Την Κυριακή 23 Μαϊου (Κυριακή του Παραλύτου) στο Πανελλήνιο Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας Σουμελά τιμήθηκε η μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου με τη συμμετοχή των Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών της Ημαθίας και εκπροσώπων πολλών Ποντιακών Σωματείων.

 

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο Λόγο. Στη συνέχεια τέλεσε μνημόσυνο για τα θύματα της Γενοκτονίας και εκφώνησε επίκαιρη ομιλία. Οι εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν με τρισάγιο και καταθέσεις στεφάνων στο μνημείο του Υψηλάντη που βρίσκεται πλησίον του Iερού Ναού.

 

Στο κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος τόνισε: «Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρ­τανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται».Τέσσερις εἰκόνες μᾶς παρουσίασε τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνω­σμα. Ἡ πρώτη εἰκόνα εἶναι ἑνός δυστυχισμένου ἀνθρώπου, ἑνός παραλύτου, ὁ ὁποῖος ἀνάμεσα σέ ἄλλους ἀσθενεῖς ἀνθρώπους, τυ­φλούς, κωφούς καί ἀναπήρους, περιμένει ἐπί τριάντα ὀκτώ χρόνια τή θεραπεία του, περιμένει μήπως προφθάσει νά μπεῖ μέσα στήν Προ­βατική κολυμβήθρα, ὅταν θά κατέλ­θει ὁ ἄγγελος γιά νά ταράξει τό νερό, ὥστε νά θεραπευθεῖ.

 

Ἡ δεύτερη εἰκόνα εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού μέ στοργή τόν πλησιάζει καί τόν θεραπεύει. Ἡ τρίτη, εἶναι ἡ θλιβερή εἰκόνα τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι βλέπουν ἕναν συνάνθρωπό τους, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό τριάντα ὀκτώ χρόνια στέκεται καί πάλι στά πόδια του καί σηκώ­νει τό κρεβάτι του γιά νά ἀπο­μα­κρυνθεῖ ἀπό ἐκεῖ πού περίμενε τό­σα χρόνια, καί τό μόνο πού ἔχουν νά τοῦ ποῦν εἶναι ὅτι ἦταν Σάβ­βατο καί δέν ἐπιτρεπόταν νά ση­κώσει τό κρεβάτι του, νά ἐργασθεῖ δηλαδή.

 

Ἡ τέταρτη τέλος εἰκόνα εἶναι αὐτή τοῦ Ἰησοῦ, πού συναντᾶ καί πάλι τόν πρώην παράλυτο, γιά νά τοῦ ὑπομνήσει μέ ἀγάπη ὅτι εἶναι ἤδη ὑγιής καί θά πρέπει νά ἀπο­φεύγει τήν ἁμαρτία γιά νά μήν πά­θει κάτι χειρότερο.

 

«Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρ­τανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται».

 

Ἄς σταθοῦμε γιά λίγο σέ αὐτήν τήν τελευταία εἰκόνα.

 

Ὁ Χριστός δέν ἐννοεῖ μέ τήν προτροπή του πρός τόν παράλυτο ὅτι ἡ ἀναπηρία ἀπό τήν ὁποία ὑπέ­φερε ὀφειλόταν σέ κάποια ἁμαρ­τία, ὅπως πίστευαν πολλές φορές οἱ Ἰουδαῖοι. Εἶναι, ἄλλωστε, πιθα­νόν, νά εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος παράλυτος, γι᾽ αὐτό καί βρισκόταν στή θέση αὐτή ἐπί τριάντα ὀκτώ χρό­νια καί περίμενε.

 

Αὐτό πού ἐννοεῖ ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀνάγκη νά προσέχει στό ἑξῆς νά μήν πέσει στήν ἁμαρτία, διότι αὐτό πού μπορεῖ νά πάθει ὁ ἄνθρωπος ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας εἶναι πολύ σοβαρότερο ἀπό αὐτό τό ὁποῖο μπορεῖ νά τοῦ δημιουργήσει μία σω­ματική ἀσθένεια, γιατί ἡ ἁμαρ­τία δημιουργεῖ ψυχικές ἀσθένειες καί βλάβες, οἱ ὁποῖες εἶναι πολλές φορές ἀθεράπευτες καί ἀμετάκλη­τες καί μποροῦν νά ὁδηγήσουν τόν ἄνθρωπο ἀκόμη καί στόν πνευ­μα­τικό θάνατο.

 

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφερόμεθα συνήθως γιά τίς σω­ματικές μας ἀσθένειες. Ἐπισκε­πτό­μεθα ἰατρούς, κάνουμε ἐξετά­σεις, παίρνουμε φάρμακα καί φροντίζουμε νά θεραπευθοῦμε ἀπό ὅ,τι μᾶς ταλαιπωρεῖ καί μᾶς κάνει νά ὑποφέρουμε σωματικά. Κάνου­με ὅμως τό ἴδιο καί γιά τίς ἀσθέ­νειες τῆς ψυχῆς μας; Ἐνδιαφερό­μεθα γιά τήν ὑγεία της; Φροντίζου­με νά ἐξετάζουμε τήν ψυχή μας καί νά ἐλέγχουμε ἄν ἀσθενεῖ ἤ ἄν ἔχει τραύματα καί πληγές πού δημιουρ­γοῦν ἡ ἁμαρτία, τά πάθη καί οἱ ἀδυ­ναμίες μας, οἱ ἁμαρτωλοί λο­γι­σμοί καί οἱ πονηρές ἐπιθυμίες; Ἐπισκεπτόμεθα τούς πνευμα­τι­κούς ἰατρούς, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά διαπιστώσουν τίς ἀσθένειες καί τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας, νά δια­γνώσουν τίς αἰτίες πού τά προκά­λεσαν καί νά τά ἐπιδέσουν, ἐπιχέ­οντας, ὅπως ὁ καλός Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς, «ἔλαιον καί οἶ­νον», τή χάρη δηλαδή καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καί ἀκόμη νά μᾶς δώσουν τά κατάλληλα φάρμακα, τά ὁποῖα θά μᾶς θεραπεύσουν, καί πάνω ἀπό ὅλα τό φάρμακο τῆς ἀθα­νασίας, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο παρέχει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό θεοσύστατο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας;

 

Ἐάν δέν ἔχουμε ἐνδιαφερθεῖ μέ­χρι τώρα γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας, ἐάν δέν ἔχουμε φροντίσει νά τήν ἐξετάσουμε, νά τήν ἐλέγξουμε καί νά τήν θεραπεύσουμε, ἐφόσον χρειάζεται, τότε εἶναι ἀνάγκη νά τό κάνουμε. Εἶναι ἀνάγκη νά σπεύ­σουμε στόν κατάλληλο ἰατρό πού μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει, ἀλλά καί νά φροντίσουμε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά τήν προστατεύουμε ἀπό τήν ἁμαρτία καί τίς πτώσεις σέ αὐτήν, νά τήν προστατεύουμε ἀπό κάθε τι πού τήν λερώνει καί τήν μολύνει, ἀπό κάθε τι πού τῆς δημιουργεῖ πληγές καί ἀποστήματα, ὥστε νά μήν νοσήσει βαρειά, ἤ, ἐάν νόσησε ἤδη, νά θεραπευθεῖ.

 

Καί ἀκόμη ἄς φροντίζουμε νά τήν τροφοδοτοῦμε μέ τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν προσευχή, μέ τόν ἀγώνα μας ἐναντίον τῶν πειρασμῶν, μέ τήν προστασία πού τῆς παρέχει ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μήν τήν τρυποῦν «τά πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ» καί νά μήν τήν τραυμα­τίζουν καί τήν μολύνουν. Ἄς προ­σπαθοῦμε ἀκόμη νά τήν καθαρί­ζουμε διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τῆς θείας Εὐ­χα­ριστίας, ὥστε νά παραμένει ὑγι­ής καί νά μήν κινδυνεύει νά παρα­λύσει καί πολύ περισσότερο νά μήν νεκρωθεῖ καί πεθάνει πνευματικά.

 

Ἄς ἀκούσουμε, γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς σήμερα τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας πρός τόν παράλυτο τῆς Προ­βατικῆς κολυμβήθρας: «Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται», καί ἄς τήν ἀκολουθήσουμε.

 

Βλέπετε τήν περίοδο αὐτή πόσο ἀκολουθοῦμε τίς ὁδηγίες τῶν ἰατρῶν καί προσέχουμε νά μήν ἀσθενήσουμε καί παρακολουθοῦμε καθημερινά πόσοι πεθαίνουν, σάν νά ἔχουμε πόλεμο. Καλά κάνουμε καί προσέχουμε, καί πρέπει νά τό κάνουμε καί μέσα ἀκόμη στόν ἱερό ναό νά προφυλασσόμεθα. Ἀλλά «ἑνός ἐστί χρεία», καί αὐτό τό ἕνα εἶναι ἡ ψυχή μας. Ἄν ἀφήσουμε τήν ψυχή μας καί φροντίσουμε μόνο τό σῶμα, θά ἀκούσουμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος. Θά πρέπει νά φροντίζουμε τήν ψυχή μας, γιά νά μήν πεθάνουμε αἰώνια. Νά ζήσουμε σέ αὐτή τή ζωή, ὅλα αὐτά τά χρόνια πού μᾶς δίδει ὁ Θεός, καί νά τά ζήσουμε φροντίζοντας τήν ὑγεία μας, ἀλλά πάνω ἀπό ὅλα εἶναι ἡ ψυχική ὑγεία. Γι᾽ αὐτό ἄς ἀκολουθήσουμε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας.

 

 

Η 19η Μαΐου αποτελεί μια άκρως σημαντική επέτειο για ολόκληρο τον ελληνισμό, Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, όπως αυτή καθιερώθηκε το 1994 με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων.

Στις 19 Μαΐου 1919, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου και δρομολόγησε τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο του απελευθερωτικού αγώνα των Τούρκων κατά των Δυτικών Συμμάχων (Αγγλογάλλων, Ιταλών και Ελλήνων), που κατείχαν εδάφη της Μικράς Ασίας.

 

Από ένα σύνολο 750.000 περίπου Ελληνοποντίων, υπολογίζονται σε 200.000 έως 350.000 εκείνοι που εξολοθρεύτηκαν από τους Νεοτούρκους κατά την περίοδο 1916-1923.

 


Το ιστορικό υπόβαθρο

 

Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων, το 1915, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοποντίους, το εκλεκτό τμήμα του ελληνισμού που ζούσε στο βόρειο τμήμα της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

 

Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν είχε αλλοιώσει το φρόνημα και την ελληνική συνείδηση των κατοίκων της εν λόγω περιοχής, παρότι αυτοί ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό.

 

Οι Ελληνοπόντιοι, μολονότι αποτελούσαν μειονότητα (περί το 40% του πληθυσμού), είχαν καταφέρει να κυριαρχήσουν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.

 

Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και πνευματική τους άνοδο.

 

Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ού αιώνα άγγιζαν πλέον τις 700.000.

 

Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1.400, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.

 

Εκτός από σχολεία, οι Ελληνοπόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο.

 


Το κίνημα των Νεοτούρκων

 

Το 1908 ήταν μια χρονιά-ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 

Τη χρονιά εκείνη εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεοτούρκων, που έθεσε στο περιθώριο το σουλτάνο.

 

Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 

Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν.

 

Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το Κρητικό Ζήτημα, δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.

 


Διωγμοί και εκτοπισμοί – Τα «Τάγματα Εργασίας»

 

Οι Τούρκοι, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους», προέβησαν στον εκτοπισμό ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα μέσω των λεγομένων «Ταγμάτων Εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»).

 

Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό.

 

Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες.

 

Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.

 

Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν.

 

Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων, το 1915, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοποντίους.

 

Ό,τι δεν είχε καταφέρει ο σουλτάνος σε 5 αιώνες, το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια.

 

Το 1919 οι Έλληνες, μαζί με τους Αρμενίους και με την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου, προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος.

 

Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».

 


Η «τελική λύση» – Η δεύτερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας

 

Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του.

 

Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τις 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.

 

Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα.

 

Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρεια Ελλάδα.

 

Η Βουλή των Ελλήνων αποφάσισε ομοφώνως στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου

Πραγματοποιήθηκαν σήμερα, Κυριακή 24 Μαΐου, οι εκδηλώσεις μνήμης της Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου της Περιφερειακής Ενότητας Ημαθίας και της Ευξείνου Λέσχης Ποντίων Νάουσας - Εθνικής

Alexandriamou.gr
Δημοσιογραφική Ενημερωτική Ηλεκτρονική Εφημερίδα
Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας