Αισιοδοξία επικρατεί στην κυβέρνηση ότι θα βρεθεί τελικά κοινή συνισταμένη με τις τράπεζες, ώστε να υποβληθεί στους Θεσμούς ένα κοινά αποδεκτό και αποτελεσματικό
σχέδιο διευθέτησης των κόκκινων δανείων, με το οποίο αφενός θα προστατεύεται η λαϊκή κατοικία από πλειστηριασμούς, αφετέρου δεν θα επωμισθούν οι τράπεζες μεγάλα βάρη που θα τις οδηγήσουν σε ανακεφαλαιοποιήσεις.
Παρά τα όσα γράφονται και ακούγονται το τελευταίο διάστημα περί δύο «γραμμών» για τη διαχείριση του ζητήματος, η τελική πρόταση θα είναι αποδεκτή από όλους και θα έχει την έγκριση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα.
Για την προστασία πρώτης κατοικίας βάση θα αποτελέσει το κυπριακό μοντέλο. Η λύση θα περιλαμβάνει:
- Γενναίο «κούρεμα» του στεγαστικού δανείου
- Κρατική επιδότηση που θα καλύπτει το 1/3 της μηνιαίας δόσης.
Τα όρια αξίας προστατευόμεννης κατοικίας αναμένεται να ορισθούν περί τις 110.000 ευρώ (εμπορική αξία) για τον άγαμο και έως τις 260.000 ευρώ για τον έγγαμο.
■ Βασικά κριτήρια συμμετοχής ενός δανειολήπτη στη διάδοχη κατάσταση του νόμου Κατσέλη θα είναι η αξία του ακινήτου και το διαθέσιμο εισόδημα του δανειολήπτη (20.000 -38.000, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση)
■ Η ρύθμιση που θα προτείνεται στον δανειολήπτη θα προβλέπει εύλογο επιτόκιο και τοκοχρεολυτική μηνιαία δόση για την αποπληρωμή, που θα καταβάλλεται κατά τα 2/3 από τον δανειολήπτη και κατά το 1/3 από το κράτος.
■ Στο ακίνητο θα εγγράφεται και νέα προσημείωση υπέρ του Δημοσίου, πέραν αυτής που ήδη φέρει υπέρ της πιστώτριας τράπεζας. Σε περίπτωση πώλησης του ακινήτου, το Δημόσιο θα αξιώσει την είσπραξη μέρους του τμήματος από την πώληση, κατά το ποσό που αναλογεί με βάση την ήδη καταβληθείσα επιδότηση.
■ Το δάνειο θα αποπληρώνεται σε βάθος 25ετίας. Η αποπληρωμή θα αφορά το ποσό που αντιστοιχεί στην παρούσα αξία του ακινήτου, ενώ η διαφορά της αρχικής με την παρούσα αξία θα διαγράφεται.
Αντικείμενο διαβουλεύσεων και επίπονης διαπραγμάτευσης αποτελεί το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, που θα διαδεχθεί τον «νόμο Κατσέλη» μετά τη λήξη του στο τέλος του έτους.
Η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να αναζητήσει λύσεις που θα υπηρετούν δύο φαινομενικά ασύμβατους στόχους, επιδιώκοντας αφ’ ενός να προστατεύσει τους δανειολήπτες πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς και αφ’ ετέρου να στηρίξει την προσπάθεια των τραπεζών για δραστική μείωση των κόκκινων δανείων και εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους.
Το μήνυμα προς τους τραπεζίτες είναι ότι «η λαϊκή κατοικία δεν μπορεί να μείνει απροστάτευτη» και ότι οι οικονομικά αδύναμοι δανειολήπτες δεν πρέπει να «θυσιαστούν» στο βωμό της εξυγίανσης των τραπεζών – οι οποίες έχουν κι άλλους τόπους για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους.
Στην απαίτηση των τραπεζών να μειωθεί κάτω από 100.000 ευρώ η αξία προστατευόμενης πρώτης κατοικίας, το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο αντιτάσσει ότι η λύση αυτή θα οδηγούσε «στο σφυρί» δεκάδες χιλιάδες κατοικίες, χωρίς να ωφελήσει πραγματικά τις τράπεζες, οι οποίες απλώς θα τακτοποιούσαν λογιστικά κάποια κόκκινα δάνεια χωρίς να μπορούν να πουλήσουν τα εκπλειστηριαζόμενα ακίνητα.
Στη διαπραγμάτευση που έχει ξεκινήσει, η κυβέρνηση έβαλε «ψηλά τον πήχυ», προτείνοντας να μείνει αμετάβλητο το πλαφόν αξίας προστατευόμενης κατοικίας και να ορισθούν αυστηρότερα περιουσιακά και εισοδηματικά κριτήρια, ώστε να αποκλείονται όσοι αντικειμενικά μπορούν να πληρώνουν και οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Τραπεζικοί παράγοντες εκτιμούν ότι ο στόχος αυτός δεν είναι ρεαλιστικός και δεν διευκολύνει τις τράπεζες να επιτύχουν τον βασικό στόχο τους – που δεν είναι οι κατασχέσεις σπιτιών, αλλά η άσκηση πιέσεων προς τους δυνάμενους να πληρώσουν έστω και μικρότερες δόσεις, με αναδιάρθρωση-διακανονισμό των δανείων τους.
Υπερ των απόψεων των τραπεζών παρεμβαίνει ο SSM, ασκώντας πιέσεις προς την κυβέρνηση για λύσεις που θα διευκολύνουν την προσπάθεια αντιμετώπισης του μείζονος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα προβλήματος των κόκκινων δανείων.
Η διαπραγμάτευση οδηγείται λοιπόν σε κάποιο συμβιβασμό, ο οποίος πρέπει εν πάση περιπτώσει να επιτευχθεί και να ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, με τη διαμόρφωση ενός συνολικού πακέτου ρυθμίσεων που θα προστατεύουν τους οικονομικά ασθενέστερους δανειολήπτες, χωρίς να αντιστρατεύονται τους στόχους των τραπεζών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Επικρατείας Αλ. Φλαμπουράρης που χειρίζεται αυτό το θέμα, στις συναντήσεις του με τραπεζίτες έχει προτείνει να παραμείνει το πλαφόν αξίας προστατευόμενης κατοικίας στις 250.000 για οικογένεια με δύο παιδιά και στις 180.000 για άγαμο οφειλέτη.
Είναι η βάση από την οποία ξεκίνησε η διαπραγμάτευση. Όμως ο στόχος αυτός δεν φαίνεται ρεαλιστικός, καθώς οι τραπεζίτες και ο SSM θεωρούν ότι ακόμη και τα 100.000 ευρώ είναι υψηλό πλαφόν, που θα δυσχεράνει τις προσπάθειες διευθέτησης του προβλήματος με τα κόκκινα στεγαστικά.
Πάντως στο κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο θεωρούν σκόπιμο να ορισθούν κάποιες «κόκκινες γραμμές» σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση: Να αποσαφηνισθεί εκ προοιμίου προς τους τραπεζίτες ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να νομοθετήσει πλαφόν πολύ χαμηλότερο και ότι προτιμά να διατηρηθούν για ένα ακόμη έτος το προβλεπόμενα στον νόμο Κατσέλη.
Συμβιβαστικές προτάσεις έχουν γίνει και από πλευράς τραπεζιτών, που θεωρούν ως ρεαλιστική λύση να χαμηλώσει ο πήχυς στις 140.000 ευρώ για άγαμο οφειλέτη και στις 200.000-220.000 για οικογένεια με δύο παιδιά (το ανώτατο πλαφόν).
Η κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση, αλλά είναι δύσκολο να υποχωρήσει, προκαλώντας δυσαρέσκειες και αντιδράσεις για ένα θέμα που μπορεί να γίνει «σημαία» της αντιπολίτευσης στον προεκλογικό αγώνα.
πηγή: sofekleousin.gr