Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2022 μπορούν οι ασφαλισμένοι στο δημόσιο να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα, καθώς από 1 Ιανουαρίου 2023 κλείνει οριστικά, η πόρτα εξόδου πριν τα 62 με μειωμένη σύνταξη.

Το οριστικό τέλος στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις στο δημόσιο βάζει διάταξη που περιλαμβάνεται στο μίνι ασφαλιστικό σχέδιο νόμου, το οποίο αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή άμεσα.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι που θεμελίωσαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι και 31 Δεκεμβρίου του 2012, δηλαδή συμπληρώνουν έως τότε 25ετία, θα συνεχίσουν να έχουν μέχρι και 31 Δεκεμβρίου του 2022 το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν με μειωμένη σύνταξη, σύμφωνα με τα όρια ηλικίας που εφαρμόζονταν για αυτές τις κατηγορίες το 2021.

Αν και το περιθώριο χρόνου φαίνεται μικρό, η διάταξη ορίζει ρητά ότι όσοι από τους δημοσίους υπαλλήλους «πιάνουν» τα μειωμένα όρια εντός του τρέχοντος έτους, δεν χρειάζεται να βιαστούν, θα μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους για πρόωρη συνταξιοδότηση οποτεδήποτε, ακόμη και από την 1η Ιανουαρίου του 2023 και μετά.

Η σχετική διάταξη του υπουργείου Εργασίας αφορά τόσο τους δημοσίους υπαλλήλους που είχαν ήδη υποβάλει αιτήσεις και αυτές είχαν «μπλοκαριστεί» από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, όσο και εκείνους που προλαβαίνουν να συμπληρώσουν το απαιτούμενο όριο ηλικίας έως το τέλος του έτους και να υποβάλουν αίτηση συνταξιοδότησης.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι όσοι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν θεμελιώσει δικαίωμα πλήρους σύνταξης το διάστημα μεταξύ 2010 και 2012, δηλαδή είχαν κατά κανόνα ήδη 25 χρόνια συμπληρωμένης υπηρεσίας, διατηρούν το δικαίωμα για λήψη μειωμένης σύνταξης εντός του 2022, σε ηλικία έως και 60 ετών, με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος του ασφαλιστικού νόμου 4336.

Πρόκειται για τον νόμο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2015 και αύξησε τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, κλείνοντας σταδιακά όλες τις πόρτες για πρόωρη συνταξιοδότηση πριν από τα 62 έτη.

Αυτό σημαίνει ότι δημόσιος υπάλληλος που είχε συμπληρώσει 25 έτη υπηρεσίας για παράδειγμα το 2011, ή τυχόν άλλο χρονικό όριο για τη θεμελίωση δικαιώματος πλήρους σύνταξης που ισχύει για ειδικές κατηγορίες ασφαλισμένων στο Δημόσιο, και εξακολουθεί να υπηρετεί από τότε, εφόσον με βάση τη νομοθεσία που ίσχυε πριν από το 2015 δικαιούται να λάβει μειωμένη σύνταξη το 2022, θεμελιώνει αυτό το δικαίωμά του και μπορεί να το ασκήσει οποτεδήποτε (ακόμη και μετά το 2022).

Στον αντίποδα, δημόσιος υπάλληλος που είχε συμπληρώσει 25 έτη υπηρεσίας για παράδειγμα το 2011 και, με βάση τη νομοθεσία που ίσχυε πριν από το 2015, δεν δικαιούται μειωμένη σύνταξη το έτος 2022, γιατί δεν έχει το απαιτούμενο όριο ηλικίας (56, 58 ή 60 κατά περίπτωση). Στην περίπτωση αυτή, ο δημόσιος υπάλληλος θα δικαιούται μειωμένη σύνταξη μόλις συμπληρώσει τα 62 έτη της ηλικίας τους.

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι αλλαγές αυτές αφορούν μόνο τα ηλικιακά όρια των μειωμένων συντάξεων στο Δημόσιο και όχι τις περιπτώσεις πλήρων συντάξεων μητέρων ή πατέρων ανηλίκων κ.λπ.

Πιο συγκεκριμένα, αφορούν τις γυναίκες με 25ετία το 2010, 2011 και 2012, που συνταξιοδοτούνταν αντίστοιχα στο 55ο, 56ο και 58ο έτος με μειωμένη σύνταξη. Το 56ο και 58ο έτος ισχύει και για τους άνδρες με 25ετία το 2011 και 2012. Τα ηλικιακά αυτά όρια, με σχετική εγκύκλιο, είχαν διατηρηθεί και δεν είχαν μεταβληθεί καθώς δεν περιλήφθηκαν στις μεγάλες αυξήσεις των ηλικιακών ορίων που συντελέστηκαν τον Αύγουστο του 2015 (ν. 4336/2015).

Την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης έως 7 χρόνια, για ορισμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων προβλέπει διάταξη που θα περιληφθεί στο μίνι ασφαλιστικό νομοσχέδιο που καταθέτει προσεχώς στη Βουλή το υπουργείο Εργασίας.

 

Από την 1η Ιανουαρίου 2023 κλείνει το «παράθυρο» της πρόωρης συνταξιοδότησης και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, ανεξαιρέτως πάνε στα 62 έτη.

 

Η υπόθεση αφορά την ισχύουσα ρύθμιση η οποία προβλέπει την καταβολή πρόωρης σύνταξης σε όσους είχαν συμπληρώσει 25ετία την περίοδο 2010 – 2012.

 

Έτσι έδινε το δικαίωμα συνταξιοδότησης, σε δημοσίους υπαλλήλους που, ενώ είχαν συμπληρώσει 25 χρόνια στην τριετία 2010-2012, να συνταξιοδοτηθούν στα 69 έτη ή ακόμα και στην ηλικία των 55-58 ετών. Αναλυτικότερα, η διάταξη προέβλεπε:

 

Γυναίκες που είχαν συμπληρώσει 25αετία το 2010. Με τις ισχύουσες διατάξεις θα μπορούσαν να αποχωρήσουν από την υπηρεσία τους, 55 ετών.
Άνδρες που είχαν συμπληρώσει 25αετία το 2010. Η αποχώρηση από την εργασία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε ηλικία 60 ετών.
Γυναίκες και άνδρες που είχαν συμπληρώσει 25αετία το 2011. Σε αυτή την περίπτωση, το όριο συνταξιοδότησης ήταν τα 56 έτη.
Γυναίκες και άνδρες που είχαν συμπληρώσει 25αετία το 2012. Σε αυτή την περίπτωση, το όριο συνταξιοδότησης ανερχόταν στα 58 έτη.

 

Ωστόσο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αποφάνθηκε κατά της πρόωρης συνταξιοδότησης από το 55ο έως το 60ο έτος ηλικίας, για όσους έχουν επιλέξει να αποχωρήσουν από την εργασία τους, μετά την 1η/1/2022.

 

Στην απόφασή του, μάλιστα, το ΝΣΚ, σημειώνει πως η βάση για μειωμένη σύνταξη οριοθετείται στο 62ο έτος ηλικίας, όπως έχει καθοριστεί από νομοθετικές παρεμβάσεις, ήδη από το 2015.

 

Η απόλυτη εφαρμογή της απόφαση του ΝΣΚ, θα δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα σε όσους υπολόγισαν να συνταξιοδοτηθούν εντός του 2022 και φυσικά από το 2023 και μετά, καθώς αυξάνονται τα όρια ηλικίας έως και 7 χρόνια.


Η νέα διάταξη

 

Η διάταξη που θα ενσωματώνεται στο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, θα προβλέπει, απλά ότι πρόωρη σύνταξη, θα λάβουν μόνο όσοι προλάβουν φέτος. Οι υπόλοιποι θα συνταξιοδοτηθούν με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας τους.


Ειδικότερα θα προβλέπει τα ακόλουθα:

 

Οι δημόσιοι υπάλληλοι που θεμελίωσαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι και 31/12/2012, δηλαδή συμπλήρωσαν έως τότε 25ετία, θα συνεχίσουν να έχουν μέχρι και 31/12/2022 το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν με μειωμένη σύνταξη με βάση τα όρια ηλικίας που εφαρμόζονταν γι’ αυτές τις κατηγορίες μέχρι και 31/12/2021.
Οι υπάλληλοι που συμπληρώνουν τα όρια έως και 31/12/2022, θα μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους για πρόωρη συνταξιοδότηση οποτεδήποτε και μετά την 1η/1/ 2023. Αυτό θα προβλέπεται για να αποτραπεί μαζικό κύμα εξόδου, πλην όμως, μετά και την ανατροπή του υφιστάμενου καθεστώτος, από την απόφαση του ΝΣΚ, δύσκολα θα ρισκάρουν την παραμονή τους στην υπηρεσία, αφού μπορεί το καθεστώς να ανατραπεί στη συνέχεια.

 

Οι υπάλληλοι, οι οποίοι δεν θα συμπληρώσουν μέχρι και 31/12/2022, το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση με μειωμένη σύνταξη, τότε γι΄ αυτούς το ηλικιακό όριο αυξάνεται στα 62 έτη, από την 1η Ιανουαρίου 2023 και μετά.

 

Εξισώνεται έτσι το όριο ηλικίας με τα ισχύοντα για τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους και για τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα.

Περίπου 2.500.000 μισθωτοί και συνταξιούχοι θα δουν τους πρώτους μήνες του 2020 αυξήσεις στα καθαρά ποσά των μηνιαίων αποδοχών τους, καθώς από το νέο έτος ο υπολογισμός της μηνιαίας παρακράτησης φόρου εισοδήματος επί των μισθών και των συντάξεων θα γίνεται με βάση τη νέα ευνοϊκότερη φορολογική κλίμακα που προβλέπει το πρόσφατα ψηφισθέν από τη Βουλή φορολογικό νομοσχέδιο.

Όπως αναφέρει η εφημερίδα “ Ελεύθερος Τύπος” στη νέα αυτή κλίμακα ο κατώτατος συντελεστής φόρου έχει μειωθεί σημαντικά, από το 22% στο 9%, και ταυτόχρονα η βασική ετήσια έκπτωση φόρου έχει μειωθεί από τα 1.900 ευρώ στα 777 ευρώ, ώστε το βασικό αφορολόγητο όριο να διατηρηθεί στα 8.636 ευρώ. Παράλληλα, έχουν ενσωματωθεί πρόσθετες ετήσιες εκπτώσεις φόρου από 33 έως 220 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο τέκνο, που ισοδυναμούν με αφορολόγητα όρια εισοδήματος προσαυξημένα κατά 364 ευρώ για το πρώτο τέκνο και κατά 1.000 ευρώ για κάθε επόμενο τέκνο μισθωτού και συνταξιούχου.

Επιπλέον, οι συντελεστές φόρου στα κλιμάκια ετησίου εισοδήματος άνω των 20.000 ευρώ έχουν μειωθεί κατά μία ποσοστιαία μονάδα.

Τα αναδρομικά

Παρά το γεγονός ότι η νέα κλίμακα ισχύει από την 1η-1-2020, ο υπολογισμός της μηνιαίας παρακράτησης φόρου εισοδήματος επί των μισθών του Δημοσίου και επί των συντάξεων του μηνός Ιανουαρίου θα γίνει με την παλαιά κλίμακα!

Ο λόγος είναι ότι το πρόσφατα ψηφισθέν νομοσχέδιο δεν είχε δημοσιευθεί μέχρι χθες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ως εκ τούτου η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων δεν είχε τη δυνατότητα να προλάβει να συντάξει, να εκδώσει και να αποστείλει άμεσα την εγκύκλιο για την εφαρμογή της νέας κλίμακας. Εν τω μεταξύ, όμως, στα μηχανογραφικά συστήματα εκκαθάρισης αποδοχών των δημοσίων υπηρεσιών και στο μηχανογραφικό σύστημα εκκαθάρισης συντάξεων της ΗΔΙΚΑ οι διαδικασίες προσδιορισμού των καθαρών ποσών μισθών και συντάξεων που πρέπει να αποδοθούν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων για τον μήνα Ιανουάριο του 2020 έχουν ήδη ολοκληρωθεί, καθώς οι πληρωμές των αποδοχών αυτών για τον πρώτο μήνα του νέου έτους έχουν προγραμματιστεί να πραγματοποιηθούν το αργότερο έως τις 20 Δεκεμβρίου. Εκ των πραγμάτων, δηλαδή, ήταν αδύνατο στις αρμόδιες υπηρεσίες εκκαθάρισης αποδοχών να προλάβουν την ενσωμάτωση στα μηχανογραφικά τους συστήματα του νέου τρόπου υπολογισμού της μηνιαίας παρακράτησης φόρου εισοδήματος βάσει της καινούργιας ευνοϊκότερης φορολογικής κλίμακας την οποία καθιερώνει το ψηφισθέν νομοσχέδιο.

Ως εκ τούτου η μηνιαία παρακράτηση φόρου εισοδήματος επί των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων για το 1ο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2020 και επί του συνόλου των συντάξεων του Ιανουαρίου 2020 θα υπολογιστεί και πάλι με τη φορολογική κλίμακα η οποία ισχύει μέχρι τις 31-12-2019. Συνεπώς, οι μειώσεις στη μηνιαία παρακράτηση φόρου εισοδήματος που προκαλεί η νέα κλίμακα δεν θα γίνουν αντιληπτές στους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους με τα ποσά αποδοχών που θα λάβουν εντός του Δεκεμβρίου για τον μήνα Ιανουάριο, αλλά έναν μήνα αργότερα και αναδρομικά από την 1η-1-2020 με τις αποδοχές του μηνός Φεβρουαρίου 2020.

Οι αλλαγές

Με το φορολογικό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή επέρχονται οι παρακάτω αλλαγές στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των μισθωτών και συνταξιούχων:

1.Καθιέρωση εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή μειωμένου από 22% στο 9% για τα πρώτα 10.000 ευρώ του ετήσιου εισοδήματος.

2.Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του ετήσιο εισοδήματος από τα 20.0001 έως τα 30.000 ευρώ από το 29% στο 28%.

3. Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του ετήσιου εισοδήματος από τα 30.0001 ευρώ έως τα 40.000 ευρώ από το 37% στο 36%.

4. Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του εισοδήματος πάνω από το 45% στο 44%.

5. Μείωση της ετήσιας έκπτωσης φόρου εισοδήματος ως εξής:

- από 1.900 σε 777 ευρώ για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα

- από 1950 σε 810 ευρώ για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο με 1 εξαρτώμενο τέκνο

-από 2000 σε 900 ευρώ για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο με 2 εξαρτώμενα τέκνα

-από 2.100 σε 1.120 ευρώ για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο με 3 εξαρτώμενα τέκνα

-από 2.100 σε 1.340 για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο με 4 εξαρτώμενα τέκνα

-από 2.100 σε 1.560 ευρώ για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο με 5 εξαρτώμενα τέκνα

-από 2.100 σε 1.780 ευρώ για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο με 6 εξαρτώμενα τέκνα

-από 2.100 σε 2.000 ευρώ για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο με 7 εξαρτώμενα τέκνα.

6. Περιορισμός της ισχύουσας κατά περίπτωση έκπτωσης φόρου των 777-1340 ευρώ κατά 20 ευρώ για κάθε 1.000 ευρώ ετησίου εισοδήματος πάνω από τα 12.000 ευρώ για τους μισθωτούς και συνταξιούχους χωρίς εξαρτώμενα τέκνα ή με 1 έως 4 εξαρτώμενα τέκνα.

Οι κρατήσεις

Η νέα αναμορφωμένη φορολογική κλίμακα θα λαμβάνεται υπόψη, όπως αναφέρει η εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος", για τον υπολογισμό των μηναίων κρατήσεων φόρου εισοδήματος επί των μισθών και των συντάξεων που θα καταβάλλονται από το 2020.

Υπολογίζεται ότι το νέο έτος οι κρατήσεις αυτές θα μειωθούν για περίπου 2.500.000 μισθωτούς και συνταξιούχους με ετήσια εισοδήματα άνω των 8.636 ευρώ.

Επιπλέον επισημαίνεται πως οι μειώσεις στις κρατήσεις φόρου θα προκαλέσουν ισόποσες αυξήσεις στα καθαρά ποσά των μηναίων αποδοχών.

enikonomia.gr

Οι σύμβουλοι Επικρατείας «έκλεισαν οριστικά την πόρτα» στους δημοσίους υπαλλήλους ως προς τη  χορήγηση δώρων-επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειάς τους (13ος και 14ος μισθός), αφήνοντας στην άκρη τις αποφάσεις του Μισθοδικείου και ειδικά τις τελευταίες για τις μισθολογικές ωριμάνσεις και τα χρονοεπιδόματα των δικαστών και εισαγγελέων, όπως έλεγαν δικηγόροι, οι οποίοι κάνουν λόγο, με νόημα, για δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων που κυμαίνεται από τα 780 ευρώ έως και 1.092 ευρώ, ακόμη και μετά την κατάργηση των τριών επίμαχων επιδομάτων, εξασφαλίζει «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο» και η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού ήταν αναγκαία σύμφωνα με τα δημοσιονομικά δεδομένα.

Από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά πλειοψηφία και αφού αντικαταστάθηκαν εισηγητές και τακτικά μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου με αναπληρωματικά μέλη (με δικαίωμα ψήφου), αναστράφηκαν κατά 180 μοίρες οι θετικές για τους δημοσίους υπαλλήλους αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ, που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012.

Υπενθυμίζεται ότι το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι η κατάργηση των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Τώρα η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητές οι σύμβουλοι Επικρατείας, Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης (αρχικά εισηγήτρια ήταν η Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) με μια σειρά αποφάσεων της (1307-1316/2019) έκρινε κατά πλειοψηφία (μειοψήφησαν 2 αντιπρόεδροι και 4 σύμβουλοι Επικρατείας), μεταξύ των άλλων, ότι η κατάργηση των τριών επιδομάτων, «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».

Περαιτέρω, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου», ο νομοθέτης «είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει:

α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011,

β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα)».
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο».

Επιπλέον, σημειώνουν οι δικαστές του ΣτΕ, «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».

Οι σύμβουλοι Επικρατείας «έκλεισαν οριστικά την πόρτα» στους δημοσίους υπαλλήλους ως προς τη  χορήγηση δώρων-επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειάς τους (13ος και 14ος μισθός), αφήνοντας στην άκρη τις αποφάσεις του Μισθοδικείου και ειδικά τις τελευταίες για τις μισθολογικές ωριμάνσεις και τα χρονοεπιδόματα των δικαστών και εισαγγελέων, όπως έλεγαν δικηγόροι, οι οποίοι κάνουν λόγο, με νόημα, για δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων που κυμαίνεται από τα 780 ευρώ έως και 1.092 ευρώ, ακόμη και μετά την κατάργηση των τριών επίμαχων επιδομάτων, εξασφαλίζει «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο» και η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού ήταν αναγκαία σύμφωνα με τα δημοσιονομικά δεδομένα.

Από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά πλειοψηφία και αφού αντικαταστάθηκαν εισηγητές και τακτικά μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου με αναπληρωματικά μέλη (με δικαίωμα ψήφου), αναστράφηκαν κατά 180 μοίρες οι θετικές για τους δημοσίους υπαλλήλους αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ, που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012.

Υπενθυμίζεται ότι το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι η κατάργηση των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Τώρα η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητές οι σύμβουλοι Επικρατείας, Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης (αρχικά εισηγήτρια ήταν η Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) με μια σειρά αποφάσεων της (1307-1316/2019) έκρινε κατά πλειοψηφία (μειοψήφησαν 2 αντιπρόεδροι και 4 σύμβουλοι Επικρατείας), μεταξύ των άλλων, ότι η κατάργηση των τριών επιδομάτων, «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».

Περαιτέρω, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου», ο νομοθέτης «είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει:

α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011,

β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα)».
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο».

Επιπλέον, σημειώνουν οι δικαστές του ΣτΕ, «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».

Βασικές σκέψεις των αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ

Μερικές από τις βασικές σκέψεις των αποφάσεων του ΣτΕ έχουν ως εξής:

«Με τις παραπάνω αποφάσεις της, εκδοθείσες κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010 (Α΄213), η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε επί του το ζητήματος της αντίθεσης ή μη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5, 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ της διάταξης της περίπτωσης 1, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία επήλθε πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για τους υπαλλήλους του Δημοσίου,.

Το Δικαστήριο, υπενθύμισε, αρχικώς, την παγιωθείσα πλέον νομολογία του, κατά την οποία από τον συνδυασμό των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, άρθρο 79 παρ. 1, 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και την αξίωση του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, από τις οποίες συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων, από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών. Επίσης, υπενθύμισε την ευχέρεια του νομοθέτη, κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και της δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή, την ευχέρεια δε αυτή σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής αναγνωρίζει και το ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Προσέθεσε, όμως, ότι στις περιπτώσεις αυτές, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει.

Ακολούθως, το Δικαστήριο προέβη α) στην επισκόπηση της εξέλιξης του θεσμού των επιδομάτων εορτών και αδείας διαχρονικά τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, β) στην παράθεση των κανόνων του πρωτογενούς και παραγώγου ενωσιακού δικαίου σχετικά με την υποχρέωση των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και γ) στα μέτρα περιστολής του μισθολογικού κόστους που ελήφθησαν από τον εθνικό νομοθέτη στο πλαίσιο τόσο της διαδικασίας διαπίστωσης και διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και της υλοποίησης των πολιτικών του πρώτου μνημονίου συνεργασίας (ν. 3845/2010), στα οποία (μέτρα) περιλαμβανόταν η περικοπή των ως άνω επιδομάτων, όσο και της διαδικασίας υλοποίησης των συμφωνηθέντων με το δεύτερο μνημόνιο συνεργασίας (ν. 4046/2012), στην οποία εντάσσεται η επίμαχη κατάργηση των ίδιων επιδομάτων. Συναφώς, υπενθύμισε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν στην αρχή της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ενόψει της εκτίμησης του νομοθέτη ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας, δεν παρίσταντο, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, ούτε μη αναγκαία, για την αποτροπή του ως άνω κινδύνου.

Ως προς την επίμαχη πλήρη κατάργηση των ως άνω επιδομάτων, το Δικαστήριο, παραπέμποντας στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε., έκρινε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία, ότι αυτή α) συνιστά άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την υποκείμενη σε οριακό έλεγχο εκτίμηση του νομοθέτη, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, β) συνδέεται και με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οι οποίες δεν καθιστούν, κατά το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προδήλως αδικαιολόγητη τη λήψη μέτρων εξοικονόμησης δαπανών, γ) θεσπίστηκε, όπως και ολόκληρο το ως άνω πρόγραμμα, στη βάση της από Ιουλίου 2012 μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών με τίτλο «Επισκόπηση δαπανών Γενικής Κυβέρνησης 2013- 2016», στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν δαπάνες, η περικοπή των οποίων συμβάλλει σε «αποτελεσματικό και βιώσιμο περιορισμό των ελλειμμάτων», μεταξύ των οποίων και η μισθολογική, η οποία κρίθηκε υψηλή ειδικά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης, διαπίστωση στην οποία προέβησαν και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε., δ) πλήττει παροχές που δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια, αντιθέτως δικαιολογείται για τους ως άνω λόγους γενικού συμφέροντος και ανταποκρίνεται στους σκοπούς που επιδιώκει η Ε.Ε, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών- μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε, κατά πλειοψηφία, στο συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος. Περαιτέρω, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011, β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα). Κατά συνέπεια, οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. Επιπλέον, η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. Τέλος, το ίδιο μέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα. Εξάλλου, η πλειοψηφία αντέκρουσε την άποψη της μειοψηφίας ότι με τις ως άνω σκέψεις το Δικαστήριο μεταστρέφει τη νομολογία του ως προς τον ν. 4093/2012, τον οποίο συστηματικά κρίνει αντίθετο στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με το επιχείρημα ότι, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το ότι σε αυτόν περιλαμβανόταν πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά, πάντως αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο».

aftodioikisi,gr

Αναλυτικό οδηγό με ερωτήσεις-απαντήσεις έχει εκδώσει το ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ΕΚΔΑΑ)επί της διαδικασίας συμμετοχής σε επιμορφωτικά προγράμματα του ινστιτούτου επιμόρφωσης (ΙΝ.ΕΠ).

Δείτε αναλυτικά όσα αναφέρονται στον οδηγό:

Ποιοί έχουν δικαίωμα συμμετοχής στα επιμορφωτικά προγράμματα του ΙΝ.ΕΠ;

  • Υπάλληλοι που απασχολούνται στο Δημόσιο και σε Ν.Π.Δ.Δ, μόνιμοι, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου
  • Υπάλληλοι της τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού και των Δ.Ε.Κ.Ο.
  • Υπάλληλοι που απασχολούνται σε Ν.Π.Ι.Δ των οποίων τη διοίκηση ορίζει κάποιο Υπουργείο ή άλλος φορέας του Δημοσίου, με συμβάσεις ιδιωτικού ορισμένου χρόνου
  • Ειδικοί Σύμβουλοι Αιρετών που απασχολούνται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου
  • Μετακλητοί υπάλληλοι (π.χ. Γενικοί Γραμματείς φορέων του Δημοσίου)
  • Εξαιρούνται οι συμβάσεις έργου και οι συμβάσεις stage.

Πως μπορώ να ενημερωθώ για τα επιμορφωτικά προγράμματα που υλοποιεί το ΙΝ.ΕΠ;

Από τον ιστότοπο του ΕΚΔΔΑ: www.ekdd.gr/Προγράμματα Επιμόρφωσης/Αναζήτηση Προγραμμάτων

Πως μπορώ να υποβάλλω αίτηση συμμετοχής στα επιμορφωτικά προγράμματα;

Από τον ιστότοπο του ΕΚΔΔΑ: www.ekdd.gr/ Προγράμματα Επιμόρφωσης/Αίτηση Συμμετοχής

Πόσα επιμορφωτικά προγράμματα μπορώ να παρακολουθήσω;

Κάθε υπάλληλος έχει δικαίωμα να υποβάλλει δύο αιτήσεις /εξάμηνο για συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα και να παρακολουθήσει έως τρία κατ΄ έτος.

Είμαι νεοδιοριζόμενος υπάλληλος. Τι πρέπει να κάνω για να παρακολουθήσω το επιμορφωτικό πρόγραμμα της εισαγωγικής εκπαίδευσης;

Ο νεοδιοριζόμενος υπάλληλος πρέπει να εγγραφεί στην Ηλεκτρονική Υπηρεσία του ΙΝΕΠ για να αποκτήσει προσωπικό λογαριασμό και να συμπληρώσει αναλυτικά την καρτέλα «Προσωπικά Στοιχεία». Ύστερα πρέπει να ενημερώσει την Υπηρεσία του, ώστε εκείνη να προβεί στο Αίτημα για Εισαγωγική Εκπαίδευση σε συνεννόηση με το Τμήμα Εισαγωγικής Εκπαίδευσης του ΙΝΕΠ.

 

Με διάταξη που προβλέπει τροπολογία που κατατέθηκε στην Βουλή αυξάνονται οι ημέρες άδειας λόγω ασθένειας τέκνων για τους τρίτεκνους και πολύτεκνους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς και για τους υπαλλήλους που είναι μονογονείς.

Σκοπός της διάταξης σύμφωνα με την τροπολογία είναι η διευκόλυνση των υπαλλήλων-γονέων, τόσο εκείνων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007) όσο και των υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. α' βαθμού, στο πλαίσιο προστασίας και στήριξης της οικογένειας και με γνώμονα την εναρμόνιση μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.

Με την υπόψη τροπολογία, τροποποιούνται συγκεκριμένες διατάξεις του ν.3528/2007 (Υπαλληλικός Κώδικας) και του ν.3584/2007 (Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων) σχετικά με τις διευκολύνσεις στους υπαλλήλους με οικογενειακές υποχρεώσεις. Ειδικότερα:

Αυξάνονται οι ημέρες άδειας με αποδοχές που χορηγούνται σε τρίτεκνους, πολύτεκνους και μονογονείς υπαλλήλους για κάθε ημερολογιακό έτος, σε περίπτωση ασθένειας των τέκνων τους, ως εξής:

- κατά δύο (2) εργάσιμες ημέρες, για τους τρίτεκνους υπαλλήλους

- επτά (7) εργάσιμες ημέρες, αντί για πέντε (5), που ισχύει και για τους μονογενείς υπαλλήλους

- οκτώ (8) εργάσιμες ημέρες, αντί για έξι (6), που ισχύει και κατά πέντε (5) ημέρες, για τους πολύτεκνους υπαλλήλους 

- δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, αντί για πέντε (5), που ισχύει.

H  ΑΔΕΔΥ μετά από ερωτήματα δημοσιών υπαλλήλων σχετικά με τη δικαστική διεκδίκηση των δώρων Χριστουγέννων – Πάσχα και του επιδόματος αδείας, εξαιτίας θετικών πρωτόδικων δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν εργαζόμενους, δημοσιεύει ένα γνωμοδοτικό σημείωμα νομικού σχετικά με τις αιτήσεις που μπορούν να κάνουνΕιδικότερα η ΑΔΕΔΥ με αφορμή ερωτήματά υπαλλήλων, σχετικά με τη δικαστική διεκδίκηση των δώρων Χριστουγέννων – Πάσχα και του επιδόματος αδείας, εξαιτίας θετικών πρωτόδικων δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν εργαζόμενους, αποστέλλουμε σχετικό νομικό γνωμοδοτικό σημείωμα, καθώς και υπόδειγμα αίτησης καταβολής των επιδομάτων, την οποία μπορούν οι εργαζόμενοι να καταθέσουν στην υπηρεσία τους για να διακόψουν την παραγραφή.

«Η Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. παρακολουθεί τις εξελίξεις, για το θέμα, και για ό,τι νεότερο θα ενημερώσει σχετικά» αναφέρει στην ανακοίνωση της.Τι αναφέρει το Γνωμοδοτικό σημείωμα που υπογράφει νομικός:

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

1. Ετέθη υπόψη μου η με αριθμό 892/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών που έκανε δεκτή αγωγή υπαλλήλων του ΟΑΕΔ για καταβολή δώρων Πάσχα. Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας που είχαν καταργηθεί με τις διατάξεις του ν 4093/2012. καθώς επίσης και το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί και άλλες αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις από ειρηνοδικεία και μονομελή πρωτοδικεία ανά την επικράτεια

2 Συναφώς, μου ετέθη ερώτημα αναφορικά με την σημασία και την δεσμευτικότητα των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων, επί του οποίου λεκτέα τα ακόλουθα:

3.Οι αποφάσεις αυτές προέρχονται από ένα μικρό αριθμό πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και μάλιστα μονομελών σχηματισμών (ειρηνοδικών ή μονομελών συνθέσεων πρωτοδικείων) Υπόκεινται ασφαλώς σε ένδικα μέσα και ιδίως σε έφεση, η προθεσμία ασκήσεως της οποίας, όπως και η άσκηση της αναστέλλουν εκ του νόμου την εκτέλεση των εκδοθεισών αυτών αποφάσεων Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι αφ ενός μεν οι πρωτόδικες αυτές αποφάσεις μπορούν να ανατραπούν σε δεύτερο βαθμό, αφ'ετέρου δεν έχουν ευρύτερη σημασία γιατί προέρχονται από ένα μεμονωμένο δικαστή και ασφαλώς δεν παράγουν καμίας μορφής δεδικασμένο.

4 Θα ήταν συνακόλουθα σκόπιμο να αναμείνει κανείς τόσο την έκβαση της συγκεκριμένης υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό όσο και την έκβαση των λοιπών εκκρεμών υποθέσεων, προκειμένου να αναφανεί το κλίμα που θα διαμορφωθεί νομολογιακά για να αποφασισθούν οι περαιτέρω ενέργειες

5. Προκειμένου συνακόλουθα να αποφευχθεί το κόστος κσι η ταλαιπωρία προσφυγής σε δικαστήριο αυτήν την χρονική στιγμή που δεν έχεί υπάρξει δεδικασμένο από δευτεροβάθμιο δικαστήριο και έως ότου αρχίσουν να εκδίδονται τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, ώστε να επανεξεταστεί το εάν είναι σκόπιμο να ασκηθούν ένδικα βοηθήματα, θα πρότεινα να υποβληθεί μία αίτηση προς το τμήμα μισθοδοσίας του εκάστοτε Οργανισμού/δημοσίου φορέα σύμφωνα με το επισυναπτόμενο υπόδειγμα για να διακοπεί η παραγραφή των σχετικών αξιώσεων.

Το υπόδειγμα της αίτησης

ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΠΑΣΧΑ

Σήμερα Δευτέρα αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας με τις ρυθμίσεις για το εργασιακό και τα ασφαλιστικά.

Alexandriamou.gr
Δημοσιογραφική Ενημερωτική Ηλεκτρονική Εφημερίδα
Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας