Αριστουργηματικές παραδοσιακές φορεσιές και μάσκες, μουσική και χορός που διαρκούν μέρες ολόκληρες και ένα τελετουργικό που κρατάει αιώνες, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δρώμενου.
Ο Γενίτσαρος, ντυμένος από το βράδυ παλαιότερα και από νωρίς το πρωί σήμερα, περιμένει να ακούσει τον λυπητερό ήχο του ζουρνά και του νταουλιού από τους οργανοπαίκτες του μπουλουκιού που πλησιάζει για να τον πάρει από το σπίτι του.
«Γεια σας! Φεύγω στο βουνό με τους Γιανιτσαραίους, δεν θα με ξαναδείτε», αποχαιρετά τους οικείους του και όσους τον βοήθησαν να ετοιμαστεί και ενώνεται με τους υπολοίπους.
Υστερα, πιασμένοι δυο-δυο κινούν για τον επόμενο ή την επόμενη.
Το ίδιο και η Μπούλα, μια γυναικεία μορφή ντυμένη νύφη, περιμένει έτοιμη στο σπίτι της.
Κι όταν το μπουλούκι πλησιάζει, φιλάει όλων τα χέρια και συγχρόνως μαζεύει χρήματα, τα οποία παλαιότερα γίνονταν μπαρουτόβολα και τροφές για το ξεχειμώνιασμα όσων ήταν στο βουνό και πολεμούσαν.
Ενας έρανος που γίνεται από την Μπούλα όλη μέρα.
Λέγεται, μάλιστα, ότι τα παλιά τα χρόνια δώριζαν ακόμη και οι Τούρκοι, χωρίς να γνωρίζουν βέβαια πού πήγαιναν τα χρήματά τους. Οι Μπούλες είναι μια-δυο στο μπουλούκι των Γενιτσαραίων και αποκαλούνται μεταξύ τους συννυφάδες.
Οταν ολοκληρώνεται το μάζεμα, όλοι μαζί κινούν για το Δημαρχείο, το Κονάκι του Μουντίρη (διοικητή) στα χρόνια της τουρκοκρατίας, και στη συνέχεια γυρίζουν χορεύοντας και τραγουδώντας στις γειτονιές της πόλης.
Αυτό επαναλαμβάνεται τη δεύτερη και την τρίτη και τελευταία Κυριακή της Αποκριάς,
ενώ την Καθαρά Δευτέρα το γλέντι αρχίζει από το πρωί και ολοκληρώνεται αργά το βράδυ.
Μετά τον τελευταίο χορό, στο κέντρο της πόλης, φτάνει και η ώρα του χωρισμού. «Ο,τι είπαμε και δεν είπαμε εδώ να μείνει», λένε μεταξύ τους και συγχωριούνται για τυχόν μικροπαρεξηγήσεις που δημιουργήθηκαν αυτές τις μέρες και κατόπιν, αφού πάρουν και πάλι χέρι από τον πιο μεγάλο μέχρι τον πιο μικρό και όσους από τους πολίτες παρευρίσκονται, φεύγουν για τα σπίτια τους.