Εντονες ανησυχίες για νέα μεγάλη άνοδο των τιμών βασικών τροφίμων και για συνθήκες πείνας σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, προκαλεί η απόφαση της Ρωσίας να μην ανανεώσει τη συμφωνία για ασφαλείς εξαγωγές σιτηρών από τα λιμάνια της Ουκρανίας.
Ανοδικά κινούνται οι τιμές του σιταριού και του καλαμποκιού στις αγορές εμπορευμάτων, παραμένοντας όμως πολύ χαμηλότερα από τα ιστορικά ρεκόρ που είχαν σημεώσει τον Μάρτιο του 2022, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγου η τιμή του σιταριού ανέβηκε χθες κατά 2,5% στα 6,80 δολάρια ανά μπούσελ (αμερικανική μονάδα μέτρησης όγκου, που αντιστοιχεί σε 36,3 λίτρα). Σήμερα ενισχύθηκε περαιτέρω, αλλά την τελευταία ώρα διολισθαίνει χαμηλότερα. Μικρότερη άνοδο, της τάξεως του 1% σημείωσε η τιμή του καλαμποκιού.
Οι traders φοβούνται ότι η παγκόσμια προσφορά θα περιοριστεί με τη διακοπή των ουκρανικών εξαγωγών δια θαλάσσης και δεν θα καλύπτει την ζήτηση, με αποτέλεσμα να ανεβούν αλματωδώς οι τιμές τους επόμενους μήνες.
Επισημαίνεται ότι η τιμή του σιταριού είναι τώρα 54% χαμηλότερη από το ιστορικό υψηλό του Μαρτίου 2022. Του καλαμποκιού είναι 37% χαμηλότερη από το υψηλό 10ετίας που σημειώθηκε τον Απρίλιο του 2022.
Εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου είπε ότι η συμφωνία ήταν «κρίσιμης σημασίας» για τη μείωση των τιμών των τροφίμων σε όλο τον κόσμο. «Η απόφαση της Ρωσίας να αναστείλει τη συμμετοχή στην Πρωτοβουλία για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας θα επιδεινώσει την επισιτιστική ανασφάλεια και θα βλάψει εκατομμύρια ευάλωτους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο», δήλωσε ο Άνταμ Χοτζ, εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ.
Κύµα ανατιµήσεων στο αλεύρι και στα προϊόντα άρτου αναµένεται να πλήξει και την ελληνική αγορά εξαιτίας της «εκτόξευσης» των διεθνών τιµών στα σιτηρά.
Όπως αναφέρει ρεπορτάζ τους »Έθνους», αρκετές βιοµηχανίες του κλάδου που προµηθεύουν τα σούπερ µάρκετ έχουν ανακοινώσει αυξήσεις τιµών από 4% έως 6,5% στα προϊόντα άρτου και από 7% έως 10% στο αλεύρι, οι οποίες θα ξεκινήσουν να εφαρµόζονται σταδιακά από τα τέλη Νοεµβρίου µέχρι και τις αρχές του επόµενου έτους.
Στελέχη της αγοράς εκτιµούν πως το επόµενο διάστηµα θα ακολουθήσουν και άλλες βιοµηχανίες που σήµερα βρίσκονται σε στάση αναµονής, υποστηρίζοντας πως είναι δύσκολο να απορροφήσουν µια τόσο µεγάλη άνοδο στο κόστος της πρώτης ύλης. «Από τον περασµένο Σεπτέµβριο αγοράζουµε το αλεύρι ακριβότερα κατά 20% µε 25%. Αυτό θα προκαλέσει αλυσιδωτές επιπτώσεις, καθώς ένα µέρος αναπόφευκτα θα περάσει στην κατανάλωση» υπογραµµίζει χαρακτηριστικά στέλεχος µεγάλης βιοµηχανίας που δραστηριοποιείται στον κλάδο.
Πρόκειται για ένα θέµα που ανησυχεί ιδιαίτερα τις εταιρείες, οι οποίες, λόγω και της γενικότερης οικονοµικής κατάστασης που βιώνει την τελευταία δεκαετία η χώρα µας, προσπαθούν να διατηρούν σε ανταγωνιστικά επίπεδα τον τιµοκατάλογό τους και να αποφεύγουν τη µετακύλιση του κόστους στα νοικοκυριά. Η µείωση του διαθέσιµου εισοδήµατος, όπως λένε εκπρόσωποι των εταιρειών, έχει κάνει εξαιρετικά επιφυλακτικούς τους καταναλωτές, οι οποίοι αναζητούν όσο το δυνατόν πιο φθηνές λύσεις ακόµη και στα είδη πρώτης ανάγκης.
Σε αναµονή οι φούρνοι
Από την άλλη πλευρά, περισσότερο εγκρατείς εµφανίζονται οι αρτοποιοί, οι οποίοι δεν έχουν προχωρήσει σε αύξηση των τιµών τους. Οπως αναφέρει στο «Εθνος» ο πρόεδρος της Οµοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδας, Μιχάλης Μούσιος, «οι επαγγελµατίες του χώρου παρακολουθούν µε ιδιαίτερο προβληµατισµό τη σηµαντική επιβάρυνση στο κόστος των πρώτων υλών, ωστόσο δεν σχεδιάζουν ακόµη να αυξήσουν τον τιµοκατάλογό τους». Ωστόσο, υπογραµµίζει πως «εάν το φαινόµενο συνεχιστεί, δεν αποκλείεται να τεθεί ζήτηµα ανατιµήσεων και στο ψωµί που πωλείται στους φούρνους από τη νέα χρονιά».
Αναφορικά µε τη «ρίζα του κακού», αξίζει να σηµειωθεί ότι τους τελευταίους µήνες οι πρωτοφανείς καιρικές συνθήκες σε Ευρώπη και Αµερική, οι οποίες συνδυάστηκαν µε υψηλές θερµοκρασίες, παρατεταµένη ξηρασία αλλά και έντονες βροχοπτώσεις, οδήγησαν σε µεγάλη µείωση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων όπως τα σιτηρά.
Πρόσφατα το ∆ιεθνές Συµβούλιο για τα Σιτηρά µείωσε τις προβλέψεις παραγωγής για το σιτάρι της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2018-2019, σε 136,7 εκατοµµύρια τόνους (από 148,3 εκατοµµύρια τόνους που ήταν η πρόβλεψη τον περασµένο Μάρτιο), όταν την περσινή χρονιά ανερχόταν σε 151,2 εκατ. τόνους (-10%).
Σε ό,τι αφορά τις τιµές, το συµβόλαιο αναφοράς του µαλακού σίτου στο Euronext αλλά και τα αντίστοιχα προθεσµιακά συµβόλαια στο Χρηµατιστήριο Εµπορευµάτων του Σικάγου βρίσκονται υψηλότερα σε ποσοστά 15%-20% σε σχέση µε το ξεκίνηµα της χρονιάς, ενώ µέσα στο καλοκαίρι είχαν βρεθεί να ενισχύονται µέχρι και 33%.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη σηµειωθεί αυξήσεις, οι οποίες φτάνουν ακόµα και το 20% σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, όπως είναι το αλεύρι και το ψωµί που χρησιµοποιούν ως πρώτη ύλη δηµητριακά και σιτηρά.
Πρόσφατα το ∆ιεθνές Συµβούλιο για τα Σιτηρά µείωσε τις προβλέψεις παραγωγής για το σιτάρι της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2018-2019, σε 136,7 εκατοµµύρια τόνους (από 148,3 εκατοµµύρια τόνους που ήταν η πρόβλεψη τον περασµένο Μάρτιο), όταν την περσινή χρονιά ανερχόταν σε 151,2 εκατ. τόνους (-10%).
Σε ό,τι αφορά τις τιµές, το συµβόλαιο αναφοράς του µαλακού σίτου στο Euronext αλλά και τα αντίστοιχα προθεσµιακά συµβόλαια στο Χρηµατιστήριο Εµπορευµάτων του Σικάγου βρίσκονται υψηλότερα σε ποσοστά 15%-20% σε σχέση µε το ξεκίνηµα της χρονιάς, ενώ µέσα στο καλοκαίρι είχαν βρεθεί να ενισχύονται µέχρι και 33%.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη σηµειωθεί αυξήσεις, οι οποίες φτάνουν ακόµα και το 20% σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, όπως είναι το αλεύρι και το ψωµί που χρησιµοποιούν ως πρώτη ύλη δηµητριακά και σιτηρά.
aftodioikisi.gr