Tην Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024 στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκδικάστηκε η ένσταση που κατέθεσε η Στέλλα Αραμπατζή, η οποία είχε πάρει την τέταρτη θέση στις Εθνικές εκλογές πίσω από τους Βουλευτές Βεσυρόπουλο, Μπαρτζώκα και Τσαβδαρίδη.
Η εκδίκαση πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι και αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί η τελική εκδίκαση στις 16 Οκτωβρίου 2024 στον Άρειο Πάγο ενώ τις επόμενες ημέρες θα εκδοθεί η απόφαση της επίσημης επανακαταμέτρησης που ζήτησε η Στέλλα Αραμπατζή στην Ημαθία και στην Α΄ Θεσσαλονίκης.
Σε περίπτωση που δικαιωθεί η ένσταση της Στέλλας Αραμπατζή η έδρα θα χαθεί από την Ελληνική Λύση και θα περάσει στη ΝΔ και ο νυν Βουλευτής Ημαθίας Βασίλης Κοτίδης ταυτόχρονα θα εκπέσει του βουλευτικού του αξιώματος.
Εν αναμονή λοιπόν..
Σύμφωνα με πληροφορίες ολοκληρώθηκε η εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης του συνδυασμού ¨Ώρα Ευθύνης¨ της υπ. αριθμ. 7/2024 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βέροιας στο Συμβούλιο της Επικρατείας και θα πρέπει μέχρι το μεσημέρι της Παρασκευής 15 Μαρτίου 2024 οι αντίδικοι να καταθέσουν τα υπόμνηματά τους, γεγονός που καταδεικνύει ότι η απόφαση θα βγει πολύ γρήγορα, ακόμα και μέχρι το τέλος της ερχόμενης εβδομάδας.
Όσοι παραβρέθηκαν στο ΣτΕ παρακολούθησαν μια μάχη ¨νομικών γιγάντων¨ ανάμεσα στον καθηγητή του Διοικητικού Δικαίου στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Χαράλαμπου Χρυσανθάκη, τον Ανδρέα Λοβέρδο και τον Γιώργο Παπαστεργίου από την πλευρά της κ. Κουρκουτά και του συνταγματολόγου Ευάγγελου Βενιζέλου -που έχει πάρα πολλά χρόνια να βρεθεί σε δικαστική αίθουσα και σε ακροαματική διαδικασία- και των υπόλοιπων συνεργατών του στην υπόθεση(Ακριβόπουλος, Παπαδημητρίου) από την πλευρά του Παναγιώτη Γκυρίνη.
Με προσφυγή και αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας, απάντησε η Κεντρική Ενωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) και 164 δήμοι της χώρας, όπως είχε προαναγγελθεί στην επιβολή του τέλους ταφής μέσω του οποίου οι πολίτες απειλούνται να παραλάβουν λογαριασμό ύψους 240 εκατομμυρίων ευρώ μέσω των δημοτικών τελών των ΟΤΑ.
Όπως ανακοινώθηκε κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΚΕΔΕ την Τρίτη, η αίτηση ακύρωσης κατατέθηκε στο ΣτΕ και αφορά τρεις αποφάσεις του υπουργείου Εσωτερικών, με τις οποίες παρακρατούνται από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ) των δήμων, «οφειλόμενα» ποσά από τη μη καταβολή τέλους ταφής απορριμμάτων. Κατ΄ επέκταση τάσσεται κατά της θέσπισης της επιβολής του τέλους ταφής των απορριμμάτων στους δήμους.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η ΚΕΔΕ:
- Με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση παρακρατήθηκε το συνολικό ποσό 48.637.601,30 ευρώ από τους ΟΤΑ α’ βαθμού, ως δήθεν οφειλόμενο τέλος ταφής για το α’ εξάμηνο του 2023.
- Με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση επιχορηγήθηκε ο Εθνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ) με συνολικό ποσό 129.141.872,00 ευρώ για την εξόφληση του δήθεν οφειλόμενου ποσού των ΟΤΑ α΄ βαθμού για το τέλος ταφής του έτους 2022 και για το τέλος ταφής α΄ εξαμήνου έτους 2023. Η επιχορήγηση του ΕΟΑΝ προκύπτει εξ ολοκλήρου από παρακρατήσεις, σε βάρος των δήμων της χώρας, από τους οφειλόμενους σε αυτούς ΚΑΠ.
- Με την τρίτη προσβαλλόμενη απόφαση παρακρατήθηκε εκ νέου σε βάρος των δήμων της χώρας συνολικό ποσό 6.708.689,21 ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι το τέλος ταφής απορριμμάτων επιβάλλεται στους Φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦοΔΣΑ) και στους δήμους ή τα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στους ΟΤΑ και ασκούν τις αρμοδιότητες των ΦοΔΣΑ. Το τέλος ταφής υπολογίζεται κλιμακωτά, αυξανόμενο ανά έτος αρχής γενομένης από το έτος 2022, και συγκεκριμένα ορίζεται σε 20 ευρώ ανά τόνο αποβλήτων που οδηγείται σε ταφή από 1/1/2022 και
αυξάνεται ετησίως κατά 5 ευρώ ανά τόνο και έως την τιμή των 35 ευρώ ανά τόνο έως το 2025.
Από την 1η Ιανουαρίου 2026 το τέλος ταφής ορίζεται σε 45 ευρώ ανά τόνο αποβλήτων και
αυξάνεται στην τιμή των 55 ευρώ ανά τόνο από την 1η Ιανουαρίου 2027, η οποία και παραμένει σταθερή για τα επόμενα έτη.
Μόνο για το 2024 υπολογίζεται ότι οι δήμοι και κατά συνέπεια οι δημότες τους δεδομένου ότι το κόστος θα μετακυλιστεί εξολοκλήρου στα δημοτικά τέλη, θα επιβαρυνθούν με το ποσό των 240 εκ. ευρώ για την αναδρομική καταβολή του τέλους ταφής των απορριμμάτων των ετών 2022, 2023 και του πρώτου εξαμήνου του 2024.
Το ζήτημα έχει προκαλέσει τις σφοδρές αντιδράσεις των δημάρχων εδώ και αρκετό καιρό και κυρίως μετά την αιφνιδιαστική ψήφιση τροπολογίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την αναδρομική πληρωμή του τέλους ταφής για τα έτη 2022, 2023 και το πρώτο εξάμηνο του 2024 από το υπουργείο Εσωτερικών, αλλά με παρακράτηση του ποσού αυτού από τους ΚΑΠ που θα κατευθύνονταν στους δήμους.
Οι αιρετοί έχουν χαρακτηρίσει το τέλος ταφής «κεφαλικό φόρο» υπογραμμίζοντας ότι ακόμα και ο τρόπος καθορισμού του τέλους στα 20 ευρώ ανά τόνο είναι εντελώς αυθαίρετος και δεν έχει στηριχθεί σε καμία μελέτη. Σημειώνουν μάλιστα ότι οι δημότες κινδυνεύουν να επιβαρυνθούν με τεράστια ποσά εξαιτίας της αποτυχίας της Πολιτείας στην ανάπτυξη δομών εναλλακτικής διαχείρισης αποβλήτων και μείωσης του όγκου των απορριμμάτων. Είναι άλλωστε αποκαλυπτικό της κατάστασης το γεγονός ότι η χώρα μας εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από την ευρωπαϊκή βάση στο κρίσιμο ζήτημα των αστικών αποβλήτων και της ανακύκλωσης, καθώς παρά τις εξαγγελίες, εξακολουθεί να οδηγεί σε ταφή σχεδόν το 80% των σκουπιδιών που παράγει.
Οι προβαλλόμενοι νομικοί λόγοι ακύρωσης του τέλους ταφής απορριμμάτων
Οι λόγοι ακύρωσης του τέλους ταφής απορριμμάτων που επικαλούνται η ΚΕΔΕ και οι 164 δήμοι στηρίζονται στην πλημμελή μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της Οδηγίας Πλαίσιο 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα απόβλητα, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Στην προσφυγή επισημαίνεται ότι οι δήμοι και οι ΦοΔΣΑ δεν έχουν την αρμοδιότητα ούτε τους απαιτούμενους πόρους για την κατασκευή μονάδων εναλλακτικής διαχείρισης αποβλήτων, το δε Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει αναπτύξει μέχρι στιγμής την κατάλληλη τεχνολογική επάρκεια, ώστε να μειωθεί ο όγκος των αποβλήτων που διατίθεται μέσω υγειονομικής ταφής.
«Το άρθρο 38 του ν. 4819/2021 έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της ισότητας, του κράτους δικαίου και της αναλογικότητας (άρθρα 4 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), επιβάλλει το τέλος ταφής ως διοικητική κύρωση στους δήμους χωρίς υπαιτιότητα αυτών.
Η θέσπιση του τέλους ταφής, όπως επιχειρείται με το άρθρο 38 του ν. 4819/2021, αντίκειται ευθέως και προδήλως στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος) αλλά και στο άρθρο 102 του Συντάγματος περί οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειας των δήμων».
Κυρίζογλου: Να αρθεί ένα άδικο και αντισυνταγματικό μέτρο σε βάρος των δήμων και των δημοτών
«Συνεπείς στις Αυτοδιοικητικές μας θέσεις ΚΕΔΕ και 164 δήμοι καταθέσαμε σήμερα στο ΣτΕ αίτηση ακύρωσης της επιβολής του τέλους ταφής των απορριμμάτων προκειμένου να αρθεί ένα άδικο και αντισυνταγματικό μέτρο σε βάρος των δήμων και των δημοτών μας», ανέφερε ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ, Λάζαρος Κυρίζογλου.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι πρόκειται για ένα άδικο μέτρο, το οποίο επιχειρεί «να καλύψει τις ευθύνες του κεντρικού κράτους και την αποτυχία του να λύσει το διαχρονικό και διακυβερνητικό πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων» μεταθέτοντάς τες στους δήμους και επιβαρύνοντας τους προϋπολογισμούς τους μόνο για το 2024 με το ποσό των 240 εκ. ευρώ.
«Παράλληλα εξωθεί τους δήμους, οι οποίοι θα βρεθούν με προϋπολογισμούς στο κόκκινο, να μετακυλήσουν το κόστος του τέλους ταφής στους δημότες, χωρίς να γνωρίζουν αν και πότε θα τους επιστραφούν ανταποδοτικές υπηρεσίες. Δεν είναι δυνατόν να καλούνται οι δήμοι και οι δημότες να πληρώσουν την έλλειψη των απαραίτητων υποδομών για τη φιλική προς το περιβάλλον διαχείριση των απορριμμάτων. Διότι το κράτος έχει την ευθύνη για την κατασκευή μονάδων επεξεργασίας απορριμμάτων. Δεν αντέχουν οι πολίτες αύξηση στα δημοτικά τέλη, η οποία προκύπτει από το τέλος ταφής.
Το μέτρο είναι επίσης αντισυνταγματικό, διότι αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, αλλά και στο άρθρο 102 του Συντάγματος περί διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των δήμων», κατέληξε.
«Βόμβα ΣτΕ»: «Κόλαφο» για τις κομβικότερες εκ των κυβερνητικών αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας και λήψης αποφάσεων των δήμων αποτελεί απόφαση του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Η μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα δημοτικά συμβούλια στις Οικονομικές Επιτροπές και στις Επιτροπές Ποιότητας Ζωής και η συγκρότηση των επιτροπών αυτών με (πλασματικές) πλειοψηφίες 3/5 υπέρ των παρατάξεων των δημάρχων μέσω των «νόμων Θεοδωρικάκου» κρίθηκαν αντισυνταγματικές, με την υπόθεση να παραπέμπεται στην Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας, η οποία θα λάβει και τις τελικές αποφάσεις.
Οι επίμαχες διατάξεις (των νόμων 4623/2019 και 4625/2019) «παραβιάζουν τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, καθώς και τις αρχές της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας των όρων του εκλογικού ανταγωνισμού», έκρινε κατά πλειοψηφία το Γ’ Τμήμα.
Η απόφασή του αποτελεί «πλήγμα» για τον «πυρήνα» του δόγματος της κυβερνητικής πολιτικής για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Με τους πρώτους νόμους που πέρασε η κυβέρνηση Ν.Δ. το καλοκαίρι του 2019, ένα σύνολο αποφασιστικών αρμοδιοτήτων των δημοτικών συμβουλίων μεταφέρθηκε κυρίως στις Οικονομικές Επιτροπές (και κατά δεύτερον στις Επιτροπές Ποιότητας Ζωής). Περαιτέρω, με τις κυβερνητικές διατάξεις οι δημοτικές αρχές απέκτησαν ισχυρή πλειοψηφία (60%) στις επιτροπές, ακόμα και αν αποτελούσαν μειοψηφία στα δημοτικά συμβούλια βάσει των αποτελεσμάτων των εκλογών του Μαΐου του 2019 με την απλή αναλογική των δύο γύρων (αυτό συνέβη σε 231 από τους 332 δήμους της χώρας).
Οι εν λόγω διατάξεις ψηφίστηκαν πριν αναλάβουν καθήκοντα οι νεοεκλεγείσες δημοτικές αρχές και εφαρμόστηκαν από την αρχή της τρέχουσας αυτοδιοικητικής θητείας, την 1η Σεπτεμβρίου 2019. Προωθήθηκαν υπό την επίκληση της ανάγκης «κυβερνησιμότητας» των δήμων έναντι του «χάους» που κατά το κυβερνητικό αφήγημα προκαλούσε ο «Κλεισθένης». Το αποτέλεσμα ήταν ακόμα και αποφάσεις με σημαντικό οικονομικό βάρος να μεταφέρονται από τα κορυφαία πολιτικά όργανα των δήμων και τα ανοιχτά στους πολίτες δημοτικά συμβούλια στις -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- «κλειστές» και αποστειρωμένες από δημότες Οικονομικές Επιτροπές.
Εχοντας ισχυρή πλειοψηφία, οι δημοτικές αρχές απέκτησαν δυνατότητα να περνούν κάθε εισήγησή τους, ενώ η αντιπολίτευση περιορίστηκε σε ρόλο παρατηρητή. Κριτική στις παραπάνω διατάξεις έχει ασκηθεί ακόμα και από δημάρχους προσκείμενους στη Ν.Δ.
Εξετάζοντας σχετική προσφυγή, το Γ’ Τμήμα του ΣτΕ δέχθηκε ότι οι επίμαχες διατάξεις ουσιαστικά άλλαξαν τους όρους του «εκλογικού παιχνιδιού» κατά παράβαση του Συντάγματος. Η πλειοψηφία του Τμήματος έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις τόσο για τη μεταφορά αρμοδιοτήτων όσο και για τον τρόπο συγκρότησης των επιτροπών, καθώς επίσης και για τον τρόπο συγκρότησης των διοικητικών συμβουλίων νομικών προσώπων των δήμων (Δημοτικές Επιχειρήσεις Υδρευσης-Αρδευσης κ.λπ.). Υπήρξαν όμως άλλες δύο μειοψηφικές απόψεις:
● Η μία, «εν μέρει συγκλίνουσα προς την πλειοψηφία και εν μέρει αποκλίνουσα από αυτή» -όπως περιγράφεται στην περίληψη της απόφασης- κρίνει επίσης αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων των δημοτικών συμβουλίων προς τις επιτροπές, καθώς και αυτές για τον τρόπο συγκρότησης των επιτροπών. Ωστόσο, έκρινε ότι δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα οι ρυθμίσεις για την ανάδειξη μελών διοικητικών συμβουλίων δημοτικών νομικών προσώπων, «καθόσον οι εν λόγω οργανωτικές μεταβολές δεν συνδυάζονται και με μεταφορά αρμοδιοτήτων από άμεσα όργανα διοίκησης του δήμου».
● Η δεύτερη, εκτός από τα διοικητικά συμβούλια νομικών προσώπων, έκρινε ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ούτε ο τρόπος στελέχωσης των επιτροπών, με το σκεπτικό ότι ο «Κλεισθένης» δεν προέβλεπε για τα μέλη των επιτροπών άμεση εκλογή από το εκλογικό σώμα, αλλά έμμεση εκλογή από το δημοτικό συμβούλιο. Ωστόσο, όπως και οι προαναφερθείσες απόψεις, και η συγκεκριμένη κρίνει αντισυνταγματική τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα δημοτικά συμβούλια προς τις επιτροπές. Να σημειωθεί ότι στην περίληψη της απόφασης και συγκεκριμένα στην περιγραφή της μειοψηφικής άποψης εγείρεται θέμα νομιμότητας των αποφάσεων των επιτροπών (εφόσον δεχθούν μελλοντικά κάποια προσφυγή).
Τι μέλλει γενέσθαι ως προς αυτήν την πτυχή, υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση του Τμήματος γίνει δεκτή από την Ολομέλεια; Οι αποφάσεις αυτές διατηρούν το τεκμήριο νομιμότητας. Κατά την πάγια νομολογία για ένα σύνολο διοικητικών (όχι μόνο δημοτικών) οργάνων, ο μη νόμιμος χαρακτήρας ορισμού μελών και συγκρότησης ενός οργάνου (εν προκειμένω των επιτροπών) δεν αποτελεί κατά κανόνα λόγο ακυρότητας των πράξεών τους. Επομένως, κατ’ αρχάς δεν έχουν κάποιο πρόβλημα, εκτός αν γίνει κάποια εμπρόθεσμη προσφυγή οπότε θα ληφθούν από τα αρμόδια δικαστήρια οι σχετικές αποφάσεις, τις οποίες αφενός κανείς δεν μπορεί να προκαταλάβει και αφετέρου η πτώση των πράξεων δεν ευνοείται από τη νομολογία δεκαετιών.
Η απόφαση του Γ’ Τμήματος του ΣτΕ αφορά αποκλειστικά τους δήμους και τις δημοτικές επιτροπές, καθώς στη συγκεκριμένη βαθμίδα Αυτοδιοίκησης αναφερόταν η προσφυγή. Αν οι διατάξεις κριθούν εν τέλει αντισυνταγματικές και από την Ολομέλεια, τότε θα επηρεαστούν ανάλογα βάσει νομολογίας οι αντίστοιχες διατάξεις των «νόμων Θεοδωρικάκου» και για τις περιφέρειες.
Είναι η τρίτη -αλλά προφανώς πολύ σημαντικότερη- απόφαση του Γ’ Τμήματος για αντισυνταγματικότητα διατάξεων των «νόμων Θεοδωρικάκου»: η πρώτη αφορούσε τις αλλαγές στον τρόπο ορισμού αντιδημάρχων σε νησιωτικές δημοτικές ενότητες της χώρας και η δεύτερη τις μεταβολές στον τρόπο ανάδειξης προέδρων κοινοτήτων άνω των 300 κατοίκων. Αμφότερες έχουν παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
Ολόκληρη η περίληψη της απόφασης του Γ’ Τμήματος του ΣτΕ έχει ως εξής:
ΣτΕ Γ´ 760/2022
Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Α. Χρυσικόπουλος, Πάρεδρος ΣτΕ
Αντισυντ/κή η μεταβολή του τρόπου συγκρότησης δημοτικών επιτροπών και Δ.Σ. δημοτικών ν.π. αμέσως μετά τις εκλογές της 26.5.-2.6.2019 με τους ν. 4623, 4625, 4635/2019 (εν μέρει συγκλίνουσα γνώμη, αντίθ. μειοψ.). Παραπομπή στην Ολομέλεια.
Με τις διατάξεις των άρθρων 2 (παρ. 1) και 6 (παρ. 1, 2, 4) του ν. 4623/2019 και 10 παρ. 6 περίπτ. α΄ του ν. 4625/2019, καθώς και του άρθρου 177 παρ. 3 του ν. 4635/2019 θεσπίσθηκαν αλλαγές στον τρόπο συγκρότησης της οικονομικής επιτροπής, της επιτροπής ποιότητας ζωής, καθώς και των Δ.Σ. δημοτικών νομικών προσώπων (Δ.Ε.Υ.Α. κ.λπ.), προκειμένου στα όργανα αυτά να υπάρχει πλειοψηφία της παράταξης του δημάρχου.
● Με την ανωτέρω παραπεμπτική στην Ολομέλεια απόφαση έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι οι εν λόγω διατάξεις, κατά το μέρος που καταλαμβάνουν την αμέσως επόμενη των εκλογών της 26.5.2019 και της 2.6.2019 δημοτική περίοδο (1.9.2019 – 31.12.2023), παραβιάζουν τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, καθώς και τις αρχές της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, και της ισότητας των όρων του εκλογικού ανταγωνισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 1 (παρ. 1 και 2), 4 (παρ. 1), 5 (παρ. 1), 51 (παρ. 3), 52 και 102 (παρ. 2) του Συντάγματος, δεδομένου ότι τόσον οι εκλογείς όσο και οι εκλεγέντες δημοτικοί σύμβουλοι είχαν συνεκτιμήσει, για τη διαμόρφωση της εκλογικής τους βούλησης, τις ισχύουσες κατά τον χρόνο των εκλογών αυτών ρυθμίσεις του ν. 4555/2018 (άρθρα 76 και 91), με τις οποίες προβλεπόταν η συγκρότηση των προαναφερόμενων συλλογικών οργάνων χωρίς αντίστοιχη ρύθμιση περί πλειοψηφίας της παράταξης του δημάρχου.
● Κατά την, εν μέρει συγκλίνουσα προς την πλειοψηφία και εν μέρει αποκλίνουσα από αυτήν, γνώμη, με τις προεκτεθείσες διατάξεις, καθ’ ό μέρος καταλαμβάνουν τη δημοτική περίοδο που διανύεται μετά τις διενεργηθείσες εκλογές της 26.5.2019 και της 2.6.2019, ο νομοθέτης παρενέβη στη λειτουργία των Ο.Τ.Α. Α΄ βαθμού επιφέροντας δύο βασικές και αλληλένδετες μεταξύ τους αλλαγές στο υφιστάμενο σύστημα: αφενός μετέβαλε τον τρόπο συγκρότησης της οικονομικής επιτροπής και της επιτροπής ποιότητας ζωής, προκειμένου να εξασφαλισθεί σε αυτές η πλειοψηφία της παράταξης του δημάρχου· αφετέρου προέβη σε αθρόα μεταφορά ιδίως στην οικονομική επιτροπή αποφασιστικών αρμοδιοτήτων σημαντικού οικονομικού αντικειμένου, οι οποίες μέχρι τότε ανήκαν στο άμεσα εκλεγόμενο συλλογικό όργανο διοίκησης των δήμων, το δημοτικό συμβούλιο, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 3852/2010, έχει το γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας για τα θέματα που αφορούν τον δήμο.
Σε αυτό δε το συλλογικό όργανο η παράταξη του δημάρχου ενδέχεται να μην έχει την πλειοψηφία, λόγω της συγκρότησής του με βάση το σύστημα της απλής αναλογικής, φαινόμενο που ανέκυψε κατά τις εκλογές της 26.5.2019 και της 2.6.2019 σε 231 από τους 332 δήμους της Χώρας. Συνεπώς, ο νομοθέτης απέβλεψε στη μεταφορά ορισμένων εκ των εξ ορισμού σημαντικών αρμοδιοτήτων του δημοτικού συμβουλίου σε άλλα έμμεσα συλλογικά όργανα του δήμου, με παράλληλη μεταβολή του τρόπου συγκρότησης των τελευταίων, προκειμένου να εξασφαλίσει σε αυτά την πλειοψηφία της παράταξης του δημάρχου.
Υπό τα δεδομένα αυτά, οι ρυθμίσεις αυτές συνέχονται μεταξύ τους ως ενιαίο σύνολο, έχουν κοινή στόχευση και επεμβαίνουν τόσο στη συγκρότηση των έμμεσων αυτών συλλογικών οργάνων του δήμου όσο και στη λειτουργία, υπό τη συγκρότηση αυτή, των ανωτέρω οργάνων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτά νέων, σημαντικού χαρακτήρα, αρμοδιοτήτων.
Με την επέμβαση ωστόσο αυτή, η οποία έλαβε χώρα αμέσως μετά τη διεξαγωγή των εκλογών και μάλιστα σε χρόνο κατά τον οποίο είχαν ήδη εξαχθεί τα εκλογικά αποτελέσματα, μεταβλήθηκε εκ των υστέρων το πλαίσιο άσκησης του κατοχυρούμενου στο Σύνταγμα δικαιώματος εκλογής των αρχών των Ο.Τ.Α.· και τούτο, διότι η εκφρασθείσα θέληση των εκλογέων είχε διαμορφωθεί κατά συνεκτίμηση, εκτός άλλων, και του ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τις εκλογές αυτές νομοθεσία, οι αποφάσεις που αφορούν σημαντικές αρμοδιότητες του δήμου, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν και που αφορούν ζητήματα που κατ’ εξοχήν συνάπτονται με την κατοχυρούμενη στο άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος οικονομική αυτοτέλεια των Ο.Τ.Α., θα λαμβάνονται από το δημοτικό συμβούλιο, όργανο διοίκησης του δήμου με άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση, απαιτουμένων ενδεχομένως ευρύτερων συναινέσεων για την επίτευξη πλειοψηφίας.
Εξ άλλου, κατά τον χρόνο ψήφισης των σχετικών διατάξεων, δεν είχε δοκιμαστεί στην πράξη η εφαρμογή του συστήματος της απλής αναλογικής του ν. 4555/2018, ώστε να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος η κατά τα ανωτέρω τόσο σοβαρή και έντονη επέμβαση του νομοθέτη στη θέληση των εκλογέων.
Για τους λόγους αυτούς, οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις, καθ’ ό μέρος καταλαμβάνουν τη δημοτική περίοδο που διανύεται μετά τις εκλογές της 26.5.2019 και της 2.6.2019, έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 5 (παρ. 1), 52 και 102 (παρ. 2) του Συντάγματος και, συνεπώς, εφόσον, κατά τη βούληση του νομοθέτη, συνέχονται μεταξύ τους ως ενιαίο σύνολο και δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αυτοτελώς, πρέπει να παραμερισθούν στο σύνολό τους ως αντισυνταγματικές και να εφαρμοσθούν κατά τη συγκρότηση των εν λόγω δημοτικών επιτροπών οι προϋφιστάμενες αυτών διατάξεις.
Αντιθέτως, κατά την ίδια γνώμη, δεν αντίκεινται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις οι ρυθμίσεις που αφορούν την ανάδειξη των μελών των Δ.Σ. δημοτικών νομικών προσώπων (Δ.Ε.Υ.Α. κ.λπ.), καθόσον οι εν λόγω οργανωτικές μεταβολές δεν συνδυάζονται και με μεταφορά αρμοδιοτήτων από άμεσα όργανα διοίκησης του δήμου προς τα αντίστοιχα συλλογικά όργανα των νομικών αυτών προσώπων.
● Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, δεν συντρέχει παραβίαση των ανωτέρω αρχών και δικαιωμάτων, δεδομένου ότι ο ν. 4555/2018 δεν προέβλεπε την άμεση ανάδειξη των μελών της οικονομικής επιτροπής, της επιτροπής ποιότητας ζωής και των διοικητικών συμβουλίων των εν λόγω δημοτικών νομικών προσώπων από το εκλογικό σώμα, αλλά τον ορισμό τους έμμεσα από το δημοτικό συμβούλιο.
Εξ άλλου, κατά την ίδια γνώμη, όσον αφορά ειδικότερα την οικονομική επιτροπή και την επιτροπή ποιότητας ζωής, τυχόν αντισυνταγματικότητα της μεταφοράς αρμοδιοτήτων σε αυτές από το δημοτικό συμβούλιο με τον ν. 4623/2019 δεν επηρεάζει, πάντως, τη συνταγματικότητα των επίδικων περί συγκρότησής τους διατάξεων, αλλά αφορά τη νομιμότητα των αντίστοιχων αποφάσεων των εν λόγω επιτροπών στο πλαίσιο της άσκησης των ανωτέρω μεταβιβασθεισών αρμοδιοτήτων.
Τη νομική ομάδα που ασχολήθηκε με τη σύνταξη των δικογράφων και την υποστήριξη της αίτησης απαρτίζουν ο γνωστός δικηγόρος Θεσσαλονίκης, κ. Σπύρος Κωνσταντόπουλος, ο δικηγόρος κ. Αντώνης Μαρκούλης και ο ασκ. δικηγόρος κ. Παντελής Μαρκούλης.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση του Πανελλήνιου Σωματείου Καταστημάτων και Καταναλωτών Εστίασης και Διασκέδασης, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική η από 15.11.2019 Κοινή Υπουργική Απόφαση, με την οποία απαγορεύθηκε το κάπνισμα στους χώρους καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος (εστιατόρια, ταβέρνες, κέντρα διασκέδασης, μπαρ, κλπ) και προβλέφθηκαν πρόστιμα για τους παραβάτες.
Το Σωματείο στην αίτησή του υποστήριζε, μεταξύ των άλλων, ότι το μέτρο της απόλυτης απαγόρευσης του καπνίσματος στους εσωτερικούς χώρους των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, συνιστά σημαντικό περιορισμό στην ελευθερία των ανθρώπων οι οποίοι επιλέγουν να καπνίζουν.
Στην συνέχεια, το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ, με την υπ΄ αριθμ. 1727/2020 απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση ακύρωσης του Σωματείου, επικαλούμενο και παλαιότερη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για την απαγόρευση του καπνίσματος.
Το ΣτΕ έκρινε ότι το μέτρο της απαγόρευσης του καπνίσματος στους χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος δεν είναι αντίθετο στα άρθρα 5 παράγραφος 1 (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και προσωπική ελευθερία) και 21 παράγραφος 3 του Συντάγματος (το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και λαμβάνει ειδικά μέτρα), ενώ παράλληλα συνιστά θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας (ατομικής και επαγγελματικής).
Παράλληλα, το ΣτΕ αναφέρει ότι η πρόβλεψη για την επιβολή προστίμων στους παραβάτες δεν αντίκεινται στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, αλλά ούτε στο δικαίωμα της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Συνταγματική κρίθηκε η ίδρυση και λειτουργία φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς, με μία σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό την προϋπόθεση ότι θα λειτουργούν υπό την μορφή της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ) και ότι ο επιστημονικός υπεύθυνος του φαρμακείου είναι φαρμακοποιός και παράλληλα συμμετέχει στην ΕΠΕ με ποσοστό τουλάχιστον 33%.
Παράλληλα, η Ολομέλεια ΣτΕ, με πρόεδρο την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου (πριν εκλεγεί στο αξίωμα της Πρόεδρου της Δημοκρατίας) και εισηγήτριες τις συμβούλους Επικρατείας, Μαρίνα Παπαδοπούλου και Όλγα Παπαδοπούλου, με τις υπ΄ αριθμ. 201-208/2020 αποφάσεις της απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου, του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής, κλπ, με τις οποίες αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των διατάξεων του Προεδρικού Διατάγματος 64/2018, που ρυθμίζει τα δεδομένα ίδρυσης και λειτουργίας των φαρμακείων.
Ειδικότερα, με το Προεδρικό Διάταγμα 64/2018 επετράπη η ίδρυση φαρμακείων και από φυσικά πρόσωπα μη φαρμακοποιούς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ασυμβίβαστο της ιδιότητας εταίρου εταιρείας φαρμακείου, με την ιδιότητα του εταίρου επιχείρησης δραστηριοποιούμενης στο χονδρικό εμπόριο φαρμάκων, του ιατρού κλπ.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωσή της, έκρινε ότι:
α) η δυνατότητα ίδρυσης φαρμακείου από μη φαρμακοποιό, ο οποίος υποχρεούται σε σύσταση ΕΠΕ για τον σκοπό αυτό, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, εφόσον επιστημονικός υπεύθυνος του φαρμακείου παραμένει φαρμακοποιός, που συμμετέχει υποχρεωτικά, με ποσοστό τουλάχιστον 33%, στην ΕΠΕ,
β) τα θεσπιζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 5 περίπτωση γ΄ του εν λόγω διατάγματος ασυμβίβαστα δεν καταλαμβάνουν πρόσωπα, τα οποία εκμεταλλεύονταν φαρμακεία υπό την ιδιότητα του εταίρου προσωπικής εταιρείας πριν από την έναρξη ισχύος του ΠΔ 64/2018 και
γ) ότι οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή δεν αφορούν φαρμακοποιούς οι οποίοι ήδη έχουν ή λαμβάνουν, κατ' εφαρμογή του νέου κανονιστικού πλαισίου, άδεια ίδρυσης φαρμακείου και λειτουργούν το φαρμακείο με τη μορφή ατομικής επιχείρησης.
Οι φαρμακοποιοί υποστήριζαν ότι το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς για τα φαρμακεία, κατά το οποίο η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τους εκδιδόταν αποκλειστικά στο όνομα φαρμακοποιού ή προσωπικής εταιρείας με εταίρους φαρμακοποιούς, αποτελεί εξειδίκευση των επιταγών που απορρέουν από τα άρθρα 5 και 21 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης, όπως επίσης υποστήριζαν ότι η κατάργηση του καθεστώτος αυτού δεν επιτρέπεται να συνεπάγεται διακινδύνευση της προστασίας της δημόσιας υγείας.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας, μεταξύ των άλλων, έκριναν ότι:
α) Η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στις επιχειρηματικές δραστηριότητες με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών υγείας, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ίδρυση και λειτουργία φαρμακείων, δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται, προεχόντως, στην ανάγκη προστασίας της υγείας των πολιτών, και είναι επιτρεπτή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας,
β) Τα φαρμακεία τα οποία διαθέτουν στο κοινό αγαθά ζωτικής σημασίας για τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας, δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, υποκείμενες στους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού, η ρύθμιση δε του καθεστώτος πρόσβασης στο επάγγελμα του φαρμακοποιού, καθώς και του καθεστώτος άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της λιανικής πώλησης φαρμάκων, πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ιδιομορφία των φαρμακείων, στα οποία η εμπορική δραστηριότητα συνδυάζεται με την υπεύθυνη επιστημονική παροχή υπηρεσιών, που εγγυάται την ελεγχόμενη και ορθολογική διακίνηση των φαρμάκων, και με την κοινωνική αποστολή του φαρμακοποιού.
γ) Δοθέντος ότι το κόστος των χορηγουμένων φαρμάκων καλύπτεται, κατά μεγάλο μέρος, από τους οικείους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, ο νομοθέτης μπορεί να συνεκτιμά και τον κίνδυνο κατασπατάλησης των περιορισμένων οικονομικών πόρων, που διατίθενται από τον κρατικό προϋπολογισμό στους ασφαλιστικούς οργανισμούς για την υγειονομική περίθαλψη των ασφαλισμένων.
δ) Ενόψει των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και για την δημοσιονομική ισορροπία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ο νομοθέτης δύναται να επιβάλλει περιορισμούς όχι μόνο για την άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, αλλά και για την ίδρυση και λειτουργία φαρμακείου. Κατά συνέπεια, δικαιολογείται η συνεκτίμηση από τον νομοθέτη, όχι μόνο των υπαρκτών και πλήρως αποδεδειγμένων κινδύνων για την υγεία, αλλά και των ενδεχόμενων κινδύνων εν σχέσει με τον ασφαλή και με ποιοτικές εγγυήσεις εφοδιασμό του πληθυσμού με φάρμακα και
ε) Εντός, πάντως, των συνταγματικών δεσμεύσεων, ο νομοθέτης μπορεί, «να οργανώσει με διαφορετικό, σε σχέση με το παρελθόν, τρόπο το καθεστώς που διέπει τα φαρμακεία, καταργώντας απαγορεύσεις και περιορισμούς, που, κατά την εκτίμησή του, περιορίζουν την επαγγελματική ελευθερία, χωρίς τούτο να είναι αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας ή για άλλο συναφή λόγο δημοσίου συμφέροντος, και να θεσπίσει άλλο συνδυασμό εγγυήσεων για τη διασφάλιση του σκοπού αυτού».
Τέλος, ένα μέλος του δικαστηρίου, μειοψήφησε υποστηρίζοντας ότι η συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία της δημόσιας υγείας επιτυγχάνεται μόνο εφόσον η άδεια ίδρυσης φαρμακείων επιφυλάσσεται αποκλειστικά σε φαρμακοποιούς, οι οποίοι παρέχουν τις εγγυήσεις για την δέουσα άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος. Ως εκ τούτου, η επίμαχη εξουσιοδοτική διάταξη, η οποία προβλέπει τη χορήγηση άδειας και σε ιδιώτες μη φαρμακοποιούς, αντίκειται στο Σύνταγμα.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας «έκλεισαν οριστικά την πόρτα» στους δημοσίους υπαλλήλους ως προς τη χορήγηση δώρων-επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειάς τους (13ος και 14ος μισθός), αφήνοντας στην άκρη τις αποφάσεις του Μισθοδικείου και ειδικά τις τελευταίες για τις μισθολογικές ωριμάνσεις και τα χρονοεπιδόματα των δικαστών και εισαγγελέων, όπως έλεγαν δικηγόροι, οι οποίοι κάνουν λόγο, με νόημα, για δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων που κυμαίνεται από τα 780 ευρώ έως και 1.092 ευρώ, ακόμη και μετά την κατάργηση των τριών επίμαχων επιδομάτων, εξασφαλίζει «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο» και η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού ήταν αναγκαία σύμφωνα με τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά πλειοψηφία και αφού αντικαταστάθηκαν εισηγητές και τακτικά μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου με αναπληρωματικά μέλη (με δικαίωμα ψήφου), αναστράφηκαν κατά 180 μοίρες οι θετικές για τους δημοσίους υπαλλήλους αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ, που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012.
Υπενθυμίζεται ότι το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι η κατάργηση των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Τώρα η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητές οι σύμβουλοι Επικρατείας, Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης (αρχικά εισηγήτρια ήταν η Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) με μια σειρά αποφάσεων της (1307-1316/2019) έκρινε κατά πλειοψηφία (μειοψήφησαν 2 αντιπρόεδροι και 4 σύμβουλοι Επικρατείας), μεταξύ των άλλων, ότι η κατάργηση των τριών επιδομάτων, «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».
Περαιτέρω, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου», ο νομοθέτης «είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει:
α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011,
β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα)».
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο».
Επιπλέον, σημειώνουν οι δικαστές του ΣτΕ, «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας «έκλεισαν οριστικά την πόρτα» στους δημοσίους υπαλλήλους ως προς τη χορήγηση δώρων-επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειάς τους (13ος και 14ος μισθός), αφήνοντας στην άκρη τις αποφάσεις του Μισθοδικείου και ειδικά τις τελευταίες για τις μισθολογικές ωριμάνσεις και τα χρονοεπιδόματα των δικαστών και εισαγγελέων, όπως έλεγαν δικηγόροι, οι οποίοι κάνουν λόγο, με νόημα, για δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων που κυμαίνεται από τα 780 ευρώ έως και 1.092 ευρώ, ακόμη και μετά την κατάργηση των τριών επίμαχων επιδομάτων, εξασφαλίζει «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο» και η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού ήταν αναγκαία σύμφωνα με τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά πλειοψηφία και αφού αντικαταστάθηκαν εισηγητές και τακτικά μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου με αναπληρωματικά μέλη (με δικαίωμα ψήφου), αναστράφηκαν κατά 180 μοίρες οι θετικές για τους δημοσίους υπαλλήλους αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ, που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012.
Υπενθυμίζεται ότι το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι η κατάργηση των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Τώρα η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητές οι σύμβουλοι Επικρατείας, Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης (αρχικά εισηγήτρια ήταν η Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) με μια σειρά αποφάσεων της (1307-1316/2019) έκρινε κατά πλειοψηφία (μειοψήφησαν 2 αντιπρόεδροι και 4 σύμβουλοι Επικρατείας), μεταξύ των άλλων, ότι η κατάργηση των τριών επιδομάτων, «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».
Περαιτέρω, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου», ο νομοθέτης «είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει:
α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011,
β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα)».
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο».
Επιπλέον, σημειώνουν οι δικαστές του ΣτΕ, «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».
Βασικές σκέψεις των αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ
Μερικές από τις βασικές σκέψεις των αποφάσεων του ΣτΕ έχουν ως εξής:
«Με τις παραπάνω αποφάσεις της, εκδοθείσες κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010 (Α΄213), η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε επί του το ζητήματος της αντίθεσης ή μη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5, 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ της διάταξης της περίπτωσης 1, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία επήλθε πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για τους υπαλλήλους του Δημοσίου,.
Το Δικαστήριο, υπενθύμισε, αρχικώς, την παγιωθείσα πλέον νομολογία του, κατά την οποία από τον συνδυασμό των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, άρθρο 79 παρ. 1, 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και την αξίωση του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, από τις οποίες συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων, από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών. Επίσης, υπενθύμισε την ευχέρεια του νομοθέτη, κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και της δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή, την ευχέρεια δε αυτή σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής αναγνωρίζει και το ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Προσέθεσε, όμως, ότι στις περιπτώσεις αυτές, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει.
Ακολούθως, το Δικαστήριο προέβη α) στην επισκόπηση της εξέλιξης του θεσμού των επιδομάτων εορτών και αδείας διαχρονικά τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, β) στην παράθεση των κανόνων του πρωτογενούς και παραγώγου ενωσιακού δικαίου σχετικά με την υποχρέωση των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και γ) στα μέτρα περιστολής του μισθολογικού κόστους που ελήφθησαν από τον εθνικό νομοθέτη στο πλαίσιο τόσο της διαδικασίας διαπίστωσης και διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και της υλοποίησης των πολιτικών του πρώτου μνημονίου συνεργασίας (ν. 3845/2010), στα οποία (μέτρα) περιλαμβανόταν η περικοπή των ως άνω επιδομάτων, όσο και της διαδικασίας υλοποίησης των συμφωνηθέντων με το δεύτερο μνημόνιο συνεργασίας (ν. 4046/2012), στην οποία εντάσσεται η επίμαχη κατάργηση των ίδιων επιδομάτων. Συναφώς, υπενθύμισε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν στην αρχή της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ενόψει της εκτίμησης του νομοθέτη ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας, δεν παρίσταντο, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, ούτε μη αναγκαία, για την αποτροπή του ως άνω κινδύνου.
Ως προς την επίμαχη πλήρη κατάργηση των ως άνω επιδομάτων, το Δικαστήριο, παραπέμποντας στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε., έκρινε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία, ότι αυτή α) συνιστά άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την υποκείμενη σε οριακό έλεγχο εκτίμηση του νομοθέτη, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, β) συνδέεται και με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οι οποίες δεν καθιστούν, κατά το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προδήλως αδικαιολόγητη τη λήψη μέτρων εξοικονόμησης δαπανών, γ) θεσπίστηκε, όπως και ολόκληρο το ως άνω πρόγραμμα, στη βάση της από Ιουλίου 2012 μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών με τίτλο «Επισκόπηση δαπανών Γενικής Κυβέρνησης 2013- 2016», στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν δαπάνες, η περικοπή των οποίων συμβάλλει σε «αποτελεσματικό και βιώσιμο περιορισμό των ελλειμμάτων», μεταξύ των οποίων και η μισθολογική, η οποία κρίθηκε υψηλή ειδικά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης, διαπίστωση στην οποία προέβησαν και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε., δ) πλήττει παροχές που δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια, αντιθέτως δικαιολογείται για τους ως άνω λόγους γενικού συμφέροντος και ανταποκρίνεται στους σκοπούς που επιδιώκει η Ε.Ε, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών- μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε, κατά πλειοψηφία, στο συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος. Περαιτέρω, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011, β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα). Κατά συνέπεια, οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. Επιπλέον, η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. Τέλος, το ίδιο μέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα. Εξάλλου, η πλειοψηφία αντέκρουσε την άποψη της μειοψηφίας ότι με τις ως άνω σκέψεις το Δικαστήριο μεταστρέφει τη νομολογία του ως προς τον ν. 4093/2012, τον οποίο συστηματικά κρίνει αντίθετο στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με το επιχείρημα ότι, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το ότι σε αυτόν περιλαμβανόταν πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά, πάντως αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο».
aftodioikisi,gr
Σε περίπτωση αλλαγής επαγγέλματος ισχύει νέα πενταετής απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος, έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Υπενθυμίζεται, ότι ο νόμος 3986/2011 προβλέπει πως οι ελεύθεροι επαγγελματίες την πρώτη πενταετία της δραστηριότητάς τους απαλλάσσονται από το τέλος επιτηδεύματος.
Ειδικότερα, το ΣτΕ απασχόλησε περίπτωση δικηγόρου, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 2007 πραγματοποίησε έναρξη εργασιών ως ελεύθερος επαγγελματίας με αντικείμενο την παροχή επιχειρηματικών συμβουλών διαχείρισης και μετά από έξι μήνες έκανε διακοπή εργασιών επιτηδευματία. Στη συνέχεια, το 2015 προέβη σε νέα έναρξη επιτηδεύματος με αντικείμενο τη δικηγορία.
Κατά τα δύο πρώτα έτη της δικηγορίας τού επιβλήθηκε τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ. Για την επιβολή τέλους επιτηδεύματος άσκησε ενδικοφανή προσφυγή στην πράξη προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, η οποία απορρίφθηκε και στη συνέχεια προσέφυγε στη Δικαιοσύνη.
Το Β' Τμήμα του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαίρη Σαρπ και εισηγητής ο πάρεδρος Αντώνιος Φοβάκης) με την υπ' αριθμ. 89/2019 πιλοτική απόφασή του (νόμος 3900/2010) έκρινε ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν μεν προβεί, κατά το παρελθόν, σε έναρξη εργασιών, πλην, όμως, σε επάγγελμα διαφορετικό από αυτό που ασκούν τώρα, και στη συνεχεία διέκοψαν την επαγγελματική δραστηριότητά τους, εξαιρούνται επί πενταετία από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος για την άσκηση του νέου επαγγέλματός τους. Και αυτό ανεξάρτητα εάν ο επαγγελματίας είχε συμπληρώσει πέντε χρόνια άσκηση της αρχικής επαγγελματικής δραστηριότητας.
Τέλος, το ΣτΕ έκρινε ότι σε περίπτωση που γίνει διακοπή τής άσκησης επαγγέλματος πριν τη συμπλήρωση της πενταετίας και στη συνέχεια γίνει νέα έναρξη εργασιών στο ίδιο, όμως, επάγγελμα, ο χρόνος διακοπής δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση της πενταετίας.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η εισαγωγή των διακριθέντων αθλητών σε σχολές των ΑΕΙ και ΤΕΙ της προτίμησής τους καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, και με την ίδια απόφαση κρίθηκε παράλληλα, ότι δεν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι νομοθετικές διατάξεις κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 686/2018 απόφασή της (πρόεδρος, η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Γεώργιος Τσιμέκας), έκρινε ότι η διάκριση που θεσπίζει το άρθρο 34 του νόμου 2009/1992 υπέρ των αθλητών υποψηφίων που έχουν επιτύχει τις προβλεπόμενες από το νόμο διακρίσεις, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, από την ανάγκη παροχής κινήτρων στους ασχολούμενους με τον αθλητισμό, για την ανάπτυξη του οποίου οφείλει να μεριμνά η Πολιτεία κατ’ άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος και είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς θεμιτή εφόσον μάλιστα, με τη διάταξη αυτή δεν θίγεται ο αριθμός των κανονικώς εισακτέων στα τμήματα και τις Σχολές των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι.
Παράλληλα, η διάταξη του άρθρου 34 νόμου 2009/1992 αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχομένης εκπαιδεύσεως, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού, κατά το μέρος που προβλέπουν: α) την πριμοδότηση αθλητών ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας, β) την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις Ανώτατες Σχολές στο δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων, το οποίο παρίσταται αυθαίρετο και γ) την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε Σχολή της προτίμησής του, εφόσον συγκεντρώσει αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 90% του αριθμού των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στη συγκεκριμένη Σχολή στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος, μετά την προσαύξηση του συνόλου των μορίων του από τις αθλητικές του διακρίσεις.
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας είναι αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις αυτές, καθώς υπερακοντίζουν τον δημοσίου συμφέροντος σκοπό που υπηρετεί η διάταξη (προαγωγή του αθλητισμού) λόγω, αφ’ ενός του επιβαλλόμενου με αυτές σημαντικού περιορισμού πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των λοιπών υποψηφίων φοιτητών που δεν είναι αθλητές και, αφ’ ετέρου, της σημαντικής υποχώρησης των ακαδημαϊκών κριτηρίων πρόσβασης την οποία συνεπάγονται.
Συνεπώς, κατέληξε η Ολομέλεια του ΣτΕ, «επίμαχη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 παραβιάζει τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος, κατά το μέρος που οι εν λόγω ρυθμίσεις υπερβαίνουν, κατά τα ανωτέρω, τα ακραία όρια πέραν των οποίων το παρεχόμενο από τη διάταξη αυτή προνόμιο εμφανίζεται δικαιολογημένο και επιτρεπτό συνταγματικώς».
Μειοψηφία 8 συμβούλων εκφράζει ακόμη την άποψη ότι η καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών είναι ανεκτή μόνο σε Τμήματα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (ΤΕΦΑΑ), όχι όμως στα ΑΕΙ και ΤΕΙ στα οποία «παρέχεται εκπαίδευση σε επιστημονικούς τομείς όπου η ιδιότητα του υποψηφίου ως αθλητή δεν ασκεί επίδραση».
Κατά τα άλλα η μειοψηφία των οκτώ επισημαίνει η επίμαχη διάταξη του άρθρου 34 του ν. 2725/1999, κατά το μέρος που θεσπίζει το ανωτέρω ευεργέτημα υπέρ των υποψηφίων αθλητών προς εισαγωγή στα λοιπά, πλην ΤΕΦΑΑ, Τμήματα και Σχολές των ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας προσκρούει αφ’ ενός μεν στην αρχή της ισότητας των Ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), αφ’ ετέρου δε στις απορρέουσες από το Σύνταγμα (άρθρο 5) αρχές της αξιοκρατίας και της σταδιοδρομίας εκάστου κατά λόγο της προσωπικής του αξίας και στο άρθρο 16 του Συντάγματος και επιπρόσθετα είναι αντισυνταγματική κατά το μέρος που προβλέπει την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις ανώτατες σχολές στο ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων.
Ακόμη, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι δεν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι νομοθετικές διατάξεις (των άρθρων 4 και 42 του ν. 4186/2013, 2 του ν. 2525/1997 και της ΥΑ Φ 253.1/44654/Α5/2016) κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες.
Τέλος, η Ολομέλεια του ΣτΕ υποχρεώνει το υπουργείο Παιδείας να εγγράψει ως υπεράριθμο στην Ιατρική Σχολή υποψήφιο των Πανελλαδικών εξετάσεων 2016-2017 ο οποίος δεν εισήχθη, καθώς την θέση του κατέλαβε συνυποψήφιός του αθλητής με λιγότερα μόρια από εκείνον.
Εντός οκτώ μηνών πρέπει να συμμορφωθεί η κυβέρνηση στις δικαστικές αποφάσεις για αναδρομική αναπροσαρμογή των αποδοχών και των