«Χάθηκε το ανοιξιάτικο πεύκο και η πορτοκαλιά. Ως εδώ έχουμε μια ήττα. Και το έλατο δεν δούλεψε, αν εξαιρέσουμε την Πελοπόννησο. Η βελανιδιά είναι οριακά, ενώ τα πεύκα τους επόμενους μήνες είναι η τελευταία μας ελπίδα. Εάν δεν μας γυρίσει την πλάτη το πεύκο, θα μείνουμε βιώσιμοι. Εάν έχουμε νέες απαγορεύσεις ή lockdown και δεν μπορέσουμε να πάμε στη Χαλκιδική και τη Θάσο, η μελισσοκομία θα βάλει λουκέτο» είπε χαρακτηριστικά, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM».
Σύμφωνα με τον κ. Ντούρα, οι κυψέλες στην Ελλάδα είναι περίπου 2,5 εκατομμύρια και ανάλογα με την εποχή διαφέρει ο αριθμός των μελισσών. Για παράδειγμα, τους ανοιξιάτικους και τους καλοκαιρινούς μήνες, που τα μελίσσια είναι αναπτυγμένα, η κάθε κυψέλη έχει από 35.000 έως 40.000 μέλισσες, ενώ τον χειμώνα ο αριθμός αυτός πέφτει στις 7.000 μέλισσες.
«Τη φετινή χρονιά είχαμε, έως τώρα, δύο προβλήματα. Η μέλισσα είναι απόλυτα εξαρτώμενη από τις καιρικές συνθήκες, που δεν ήταν καλές και με τον κορωνοϊό. Με τις απαγορεύσεις δεν μπορούσαμε να πάμε στα μελίσσια μας ώστε να τα φροντίσουμε όσο έπρεπε ή να τα μεταφέρουμε σε μέρη που θα ήταν καλύτερα για την ανάπτυξή τους. Έχουμε μεγάλη ζημιά έως εδώ και βρισκόμαστε σχεδόν στο μηδέν» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Οι μελισσοκόμοι στη χώρα, σύμφωνα με την Ομοσπονδία, ανέρχονται σε περίπου 25.000, που χωρίζονται σε τρεις γενικές κατηγορίες: οι 5.000 έχουν τη μελισσοκομία ως κύριο επάγγελμα, οι 10.000 είναι ετεροαπασχολούμενοι και οι υπόλοιποι 10.000 ερασιτέχνες-ρομαντικοί που ασχολούνται με τη μέλισσα.
Ο κ. Ντούρας αναφέρθηκε επίσης και στην ποιότητα του ελληνικού μελιού, την οποία πρέπει να εμπιστεύονται οι καταναλωτές, λέγοντας πως «τα τελευταία χρόνια υπήρξαν προβλήματα με ελληνοποιήσεις και μεγάλη νοθεία στην αγορά. Το κινέζικο μέλι είναι ουσιαστικά σχεδόν τεχνητό μέλι».