Το εσπέρας της Τρίτης, 1ης Αυγούστου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Εσπερινό και στην πρώτη Παράκληση της Υπεραγίας Θεοτόκου και κήρυξε τον θείο λόγο στον Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά του Ιατρού στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας.
Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων, όπως κάθε Τρίτη, ανέγνωσε την ειδική ευχή προς τον Άγιο Λουκά τον Ιατρό, ενώ στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον … ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ».
Πρώτη Παράκληση τοῦ Δεκαπενταυγούστου, πρώτη Παράκληση πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἐδῶ στόν ἱερό ναό τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως τήν Παναγία μας. Τήν ψάλαμε ἐνώπιον τῆς Παναγίας τῆς Τριχερούσης, τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, καί προστάτιδός μας. Τήν μεγαλύναμε καί ἐμεῖς, ὅπως καί Ἐκείνη ἐμεγάλυνε τόν Θεό, διότι «ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ», ὅπως ἀκούσαμε πρό ὀλίγου στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Κι ἄν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη, ἐνώπιον τῆς συγγενοῦς της Ἐλισάβετ, τῆς μητέρας τοῦ τιμίου Προδρόμου, τήν ὁποία εἶχε ἐπισκεφθεῖ, νά εὐχαριστήσει τόν Θεό καί νά μεγαλύνει τό ὄνομά του, καί ἐμεῖς αἰσθανόμασθε τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσουμε καί νά δοξάσουμε τήν Παναγία Μητέρα μας, γιατί μᾶς ἀξίωσε καί φέτος νά φθάσουμε στίς εὐλογημένες αὐτές ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταυγούστου, τίς ἀφιερωμένες στή χάρη της, γιά νά ἐπικοινωνοῦμε κάθε ἀπόγευμα μαζί της, ψάλλοντας τόν μικρό καί τόν μεγάλο Παρακλητικό της Κανόνα.
Μακαρίζουμε, λοιπόν, καί μεγαλύνουμε καί ἐμεῖς τήν Παναγία μητέρα μας, γιατί, ὅπως γράφει καί ὁ ἅγιος Λουκᾶς, «δέν μποροῦμε νά μήν θαυμάζουμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά τήν Ὑπεραγία Παρθένο πού ἔγινε ὄργανο τοῦ μεγάλου μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καί ὑπηρέτησε μέ τήν καθαρότητα καί τήν ἁγιότητά της τό μεγάλο ἔργο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Δέν μποροῦμε νά μήν τήν ἀποκαλοῦμε «τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», γιατί ὡς Μητέρα τοῦ ἴδιου τοῦ οὐρανίου βασιλέως εἶναι ὑψηλοτέρα ὅλων τῶν ὑπηκόων του. Γιατί οἱ Ἀρχάγγελοι, τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ εἶναι ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, καί ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρέπει νά τοποθετεῖται ἀπό ἐμᾶς ὑψηλότερα ἀπό ὅλες τίς οὐράνιες δυνάμεις.
Τήν τιμοῦμε, λοιπόν, καί τήν μακαρίζουμε, γιατί τήν ἐτίμησε πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Θεός, καί τήν ἐπικαλούμεθα ὡς μεσίτρια γιά τή σωτηρία μας, προστρέχοντας πρός αὐτήν καί λέγοντας «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς».
Καί τό πιστεύουμε αὐτό πού ζητοῦμε ἀπό τήν Παναγία μας, δηλαδή τή σωτηρία μας, ὄχι γιατί τήν ἐξισώνουμε μέ τόν Υἱό της καί τή θεωροῦμε καί αὐτήν Σωτήρα τοῦ κόσμου. Σωτήρας εἶναι μόνο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καί γνωρίζουμε ὅτι ὁ κόσμος θά σωθεῖ ὄχι ἀπό τήν Παναγία ἀλλά ἀπό τόν Θεό καί Υἱό της μέ τόν Σταυρό του. Ξέρουμε ὅμως ἐπίσης ὅτι ἡ Παναγία μας μᾶς βοηθᾶ μέ τίς προσευχές της ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ της, «πολλά γάρ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου», καί γι᾽ αὐτό τίς ζητοῦμε, ἐπειδή εἶναι τόσο δυνατές ἐνώπιόν του.
Καί ἀκόμη πιστεύουμε στόν λόγο τοῦ Κυρίου πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι «ὅ,τι ἐάν αἰτήσησθε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε». Ἐάν, λοιπόν, ὁ Χριστός ὑπόσχεται ὅτι θά δώσει σέ ὅποιον ζητᾶ μέ πίστη ὁτιδήποτε ἔχει ἀνάγκη, πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν ἐκπληρώσει καί τά αἰτήματα πού ὑποβάλλουμε ἐμεῖς πρός Αὐτόν διά τῆς Παναγίας μας;
Ἡ Παναγία μας, ἄλλωστε, εἶναι αὐτή πού διαθέτει μεγαλύτερη πίστη ἀπό τόν καθένα μας, γι᾽ αὐτό καί τά αἰτήματα πού μεταφέρει στόν Υἱό της ἱκανοποιοῦνται μέ μεγαλύτερη ἀποτελεσματικότητα, ἰδιαιτέρως μάλιστα ὅταν αὐτά τά αἰτήματα ἀφοροῦν τή σωτηρία μας.
Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς, συνεχίζει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, προστρέχουμε στήν Ὑπεραγία Παρθένο Μαρία, ζητώντας της τή σωτηρία μας καί στρεφόμαστε σέ Αὐτήν ἀκριβῶς ὅπως στόν ἴδιο τόν Σωτήρα μας, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, γιατί πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἡ προστάτιδά μας, ἡ εὐλογημένη μητέρα ὅλου τοῦ κόσμου, ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ γένους. Γιατί ἡ Παναγία μας δέν εἶναι μόνο Δέσποινα τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι καί βασίλισσα τῶν οὐρανῶν. Καί ὡς Δέσποινα τοῦ κόσμου ἔχει μεγάλη ἐξουσία νά μᾶς προστατεύει ἀπό τόν διάβολο καί ὡς βασίλισσα τῶν οὐρανῶν ἔχει μεγάλη παρρησία ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ της, στόν ὁποῖο παρίσταται νυχθημερόν δεομένη γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων καί ἰδιαιτέρως γιά χάρη ἐκείνων πού ἐμπιστεύονται στή μητρική της ἀγάπη τή σωτηρία τους.
Γι᾽ αὐτό, ἄς μήν παραλείπουμε καί ἐμεῖς νά ἀπευθύνουμε τά αἰτήματά μας πρός τήν Παναγία μας, ἀλλά καί νά τήν εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα ὅσα μᾶς χάρισε καί μᾶς χαρίζει στή ζωή μας, προστρέχοντας πάντοτε κοντά της, ἰδιαιτέρως μάλιστα αὐτές τίς ἡμέρες πού προετοιμαζόμαστε γιά νά ἑορτάσουμε τή μεγάλη ἑορτή τῆς Κοιμήσεώς της, τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, καί ψάλλουμε κάθε ἀπόγευμα τήν ἱερά Παράκλησή της, ἔτσι ὥστε νά τήν ἔχουμε πάντοτε προστάτιδα καί βοηθό, σκέπη καί καταφυγή στή ζωή μας, ἀλλά καί γιά νά μᾶς χαρίσει διά τῶν πρεσβειῶν της καί διά τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Λουκᾶ τή σωτηρία μας.
\
Θεομητορική εορτή, κατά την οποία η Χριστιανική Εκκλησία τιμά κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου (21 Σεπτεμβρίου για τους παλαιοημερολογίτες) «το γενέθλιον της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου», τη γέννηση, δηλαδή, της Μαριάμ (Μαρίας), της μητέρας του Ιησού Χριστού Την ημέρα αυτή γιορτάζουν ο Παναγιώτης, η Μαρία, ο Μαριανός, η Μαριανή, η Δέσποινα, ο Τσαμπίκος και η Τσαμπίκα. Πολλοί ναοί ανά την Ελλάδα είναι αφιερωμένοι στο Γενέθλιον της Θεοτόκου
Είναι γνωστό ότι τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν παρέχουν πληροφορίες για την καταγωγή και τη γέννηση της Θεοτόκου. Τις σχετικές πληροφορίες τις αντλούμε από το απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου (2ος αιώνας), σύμφωνα με το οποίο η Θεοτόκος γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα με θαυματουργικό τρόπο από μια ενάρετη γηραιά γυναίκα, ονόματι Άννα (εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού Χάνα = εύνοια, χάρη), μετά από επίμονες δεήσεις προς τον Θεό, αυτής και του συζύγου της Ιωακείμ. Η Άννα ήταν στείρα και συνεπώς άτεκνη, γεγονός που εθεωρείτο ντροπή στην ιουδαϊκή κοινωνία της εποχής της.
Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους ήταν γνωστές παρόμοιες διηγήσεις για τη γέννηση της Παναγίας και από το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου. Μετά την καταδίκη από την 3η Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431) της αίρεσης του Νεστοριανισμού, η οποία απέρριπτε, μεταξύ άλλων, το όνομα και τη συμμετοχή της Θεοτόκου στο σωτηριώδες έργο του Χριστού, οι διηγήσεις αυτές άρχισαν να ενσωματώνονται στη λατρεία της Εκκλησίας με τη μορφή των θεομητορικών εορτών.
Η γιορτή της γέννησης της Θεοτόκου καθιερώθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 5ου αιώνα ή στις αρχές του 6ου αιώνα στα Ιεροσόλυμα και από εκεί διαδόθηκε σε όλη τη χριστιανική Ανατολή. Η εισαγωγή της στη Ρώμη έγινε στα τέλη του 7ου αιώνα από Έλληνες μοναχούς που κατέφυγαν στην Ιταλία μετά τους διωγμούς των Αράβων. Πρώτος ο πάπας Σέργιος Α' (687-701) την καθιέρωσε ως επίσημη γιορτή και την περιέλαβε μαζί με άλλες θεομητορικές εορτές στο εορτολόγιο της Δυτικής Εκκλησίας. Τον 11ο αιώνα η γιορτή της γέννησης της Θεοτόκου είχε επικρατήσει σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη.
Η γιορτή κατέχει σημαντική θέση στην υμνογραφία της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας. Εξέχοντες υμνογράφοι (Σέργιος και Στέφανος Αγιοπολίτες, Γερμανός Α' Κωνσταντινουπόλεως, Ρωμανός ο Μελωδός, Ιωσήφ Υμνογράφος) έχουν γράψει ιδιόμελα, κανόνες και κοντάκια, που ψάλλονται κατά την ημέρα της γιορτής. Παράλληλα, οι διηγήσεις για τη γέννηση της Θεοτόκου έχουν καταλάβει εξέχουσα θέση στην εκκλησιαστική ζωγραφική. Εικόνες εκλεκτής τέχνης βρίσκονται στο Άγιο Όρος, στον Μυστρά και την Κρήτη, ενώ αξιολογότατα μωσαϊκά υπάρχουν στη Μονή του Δαφνίου (Αθήνα) και στο τζαμί Καχριέ στην Κωνσταντινούπολη.
Απολυτίκιο
Η γέννησίς σου, Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη
εκ σου γαρ ανέτειλεν ο ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών,
και λύσας την κατάραν έδωκε την ευλογίαν και καταργήσας τον θάνατο
εδωρήσατο ημίν ζωήν αιώνιον.