησης με την απαίτηση σε βάρος του από τον επισπεύδοντα, ώστε να διαπιστωθεί αν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

 


Να υπάρξει άμεσα προστασία της πρώτης κατοικίας για την κατηγορία εκείνη των συνανθρώπων μας οι οποίοι, με εισοδηματικά και κοινωνικά/οικογενειακά κριτήρια, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στην αποπληρωμή του δανείου τους, αφού ληφθεί υπόψη και η προγενέστερη συνέπειά τους είτε στην καταβολή των δόσεων είτε στην τήρηση των ενδεχόμενων ρυθμίσεων.

 

Η προστασία αυτή, να παρέχεται με ειδική διάταξη, ανεξάρτητη του Ν.4738/2020 και της διαδικασίας του Μέρους Δεύτερου αυτού (Φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης), με τη μεσολάβηση ενός δικαστικού σχηματισμού και με την πλήρωση τυπικών προϋποθέσεων, στα πλαίσια του «Νόμου Κατσέλη»

 


Κατάργηση της παράλληλης δυνατότητας εφαρμογής από τους servicers των ν. 3956/2003 και 4354/2015, τουλάχιστον κατά το μέρος που αφορά την υποχρέωση για προηγούμενη διαπραγμάτευση με τον οφειλέτη προ της μεταβίβασης του δανείου, με το να είναι αυτή (διαπραγμάτευση) υποχρεωτική.

 


Υποχρέωση για την εταιρεία διαχείρισης, υποβολής κατάλληλης και βιώσιμης πρότασης για τον δανειολήπτη, συνοδευόμενη από τη σχετική τεκμηρίωση και αφού λάβει υπόψη τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητές του, έτσι ώστε να μην γίνεται προσχηματικά, μόνο και μόνο να τηρηθούν στοιχειωδώς τα στάδια της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Η τυχόν απόρριψη αντιπρότασης του δανειολήπτη να είναι αιτιολογημένη, ούτως ώστε να μπορεί να είναι και δικαστικώς ελέγξιμη

Εξορθολογισμό των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας αποτελεί η η ιστορική συμφωνία μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδας κ.κ. Ιερώνυμο.

Η συγκεκριμένη συμφωνία αποτελεί έναν ιστορικό συμβιβασμό Εκκλησίας - Κράτους για την εκκλησιαστική περιουσία και τους διακριτούς ρόλους τους καθώς μετά από 79 χρόνια διευθετείται το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Σε δηλώσεις μετά το πέρα της συνάντησης Τσίπρα- Ιερώνυμου, αποφασίσθηκε ότι οι ιερείς αποχωρούν από το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ η Πολιτεία αναλαμβάνει παροχή ετήσιου τιμήματος προς την Εκκλησία, αναγνωρίζοντας ότι το 1939 απέκτησε περιουσία με τίμημα που υπολείπετε της αξίας της. Από την πλευρά της η Εκκλησία αίρει τις διεκδικήσεις της και αναλαμβάνει τη μισθοδοσία των ιερέων.

Επίσης αξιοποιείται από κοινού μέσω του Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας η αμφισβητούμενη από το 1959 μέχρι σήμερα περιουσία της Εκκλησίας.

Όσον αφορά την διακήρυξη της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους στο άρθρο 3 του Συντάγματος διασφαλίζεται από το Κράτος που αποτελεί τον εγγυητή της θρησκευτικής ελευθερίας. Ο Αλέξης Τσίπρας διαβεβαίωσε ότι η αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του ελληνικού λαού.

Το πλήρες κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος έχει ως εξής:

Κοινό ανακοινωθέν Πολιτείας – Εκκλησίας της Ελλάδος

Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μας.

Στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.

Για τον λόγο αυτό, εκφράζουμε σήμερα την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και πιο συγκεκριμένα προτείνουμε τα εξής:

1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.

2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.

3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.

4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.

5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.

6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.

7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.

9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.

11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.

12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.

13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.

14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.

15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.

 

/IBNA by Spitros Sideris

Alexandriamou.gr
Δημοσιογραφική Ενημερωτική Ηλεκτρονική Εφημερίδα
Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας