Απάντηση σε αναρτήσεις του κ. Χαράλαμπου Καπουρτίδη σχετικές με εκδηλώσεις για την μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου στην Ημαθία.
Προτού προβούμε στο δημόσιο σχολιασμό παραθέτουμε αυτολεξεί αναρτήσεις του κ. Χαράλαμπου Καπουρτίδη σε γνωστή εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης ώστε οι αναγνώστες της εφημερίδος να μπορούν να τις αξιολογήσουν ως προς το περιεχόμενο και το ύφος τους και στη συνέχεια να ακούσουν και τις δικές μας απόψεις επί του θέματος.
ΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ
ΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Είναι προφανές ότι ο κ. Καπουρτίδης με την πρώτη ανάρτησή του διαφωνεί με την προγραμματισμένη διοργάνωση εκδηλώσεων τιμής και μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου στις εγκαταστάσεις του Πανελληνίου Ιδρύματος Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο, τον τόπο δηλαδή που αδιαμφησβήτητα αποτελεί την ψυχή των Ποντίων, το παγκόσμιο σημείο συνάντησης των απανταχού της γης Ποντίων, τον τόπο που βρίσκεται το θρονί της Παναγίας Σουμελιώτισσας, το πιο ιερό θησαύρισμα όλων των Ποντίων και όλων των Χριστιανών, έναν τόπο που και διοικητικά ανήκει στο Δήμο Βέροιας, για όσους επιμένουν με φαρισαϊσμό στο γράμμα του νόμου. Και αντί αυτού προβάλλει ως τόπο που θα έπρεπε να γίνουν οι επίσημες εκδηλώσεις την πλατεία Καπετανίδη. Καθένας είναι ελεύθερος να εκφέρει την άποψή του και όλοι μπορούν να κρίνουν. Όταν όμως δεν υπάρχουν πειστικά επιχειρήματα για να υποστηρίξει κάποιος την άποψή του είναι ανήθικο και απόλυτα καταδικαστέο να χρησιμοποιεί ταπεινό και αγοραίο υβρεολόγιο με αόριστες κατηγορίες,όπως: «παιχνίδια χαμηλού επιπέδου» (ποια είναι αλήθεια;), για «προστυχιές» (ποιες είναι αλήθεια;) για «παιχνίδια που ατιμάζουν τις αδικοχαμένες ψυχές» (ποια είναι αυτά;) για να καταλήξει με το ανεπανάληπτο «κρίμα σε όλους αυτούς που τέτοιες μέρες και στιγμές παίζουν το ρόλο του σφαγέα Κεμάλ Πασά και Τοπάλ Οσμάν». Για ποιούς μιλάει; Για τον Μητροπολίτη μας και για τους εκλεγμένους άρχοντες του τόπου; Έτσι αντιλαμβάνεται την «κατάθεση ψυχής» που επικαλείται; Έτσι αντιλαμβάνεται ότι αναπαύονται οι ψυχές των αδικοχαμένων πατριωτών μας; Έτσι πιστεύει ότι υπηρετεί την ενότητα ή μήπως υποδαυλίζει διχασμό; Αν ήθελε, όπως επικαλείται, να τιμήσει τη μνήμη τους με «ταπεινότητα και σεβασμό» θα ένωνε αθόρυβα την προσευχή του με τις προσευχές όλων ώστε πιο δυνατή να φτάσει στον ουράνιο Πατέρα μας που μας θέλει όλους ενωμένους και αγαπημένους.
Με την δεύτερη ανάρτησή του την επομένη των εκδηλώσεων, ενοχλημένος ίσως από την σεμνότητα και συνάμα λαμπρότητά τους, ο κ. Καπουρτίδης συνεχίζει το υβρεολόγιο χαρακτηρίζοντας τους θεσμικούς φορείς «καραγκιοζάκια», «άτιμους» και «παλιανθρώπους» φτάνοντας να τους κατηγορήσει ως και για «Εθνική προδοσία»(!) μόνο και μόνο βέβαια επειδή οι επίσημες εκδηλώσεις τιμής και μνήμης έγιναν στον τόπο που αποτελεί σημείο αναφοράς για τον Ποντιακό Ελληνισμό κι όχι στην πλατεία Καπετανίδη. Πίσω βέβαια από αυτές τις ανεξήγητες εμμονές κρύβονται άλλες βαθύτερες αιτίες που καμμιά σχέση δεν έχουν με «ταπεινότητα και σεβασμό». Δεν σχολιάζουμε περαιτέρω τις αναρτήσεις αλλά αφήνουμε τον κάθε εχέφρονα πολίτη αυτού του τόπου να βγάλει τα προσωπικά συμπεράσματά του.
Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε ότι ο κ. Καπουρτίδης ολοκληρώνει την δεύτερη ανάρτησή του με μια μεγάλη αλήθεια: «Άλλοι τιμούν και άλλοι Α-τιμούν... μια διαχρονική αρρώστια». Ας κρίνει ο κάθε αναγνώστης σε ποιούς ανήκουν οι ρόλοι αυτοί!Ποιοί τιμούν και ποιοί Α-τιμούν!
ΕΚ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΥΠΟΥ ΙΜΒΝΚ
Παραθέτουμε, προς δημοσίευση, την ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Παντελεήμονος, την οποία εκφώνησε την Κυριακή 23 Μαϊου, κατά τις επίσημες εκδηλώσεις για τη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου στον Ιερό Ναό της Παναγίας Σουμελά ενώπιον των Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών του τόπου, κατόπιν παρακλήσεως της ΠΕ Ημαθίας.
ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΒΕΡΟΙΑΣ κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ἑκατόν δύο χρόνια συμπληρώ¬θη¬καν φέτος ἀπό τήν ἡμέρα ἐκεί¬νη, ἡ ὁποία συνδέθηκε μέ ἕνα ἀπό τά φοβερότερα ἐγκλήματα τοῦ 20ου αἰῶνος, τή Γενοκτονία τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπό τή 19η Μαΐου τοῦ 1919, κατά τήν ὁποία ὁ Μουσταφᾶ Κεμάλ Ἀτα¬τούρκ ἀποβιβάσθηκε στό λιμάνι τῆς Σαμψούντας.
Δέν ἄρχισε οὔτε τελείωσε τότε τό ἀποτρόπαιο αὐτό ἔγκλημα. Εἶχε ἀρχίσει ἤδη τά προηγούμενα χρόνια μία εὐρύτερη προσπάθεια ἐξοντώσεως τῶν λαῶν πού ζοῦσαν στά ἐδάφη τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, μέ πρώτους τούς Ἀρμενίους πού κατεσφάγησαν τό 1915.
Οἱ Νεότουρκοι ἔβαλαν τώρα στό στόχαστρο τούς Ποντίους. Προ¬σπάθησαν νά τούς ἐξοντώσουν μέ ἐκτοπισμούς, ἐκεῖνοι ὅμως ἀντι¬στάθηκαν καί ὀργάνωσαν ἀντάρ¬τικο. Ἀπό τό φθινόπωρο τοῦ 1916 ἄρχισαν συστηματικές σφαγές, διωγμούς, ἐκτοπισμούς πού διήρκεσαν μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ 1917. Ὀργάνωσαν πορεῖες θανάτου γιά χιλιάδες χριστιανούς, ἀνάμεσά τους ἡλικιωμένους καί γυναικόπαιδα, πού στάλθηκαν στήν ἐξορία, ἀφοῦ ἀναγκάσθηκαν νά βαδίζουν ἐπί πολλές ἡμέρες στήν ἐνδοχώρα τῆς Ἀνατολίας μέσα στό κρύο καί τήν πείνα, μέ σκοπό νά ἐξοντωθοῦν ἀπό τίς ἀφόρητες ταλαιπωρίες.
Τούς ἄνδρες καί τούς νέους εἴτε τούς ἐκτελοῦσαν ὁμαδικά στά χωριά τους, εἴτε τούς στρατολογοῦσαν στά τάγματα καταναγκαστικῆς ἐργασίας, τά περιβόητα «Ἀμελέ Ταμπουρού», ὅπου ἐξαντλοῦντο καί πέθαιναν.
Ἡ κατάσταση στήν περιοχή ἦταν ἔκρυθμη ἐξαιτίας τῆς δράσεως ποικίλων ἡμιστρατιωτικῶν ὁμάδων. Ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1916 μέχρι τόν Φεβρουάριο τοῦ 1918 ἡ περιοχή τῆς Τραπεζοῦντος καί ὁ ἀνατολικός Πόντος βρισκόταν ὑπό τήν κατοχή τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ.
Ὁ Κεμάλ Ἀτατούρκ ἔφθασε ἐκεῖ μέ σκοπό νά περιορίσει τή δράση διαφόρων ἐνόπλων συμμοριῶν. Σύντομα ὅμως συναντήθηκε μέ τόν ἀρχηγό τῶν συμμοριῶν, πού λυμαίνονταν τούς χρι¬στιανικούς πληθυσμούς στήν πε¬ριοχή τῆς Τραπεζοῦντος, τόν Τοπάλ Ὀσμάν, καί συγ¬χρό¬νως ἐνίσχυσε καί τούς Τούρκους στρα¬τιῶτες, πού εἶχαν παραμείνει στήν Ἀνατολία, ἐναντίον τῶν χριστια¬νῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Ἔφθασαν μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου νά κάψουν ζωντανούς τούς κατοίκους δύο χωριῶν τῆς Κερα¬σοῦντος μέσα στόν ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου.
Πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στήν προσπάθειά τους νά γλιτώσουν ἀπό τούς διωγμούς καί τίς σφαγές τῶν Τούρκων περνοῦσαν τά σύνορα καί κατέφευγαν στά παράλια τῆς Γεωργίας ἤ στόν Καύκασο ὡς πρόσφυγες.
«Ἴσως μόνον ὁ Πόντος, ἀνάμεσα σ᾽ ὅλα τά μέρη τοῦ μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ, νά προσέφερε τίς περισσότερες θυσίες. Τά βουνά, τά δύσβατα καί χιονοσκέπαστα βουνά τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Ἀνατο¬λῆς, πρός τήν Σεβάστεια, τήν Τοκάτη καί τό Τσορούμ, ὑπῆρξαν ὁ Γολγοθᾶς τοῦ ἐκτοπισμένου ἑλληνι¬σμοῦ», ἔγραφε στίς 17 Ἰανουαρίου τοῦ 1919 ὁ μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Κολωνείας Γερβάσιος Σουμελίδης.
Τά δεινά τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν σταμάτησαν τό 1919. Τότε ἄρχισαν τά χειρότερα. Ἡ ἀλλαγή τῆς πολιτικῆς καταστάσεως στήν Τουρκία καί ἡ ὁλοκλη-ρωτική ἐπικράτηση τοῦ Μουσταφᾶ Κεμάλ τόν ἑπόμενο χρόνο ἀνέκοψε τίς ἐλπίδες τῶν Ποντίων πού ἐπεδίωκαν τήν ἀνεξαρτησία τους. Ἡ ἀναγνώριση ἀπό τίς μεγάλες Δυνάμεις πού ἀκολούθησε ἐξανέμισε σχεδόν ὁλοκληρωτικά τίς προσδοκίες τους Ἑλλήνων γιά εὐνοϊκή λύση τοῦ προβλήματός τους.
Ἄρχισαν παρ᾽ ὅλα αὐτά διαπραγματεύσεις μέ τούς Τούρκους γιά ἕναν Πόντο αὐτόνομο πού θά ἐξα¬σφάλιζε τήν ἰσοπολιτεία σέ Ἕλληνες καί Τούρκους. Γιά τόν σκοπό αὐτό συναντήθηκε ὁ μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος στήν Κωνσταντινούπολη μέ ἀντιπροσώπους τοῦ Κεμάλ, ὅμως καμία συμφωνία δέν ἐπετεύχθη, καθώς οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἄλλα σχέδια καί εἶχαν ἤδη κατά νοῦ τή δημιουργία ἑνός τουρκικοῦ κρά¬τους, στό ὁποῖο δέν θά ὑπῆρχαν οὔτε διαφορετικές ἐθνότητες οὔτε διαφορετικές θρησκεῖες.
Στή διετία πού ἀκολούθησε, 1920-1922, ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός πέρασε τήν ὀδυνηρότερη φά¬ση τῆς ἱστορίας του, τή φρικτότερη φάση τῆς Γενοκτονίας πού ὁλο¬κλη¬ρώθηκε μέ τόν ξεριζωμό πού ἐπέβαλε ἡ Συνθήκη τῆς Λωζάνης.
Οἱ Τοῦρκοι, ἔχοντας κλείσει τά ἀνοικτά μέτωπα στή Μικρά Ἀσία, συνέχισαν τήν ἐξόντωση τῶν Ἑλλήνων. Ἐκεῖνοι προσπαθοῦσαν νά ἀντισταθοῦν ὅσο μποροῦσαν, ἀλλά δέν ἦταν εὔκολο, καθώς δέν εἶχαν ἀπό κανένα βοήθεια.
Ὁ Κεμάλ Ἀτατούρκ χρησιμοποίησε ὅλα τά μέσα γιά νά κάμψει τήν ἀντίσταση τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γνώριζε πώς θά λυγίσει, ἄν μείνει ἀκέφαλος. Καί αὐτό στόχευε. Ἄρχισαν, λοιπόν, νά δικάζουν καί νά ἐκτελοῦν μέ τό αἰτιολογικό τῆς ἐθνικῆς δράσεως κατά τῆς Τουρκίας κληρικούς καί ἐπιστήμονες, ἐμπόρους καί διανουμένους. Κατάλογοι μέ τά ὀνόματά τους ἀναρτῶντο στή Νομαρχία τῆς Τραπεζοῦντος καί καθημερινά οἱ Ἕλληνες ὁδηγοῦντο στό μαρτύριο.
Μεταξύ τῶν πρώτων καί ὁ Νίκος Καπετανίδης. Στίς ἀρχές τοῦ 1921 κλήθηκε νά παρουσιασθεῖ μαζί μέ τόν ἐπίτροπο τοῦ μητροπολίτου Χρυσάνθου, Ματθαῖο Κωφίδη, καί τόν Ἀλέξανδρο Ἀκριτίδη, μέλος τῆς ἐπιτροπῆς προσφύγων Τραπεζοῦντος, στό λεγόμενο δικαστήριο τῆς ἀνεξαρτησίας. Λίγο νωρίτερα εἶχε γράψει στόν φίλο του Φίλωνα Κτενίδη, πού ἀγωνιζόταν μέ τόν ἑλληνικό στρατό στό μικρασιατικό μέτωπο. «Τρέχεις λιγότερους κιν¬δύ¬νους ἀπό μένα. Νά ξέρεις πώς δέν στέκεται γερά τό κεφάλι μου στούς ὤμους μου. Μά αὐτό δέν ση¬μαίνει τίποτε. Κυττάχτε νά κάμετε καλά τή δουλειά σας καί δέν πειράζει ἄν λείψουν καί μερικά κεφάλια ... σάν τό δικό μου. Χαλάλι γιά τήν ἐλεύθερη Πατρίδα». Μετά ἀπό πολύμηνη φυλάκιση στήν Ἀμάσεια κυκλοφόρησε ἡ δυσάρεστη εἴδηση: «Κρέμασαν τόν Κωφίδην, τόν Ἀκριτίδην καί τόν Καπετανίδην».
«Ὑπό τήν ἔνοχον ἀδιαφορίαν τῆς χριστιανικῆς Δύσεως ἐν ἔτει 1453 ἔπεσεν ἡ Κωνσταντινούπολις καί ἐν ἔτει 1461 ἡ Τραπεζοῦς καί κατεστράφη ὁλόκληρος ἀκμαῖος πολιτισμός. Τῇ ἐνόχῳ συνεργίᾳ δύο μεγάλων χριστιανικῶν Δυνάμεων, τῆς Αὐστρίας καί τῆς Γερμανίας, κατά τά ἔτη 1914-1918 ἐσφά¬γη ὑπό τῶν Νεοτούρκων ὁλόκληρον ἔθνος τό Ἀρμενικόν καί ἑκατοντάδες χιλιάδων Ἑλλήνων βιαίως ἀπεσπά¬σθησαν ἀπό τῶν ἑστιῶν αὐτῶν καί ἀπέθανον ἐν τῇ ἐξορίᾳ.
Τῇ ἐνόχῳ συνεργίᾳ τῶν συμμά¬χων χριστιανικῶν Δυνάμεων τῆς Δύσεως κατά τά ἔτη 1919-1922 τό ἐθνικόν κίνημα τῶν Τούρκων τοῦ Μουσταφᾶ Κεμάλ πασᾶ συνεπλήρωσε τό ἔργον τῶν Νεοτούρκων καί ἀπηγχόνισε κατά χιλιάδας Ἕλληνες κληρικούς καί προκρίτους τοῦ Πόντου ... Καί ἐσβέσθη ἡ Ἐκκλησία τῆς Τραπεζοῦντος καί ἡ κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις ... Ὁδοί Τραπεζοῦντος πενθοῦσι παρά τό μή εἶναι ἐρχομένους ἐν ἑορτῇ· πᾶσαι αἱ πύλαι αὐτῆς ἠφανισμέναι ... καί αὐτή πικραινομένη ἐν ἑαυτῇ».
Αὐτός πού τά ἔγραφε εἶχε ἀπόλυτη γνώση τῆς καταστάσεως. Ἦταν ὁ μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος. Καί τά λόγια του ἀνταποκρίνονται ἀπολύτως στήν ἀλήθεια.
Στό διάστημα μεταξύ τῶν ἐτῶν 1914 καί 1922 ἐξοντώθηκαν 200.000 περίπου Ἕλληνες τοῦ Πόντου. Ἑλληνικές πόλεις μέ συνεχῆ ζωή καί πολιτισμό γιά περισσότερο ἀπό 2700 χρόνια καταστράφηκαν. Σχολεῖα, ἐκκλη¬σίες, ἱδρύματα ἐρημώθηκαν. Σύμφωνα μέ τούς ὑπολογισμούς τῶν ἱστορικῶν 815 ἑλληνικές κοι-νότητες, 1.134 ἐκκλησίες καί 960 σχολεῖα κατα¬στράφηκαν. 353.000 Ἕλληνες, κά-τοικοι τοῦ Πόντου, σφαγιάσθηκαν, ἐξοντώθηκαν ἤ πέθαναν στίς πορεῖες ἀπό τίς κακουχίες καί τήν πεῖνα συνολικά. Ἀνυπολόγιστο εἶναι καί τό κόστος τῶν περιουσιῶν καί τῶν χρημάτων πού ἄφησαν οἱ Ἕλληνες φεύγοντας ἀπό τίς ἑστίες τους. Ἡ κτηματική τους περιουσία ὑπο¬λογίζεται σέ περισσότερα ἀπό 25 ἑκατομμύρια χρυσές τουρκικές λίρες, ἐνῶ τά κοσμήματα, τά χρήματα καί τά χρεόγραφα ὑπολογίζο¬νται σέ περί¬που 90 ἑκατομμύρια, χωρίς νά προσμετρήσει κανείς τά εἰσοδήματα ἀπό τήν ἀκίνητη περι¬ουσία, πού ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερα.
Ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός, πού εἶχε ἀντέξει ἀναρίθμητες δυσκολίες γιά αἰῶνες καί εἶχε κατορθώ¬σει νά φθάσει στίς τελευταῖες δεκαετίες καί πάλι σέ ἐντυπωσιακή ἀνάπτυξη καί ἀκμή, ἀξιο¬ποιώντας τά μεταλλεῖα καί τίς δυνατότητες πού προσέφερε τό ἐμπόριο καί οἱ ἀνταλλαγές μέ τίς περιοχές τῆς Κριμαίας, ὁ Ποντιακός Ἑλλη¬νι¬σμός πού χάρη στήν οἰκονομική του ἄνθηση εἶχε κατορθώσει νά εὐημερεῖ καί νά παρουσιάζει καί δημοσιονομική ἄνοδο, ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει κάτω ἀπό τίς πιό τραγικές συνθῆκες γιά πάντα τόν τόπο του. Νά ἐγκαταλείψει τή γῆ τῶν πατέρων του καί νά πάρει τόν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς, ἔχοντας μαζί του ἐλάχιστα ροῦχα μαζί μέ τίς εἰκόνες τῶν Ἁγίων.
Ἄν κάτι τούς κρατοῦσε ὄρθιους καί τούς ἔδινε τή δύναμη νά συνεχίσουν τόν δρόμο τους μέχρι τήν Ἑλλάδα ἦταν οἱ μνῆμες ἀπό τούς προγόνους τους, πού ἤθελαν νά τίς διατηρήσουν ἀναλλοίωτες, ἀγω¬¬¬νιζόμενοι νά στήσουν μία και-νούργια ζωή στή νέα πατρίδα.
«Ἀπό τίς 30.000 ἐκτοπισθέντες Ἕλληνες, ἐκ τῶν παραλίων τοῦ Πόντου τό 1921 στό Χαρπούτ, ἔφθασαν μόλις 5.000», γράφει ὁ Ἀμερικανός ταγματάρχης Ὄουελ, ἐπικεφαλής τῆς Ἀμερικανικῆς Ἐπιτροπῆς πού περιόδευσε στήν περιοχή. «Οἱ ἄλλοι ἐκτελέσθηκαν ἤ πέθαναν στόν μακρύ δρόμο τῆς ἐξορίας», συνεχίζει. «Μετρήσαμε καθ᾽ ὁδόν 3.000 πτώματα κατά μῆκος τῶν ὁδῶν, βορά τῶν σκύλων, τῶν λύκων καί τῶν γυπαετῶν, διότι ἀπαγορεύουν οἱ Τοῦρκοι στούς συγγενεῖς τους νά τούς θά¬ψουν! Τοῦρκοι ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες προβαίνουν σέ ἀπίστευτες ἀγριότητες».
Ἡ διάσημη Ἀμερικανίδα δημοσιογράφος Ἔθελ Τόμσον μετέδωσε: «Καθ᾽ ὁδόν συναντούσαμε ὁμίλους γερόντων, παιδίων, σέ μία ἀτε¬λείωτη πορεία μαρτυρίου, ὅπου ἔπεφταν νεκροί ἀπό τήν ἐξά¬ντλησιν καί ἀπό τά χτυπήματα τῶν συνοδῶν Τούρκων. Οἱ περισ¬σότεροι ἐκλιπαροῦν τόν θάνατον. Στήν πόλη Μεζερέχ, ξαφνικά ἀκούσαμε φωνές περίπου τριακοσίων παιδίων μαζεμένα σέ κύκλο. Εἴκοσι τσανταρμάδες-χωροφύλα¬κες πού κατέβηκαν ἀπό τά ἄλογά τους, χτυποῦσαν σκληρά καί ἀνελέητα τά παιδιά μέ τά μαστίγια καί τά τρυποῦσαν μέ τά ξίφη τους γιά νά μήν κλαῖνε. Τό θέαμα ἦτο πρω¬τοφανές, φρικῶδες! ... Ἡ Ἀμερικανική Ὑπηρεσία», καταλήγει ἡ δημοσιογράφος, «ὑπολογίζει τούς Ἕλληνες πού ἐξολόθρευσαν οἱ Τοῦρκοι στή Σεβάστεια σέ τριάντα χιλιάδες».
Πόσοι ἦταν συνολι¬κά οἱ Ἕλλη¬νες τοῦ Πόντου πού ἐκτοπίσθηκαν καί πόσοι αὐτοί πού ἔπεσαν θύμα¬τα μιᾶς φοβερῆς καί ἀπάνθρωπης γενοκτονίας εἶναι ἄγνωστο. Τά ποντιακά σωματεῖα ὑπολογίζουν ὅτι οἱ Πόντιοι πού ἐγκατα¬στάθη¬καν στήν Ἑλλάδα ἦταν περίπου 400.000.
Στά 102 χρόνια πού πέρασαν οἱ Ἕλληνες τοῦ Πόντου ἀλλά καί ὁλόκληρος ὁ Ἑλληνισμός δέν ξέχασαν τί συνέβη. Ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός δέν ξέχασε ποτέ οὔτε τίς παραδόσεις οὔτε τά ἤθη οὔτε τά ἔθιμα οὔτε τούς χορούς οὔτε τά τραγούδια τοῦ Πόντου, πού ἐκφράζουν τόν πόνο ἀλλά καί τή λαχτά¬ρα τῆς ψυχῆς τους γιά τίς πατρο¬γονικές τους ἑστίες, καί ἀγωνίζο¬νται γιά τήν ἀναγνώριση τῆς θηριωδίας πού ὑπέστησαν καί τῆς Γενοκτονίας ἀπό ὅλον τόν κόσμο.
Ὁ ἀγώνας ὅμως γιά τήν ἀναγνώ¬ριση τῆς Γενοκτονίας πού ὑπέστη ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός δέν εἶναι χρέος μόνο τῶν Ποντίων ἀλλά καί ὁλόκληρου τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ὅλου τοῦ πολιτισμένου καί δημοκρατικοῦ κόσμου.
Εἶναι χρέος μας, ἰδιαιτέρως φέτος πού τιμοῦμε τά 200 χρόνια ἀπό τήν ἐθνική παλιγγενεσία, γιά τήν ὁποία ἀγωνίσθηκε καί ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός, νά ἀγωνισθοῦμε ὅλοι μαζί, ἑνωμένοι, καί ἰδίως οἱ Πόντιοι, μέ μία ψυχή καί μέ μία φωνή, χωρίς διαιρέσεις καί διασπάσεις, γιά νά δικαιωθοῦν τά θύματα μιᾶς ἀπάνθρωπης καί ἀποτρόπαιης ἐξοντώσεως καί νά καταδικαστοῦν ἀπερίφραστα τά φοβερά ἐγκλήματα ἐναντίον τους καί κατά τῆς ἀνθρωπότητος.
Τίποτε δέν θά μπορέ¬σουμε νά ἐπιτύχουμε, ἐάν δέν εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἄς μήν τό ξεχνοῦμε αὐτό!
Καί ἄς μήν ξεχνοῦμε ἀκόμη ὅλοι οἱ Ποντιακοί Σύλλογοι καί τά Πο¬ντιακά Σωματεῖα ὅτι, ἐμεῖς πού κατοικοῦμε στήν Ἠμαθία ἔχουμε ἕνα προνόμιο μοναδικό, ὄχι μόνο πανελλαδικό ἀλλά καί παγκόσμιο, πού κανείς ἄλλος δέν ἔχει: νά ἔχουμε τόν Πόντο στήν Ἠμαθία, δηλαδή στήν Παναγία Σουμελᾶ. Νά ἔχουμε τό μοναδικό αὐτό κειμήλιο, τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας μας, τό Προσκύνημά της, καί νά καταφεύγουμε ἐδῶ, ὅπως κατέφευγαν καί οἱ πατέρες μας καί τῆς ἐμπιστευόταν τά προβλήματά τους καί τῆς ἐξέφραζαν τόν πόνο τους.
Ἄν ἐμεῖς περιφρονοῦμε τήν Παναγία Σουμελᾶ, ἄν ἀγνοοῦμε τό μοναδικό αὐτό προνόμιο καί τήν τιμή πού ἔχουμε, καί προτιμοῦμε νά μένουμε στό γράμμα τῶν ἀπο¬φάσεων, καί νά διχαζόμαστε, τότε ἀπό ποῦ θά ζητήσουμε συμπαράσταση γιά τή δικαίωση τῶν νεκρῶν μας; Καί μή ξεχνοῦμε ὅτι τό γράμμα κτείνει, τό πνεῦμα ζωογονεῖ.
Ἄν δέν ζητήσουμε συμπαράσταση ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο, ἀπό τήν Παναγία Σουμελᾶ, τότε ἀπό ποιόν νά περιμένουμε συμπαράσταση καί βοήθεια; Ἀπό τίς ξένες δυνάμεις, ὅταν ἐμεῖς εἴμαστε διχασμένοι;
Τό γνωρίζουμε ὅλοι: τά παιδιά πρῶ¬τα στή μητέρα τους καταφεύγουν καί ὕστερα στόν πατέρα τους καί σέ ὅλους τούς ἄλ¬λους.
Αὐτό ἄς κάνουμε καί ἐμεῖς. Ἄς ζητήσουμε ὅλοι, ἑνωμένοι, ἀπό τήν Παναγία Σουμελᾶ νά εἶναι συμπαραστάτις μας στόν ἀγώνα γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Γενοκτονίας τῶν πατέρων μας. Ἄς μήν δώσουμε μέ τή στάση μας σέ τρί¬τους τό δικαίωμα νά ἐπαναλάβουν καί γιά μᾶς τούς στίχους τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ:
«Μήν εἰποῦν στόν στοχασμό τους
τά ξένα ἔθνη ἀληθινά:
Ἐάν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
δέν τούς πρέπει ἐλευθεριά».
Ἡ πρόσφατη ἀναγνώριση τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἀρμενίων ἀπό τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες ἐνθαρρύνει καί τίς δικές μας προσπάθειες γιά νά ἀναγνωρισθεῖ ἐπιτέλους καί ἡ Γενοκτονία τῶν Ποντίων ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Εἶναι κάτι τό ὁποῖο πρέπει νά ἐπιδιώξουμε πάσῃ θυσίᾳ καί νά τό ἐπιτύχουμε. Τό ὀφείλουμε στούς προγόνους μας. Τό ὀφείλουμε στούς νεκρούς μας.
Ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε. Ἄς μήν ὀλιγωρήσουμε. Εἶναι χρέος μας!
Τελειώνοντας, ἀδελφοί μου, δέν θά πρέπεινά ξεχνοῦμε ὅτι «ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο».