ο όγκος τους ξεπερνά το 35% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων.
Βασικός άξονας της νέας στρατηγικής θα είναι η προστασία της πρώτης κατοικίας αποκλειστικά για όσους έχουν προφανή αδυναμία εκπλήρωσης των δανειακών τους υποχρεώσεων, με αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, εισάγοντας παράλληλα νέα εργαλεία για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και απελευθερώνοντας τη διαδικασία των πλειστηριασμών για όσους δανειολήπτες δεν εμπίπτουν στο νέο αυστηρό πλαίσιο προστασίας, αναφέρει η «Καθημερινή»,.
Στρατηγική
Η νέα στρατηγική, όπως περιγράφεται με σαφήνεια στο μνημόνιο, δεν αποκλείει τις διαγραφές δανείων. Προβλέπει ωστόσο την ύπαρξη αυστηρών προϋποθέσεων και θα εφαρμοστεί μόνο σε όσες περιπτώσεις δανειοληπτών δεν έχουν καμία δυνατότητα στο μέλλον να αποκαταστήσουν ένα ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος που θα τους επιτρέπει την αποπληρωμή της οφειλής τους.
Η άποψη που φαίνεται ότι θα επικρατήσει σε ό,τι αφορά τους πλειστηριασμούς είναι πως το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, που υπάρχει με τον νόμο 3869 -γνωστό ως νόμο Κατσέλη-, είναι επαρκές και όσοι επιθυμούν την ελάχιστη προστασία μπορούν να ενταχθούν στο νόμο. Ηδη οι αιτήσεις έχουν ξεπεράσει τις 130.000 και οι πρόσφατες αλλαγές στον νόμο σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των διαδικασιών για την εκδίκαση των υποθέσεων εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε μια πιο ουσιαστικά και αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου.
Οι τράπεζες προετοιμάζονται, ήδη για την επομένη των εκλογών, με νέα εργαλεία, αλλά και συνεργασίες με εξειδικευμένες εταιρείες που θα εντάξουν στην αγορά νέες πρακτικές, όπως η δυνατότητα μεταβίβασης του ακινήτου στην τράπεζα ή πώλησής τους σε τρίτο, η διαμονή στο ακίνητο έναντι ενοικίου κ.ά. Τα εργαλεία αυτά έχουν περιγραφεί στον κώδικα δεοντολογίας που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος και έχει μείνει μέχρι σήμερα ανενεργός, αλλά αναμένεται να αναθεωρηθεί και να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή τους επόμενους μήνες. Μεταξύ των νέων εργαλείων για τη ρύθμιση δανείων είναι και τα προϊόντα που διαχωρίζουν ένα μέρος του κεφαλαίου, μεταθέτοντας την αποπληρωμή του ύστερα από πέντε ή ακόμη και περισσότερα χρόνια.
Η διόγκωση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων έχει οδηγήσει σε πενταπλασιασμό των προβλέψεων που έχουν κάνει οι τράπεζες τα τελευταία επτά χρόνια, από τα 8 δισ. ευρώ στα 41,1 δισ. ευρώ έως και τον Ιούλιο του 2015, χωρίς σε αυτές να περιλαμβάνονται οι διαγραφές δανείων που έχουν ξεπεράσει τα 8,6 δισ. ευρώ.
Η νέα στρατηγική που, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του μνημονίου, θα έπρεπε να είχε ήδη εκπονηθεί έως τα τέλη Αυγούστου, αλλά παρατάθηκε λόγω εκλογών, θα πρέπει να αντιμετωπίζει δραστικά το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, τα οποία εκτινάχθηκαν εκ νέου το πρώτο εξάμηνο του έτους. Αιτία υπήρξε το γεγονός ότι αρκετοί ήταν εκείνοι που αθέτησαν τις υποχρεώσεις τους, υιοθετώντας φρούδες προσδοκίες για γενναίες διαγραφές δανείων, μια τάση που ανακόπηκε το τρίτο τρίμηνο του έτους, επαναφέροντας το ενδιαφέρον για ρυθμίσεις δανείων.
Ανακεφαλαιοποίηση
η επικεφαλής του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (Single Resolution Board - SRB) Ελκε Κένιγκ σημείωσε ότι η επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών αποτελεί μια ειδική περίπτωση και δεν πρέπει να θεωρείται μοντέλο για μελλοντικές διασώσεις τραπεζών. Σημείωσε ότι οι ελληνικές τράπεζες έπεσαν θύμα «ομηρίας» από μια υπερχρεωμένη κυβέρνηση, προσθέτοντας ότι η νέα κοινοτική οδηγία για την εξυγίανση τραπεζών, η BRRD, έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίζει προβλήματα μεμονωμένων τραπεζών και όχι γενικευμένων τραπεζικών κρίσεων. Σε ό,τι αφορά τους κατόχους ομολόγων ελληνικών τραπεζών, σημείωσε ότι το πιθανότερο είναι να υποστούν μια απομείωση (bail in).
Σύμφωνα με ανάλυση της JP Morgan, η ανακεφαλαιοποίηση των εγχώριων τραπεζών θα πραγματοποιηθεί με ένα συνδυασμό ιδιωτικών κεφαλαίων, με τα οποία θα καλυφθούν οι κεφαλαιακές ανάγκες που θα προκύψουν από το βασικό σενάριο και κεφάλαια από το πρόγραμμα διάσωσης, για να καλυφθούν οι υπόλοιπες κεφαλαιακές ανάγκες που θα προκύψουν από το δυσμενές σενάριο. Η JP Morgan εκτιμά τις συνολικές κεφαλαιακές ανάγκες σε 15 δισ. ευρώ, ενώ η συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών υπολογίζεται σε 4 δισ. ευρώ.