ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

05 Μαρ 2014

Είναι θλιβερό να νιώθει κανείς την απώλεια ενός κομματιού της πολιτισμικής του κληρονομιάς. Ακόμη πιο θλιβερό εξακολουθεί να είναι ο παραγκωνισμός αυτού του σοβαρού προβλήματος απο την ελληνική κυβέρνηση. Ένα βασικό ερώτημα είναι αν μπορούμε να δικαιολογήσουμε την στάση αυτή.
   Παρά το γεγονός ότι στο ελληνικό κράτος άργησε να γίνει αντιληπτή η σπουδαιότητα τον αρχαιοτήτων εξαιτίας πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, ήδη απο την ίδρυσή του, το 1830, είναι φανερό ότι υπάρχει μία ανεκδιήγητη ανάγκη για σύνδεση με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν. 

Ειδικά, το 1834, με την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, ξεκινά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αρχαία μνημεία που έρχονται στο φώς απο ανασκαφές ξένων Αρχαιολογικών Εταιριών. Ήδη απο την αρχή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, σημαντικό ρόλο στην αρχαιολογική έρευνα είχαν οι ξένες Αρχαιολογικές Σχολές (π.χ. Γαλλική Σχολη Αθηνών < Ίδρυση 1846>, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο <1874>, η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών <1882> κ.α.). Ελληνικοί φορείς που ιδρύθηκαν για την κρατική μέριμνα είναι η Αρχαιολογική Εταιρία ( ίδρυση 1837) και η Αρχαιολογική Υπηρεσία (1833) , με σκοπό την προστασία των αρχαιοτήτων και την προώθηση της αρχαιολογικής έρευνας. Η προσφορά των ξένων Αρχαιολογικών Εταιριών ήταν σπουδαία, καθώς το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε σημαντικές οικονομικές δυσκολίες. Οι ανασκαφικές αυτές έρευνες των ξένων σχολών γίνονταν με την εποπτεία του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού. Έτσι, μπορούμε να δικαιολογήσουμε ως ένα σημείο την στάση της ελληνικής κυβερνήσεως.
   Αυτό που δεν δικαιολογείται είναι ότι το ελληνικό κράτος δεν έλαβε δραστικότερα μέτρα σε περιπτώσεις όπου γνώριζε ότι πρόκειται για κλοπές αρχαιοτήτων.  Εδώ και πολλά χρόνια η εμπορευματοποίηση των αρχαιοτήτων ωφελεί αρχαιοπωλητές, οι οποίοι δεν έχουν καμία συναίσθηση πολιτισμικής κληρονομιάς, πολλές φορές κακόφημοι και ανειδίκευτοι. Τα διάφορα αυτά αρχαιολογικά ευρήματα καταλήγουν είτε σε συλλέκτες, οι οποίοι για να τα αποκτήσουν καταθέτουν υπέρογκα ποσά, είτε δίνονται σε δημοπρασίες σε μουσεία όλου του κόσμου.  Δυστυχώς, οι διεθνείς νόμοι που ισχύουν στις μέρες μας ευνοούν τους συλλέκτες και όχι τα νόμιμα, τίμια μουσεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχαιοκαπηλίας είναι τα μάρμαρα του Παρθενώνα, τα οποία υπέστησαν  φοβερές καταστροφές στα χέρια του κόμη Έλγιν, ο οποίος κατάφερε να τα πουλήσει το 1816 στη Βρετανική Κυβέρνηση.
   Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι καταστροφές και οι κλοπές  κατα τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο απο τους ναζί. Οι Γερμανοί έχουν δώσει πολύ μικρή αποζημίωση πολεμική , όσο και μικρό τους ήταν το κόστος για τις κλεμμένες αρχαιότητες. Τα οικονομικά μέτρα που υποχρεούται να τηρεί στις μέρες μας η Ελλάδα, εξαιτίας των επιπτώσεων της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής κρίσης , θα έπρεπε να είναι πολύ πιο ευνοικά λόγω του ξεριζωμού αυτών των εθνικών μας αρχαιοτήτων. Βασικότερη όμως επιδίωξη θα ήταν φυσικά η επιστροφή αυτών.   Οι κλοπές υπήρξαν πολλές. Πού βρίσκεται το ελληνικό κράτος ;  Μάλλον η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική.  Η πολιτισμική κληρονομιά προυποθέτει και  την πολιτισμική συνέχεια. Αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν μάλλον το θάρρος να διεκδικήσουν τα κλοπιμαία. Η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να αρκείται σε μερικές ευφυέστατες προσωπικότητες(κι όμως υπάρχουν!) , οι οποίες δρούν ατομικά και οι επιδιώξεις τους περιορίζονται και δεν μπορούν να επέμβουν σε ένα εθνικό ζήτημα, όπως η επιστροφή των κλεμμένων αρχαιοτήτων. Ίσως η μόνη λύση είναι μια παγκόσμια επανάσταση όλων των χωρών που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα ώστε να επαναπατριστούν όλα τα κλεμμένα. Είναι σίγουρο ότι θα δείχνουν πολύ πιο όμορφα ‘’σπίτι’’ τους, παρά στις ξένες βιτρίνες μακρινών μουσείων!

ΧΑΡΑ  ΛΕΚΚΑ

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ&ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ  ΑΠΘ

Alexandriamou.gr
Δημοσιογραφική Ενημερωτική Ηλεκτρονική Εφημερίδα
Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας