Έχουμε μείνει κολλημένοι σε όλα τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης, σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα. Έχουμε ακούσει οποιονδήποτε πήρε το βήμα κι αποφάσισε να μιλήσει για μας… χωρίς εμάς. Και περιμένουμε.
GREXIT , Χρεωκοπία ή όπως αλλιώς θέλουν να το λένε.
Γίναμε οικονομολόγοι, διεθνολόγοι, αναλυτές. Ίσως και λίγο μάντες.
Ίσως και πολύ δυστυχισμένοι, στην προσπάθεια μας να μαντέψουμε το μέλλον μας.
Μέσα ή έξω; Άσπρο ή μαύρο;
Και δεν περνά και κανένα καράβι με μεσίστια σημαία να πάρουμε σήμα.
Είμαστε με το ένα πόδι στο κενό και τα μάτια στα σκοτάδια. Και κανείς δεν μπορεί να μας απαντήσει με απαρασάλευτη βεβαιότητα αν αύριο θα είμαστε στην Ευρώπη…
Άδειασαν τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Άδειασαν και οι λογαριασμοί στην τράπεζα.
Όσοι, δηλαδή, είχαν ακόμη κάτι ψίχουλα που τους έδιναν λόγο ύπαρξης.
Κι όλοι αναρωτιούνται. Και νιώθουν ανασφάλεια. Και φοβούνται.
Φοβούνται αυτό το άγνωστο που ίπταται πάνω από τα κεφάλια μας. Εκείνο το «αύριο» που δεν ξέρουμε τι θα φέρει.
Κι όσο εμείς στρέφουμε τα μάτια στους ευρωπαίους εταίρους και τους εγχώριους διαπραγματευτές, σε κυβερνήσεις, αντιπολιτεύσεις και δελφίνους, χάνουμε άλλα. Σημαντικά.
Τα σημαντικά.
200.000 νέοι έφυγαν από τη χώρα μας και δε θέλουν να ξαναγυρίσουν. Λόγω κρίσης κι αναξιοκρατίας.
Κι αν αυτό το ποσοστό δε μας συγκινεί, να αναφέρουμε μήπως τα ποσοστά της ανεργίας; Των οικογενειών που τελούν υπό πλήρη ανέχεια;
«Κάνω delivery χωρίς να πάρω χρήματα», μου είπε χθες ένας φίλος μαγαζάτορας.
«Αφού πεινάνε και το ξέρω. Δε μου πάει η καρδιά να αρνηθώ».
Το «γράψ’ τα» και θα περάσω στο τέλος του μηνός ήρθε ξανά στη ζωή μας. Κι αυτό το τέλος του μηνός μπορεί να μην έρθει και ποτέ. Και τα χρωστούμενα να αυξάνονται στα μπακαλοτέφτερα. Για μια φρατζόλα ψωμί, ένα πακέτο μακαρόνια.
Κόβουν νερά, ρεύματα, τηλέφωνα.
Μα πάνω από όλα κόβουν τον αέρα. Την όρεξη για ζωή.
Απελπισία, φόβος κι ανασφάλεια. Δεν το λες ζωή αυτό αλλά υποκατάστατο της. Νομίζουμε πως ζούμε.
Ξυπνάμε μηχανικά, ανασαίνουμε, ανοίγουμε την τηλεόραση με πανικό, αγχωνόμαστε, πηγαίνουμε στη δουλειά, αν μας έχει μείνει. Μετράμε τα ψιλά στην τσέπη για να δούμε αν φτάνει για ψωμί και τρέμουμε για τον επόμενο λογαριασμό.
Μα πάνω από όλα τρέμουμε για το «αύριο».
Την πτώχευση, την επιστροφή στη δραχμή, τις συνέπειες.
Γαμώτο, δηλαδή!
Σήκωσε το κεφάλι, Έλληνα!
Σήκωσε το με υπερηφάνεια κι ας πεινάς. Κι εγώ πεινώ.
Κι ας έχεις τρύπιο παπούτσι, ας φοβάσαι. Κι εγώ φοβάμαι.
Ας τρέμεις εκείνο το αύριο που σε έκαναν να τρέμεις. Κι εγώ τρέμω.
Ότι κι αν γίνει αύριο, θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε.
Να γατζωνόμαστε με πάθος στους βράχους και να σκαρφαλώνουμε. Όπου κι αν μας ρίξουν, θα ματώσουμε αλλά θα σκαρφαλώσουμε.
Γιατί μπορούμε. Γιατί έτσι είναι η στόφα μας.
Ηρωική.
Πάντα ήταν κι ας το ξεχνούσαμε. Κι ας τα ξεχνάμε…
Κι αν αυτό μες τη μαυρίλα που ζούμε φαίνεται ανεδαφικό και υπεραισιόδοξο, εγώ θα απαντήσω με το στίχο του ποιητή.
Εκείνου του προφήτη Μίλτου Σαχτούρη που χρόνια πίσω έγραψε για τα δεινά μας.
Τα αλλοτινά, τα τωρινά, τα μελλοντικά.
Κύκλος άλλωστε η ζωή. Κύκλος και τα ζόρια.
Η μόνη σταθερή αξία ήταν και θα πρέπει πάντα να είναι οι άνθρωποι. Η κινητήρια δύναμη του κόσμου.
Οι άνθρωποι που τους κρατούν γερά στο χώμα, για να ξεχνούν τις ρίζες τους. Να ξεχνούν πως είναι κληρονόμοι πουλιών. Και πως πρέπει ως γνήσιοι απόγονοι να γίνονται αντάξιοι της καταγωγής τους.
Γι’ αυτό να θυμάσαι Έλληνα πως είμαστε καμωμένοι από πουλιά. Κι εσύ κι εγώ…
«εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω.»
Θα πετάξεις μαζί μου, τι λες;
Της Στεύης Τσούτση.