Το δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα την ενοχή τους - Η δίκη διεκόπη ενόψει των ελαφρυντικών που θα αιτηθούν οι συνήγοροι υπεράσπισης
Την ενοχή και των 12 κατηγορουμένων για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού και τον τραυματισμό των δύο φίλων του, αποφάσισε ομόφωνα το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης.
Το Δικαστήριο απήγγειλε σε κάθε κατηγορούμενο ξεχωριστά τις κατηγορίες καλώντας έναν έναν να σηκωθεί από τη θέση του.
Η κατηγορία της από κοινού ανθρωποκτονίας με δόλο (για την περίπτωση του Άλκη) μετατράπηκε σε ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, ενώ κάποιοι κρίθηκαν ένοχοι ως συνεργοί στην πράξη αυτή. Ειδικότερα, οι επτά κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για τη δολοφονία του Άλκη και οι άλλοι πέντε για συνέργεια.
Το Δικαστήριο διέκοψε ενόψει των ελαφρυντικών που θα αιτηθούν οι συνήγοροι υπεράσπισης.
Αποδοκιμασίες σε βάρος των κατηγορούμενων και ένταση επικράτησε αμέσως μετά τη διακοπή.
Από την πρώτη συνεδρίαση, στα μέσα του περασμένου Ιανουαρίου, μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει 47 συνεδριάσεις, εξετάστηκαν περισσότεροι από 75 μάρτυρες (κατηγορίας και υπεράσπισης), αναγνώστηκαν περί τα 300 έγγραφα και απολογήθηκαν οι κατηγορούμενοι που έδωσαν τις δικές τους εξηγήσεις για την εμπλοκή τους στο έγκλημα.
Ακολούθησε η πρόταση της εισαγγελέως της έδρας Κυριακής Κλιάμπα που ζήτησε την ένοχη για όλους τους κατηγορούμενους -ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχή τους- και έκανε λόγο για «επίθεση οργανωμένη και σχεδιασμένη μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο με κοινό ανθρωποκτόνο δόλο σε βάρος όλων των θυμάτων».
«Λυπάμαι πραγματικά, έχουμε 12 νέα παιδιά που ήταν στο χέρι τους να ακολουθήσουν έναν καλύτερο δρόμο στη ζωή τους κι όχι το σκοτάδι. Σε έναν "ανορθόδοξο πόλεμο" η νίκη σημαίνει καταδίκη» ήταν τα τελευταία λόγια της εισαγγελέως ολοκληρώνοντας την τριήμερη αγόρευσή της.
Επί της εισαγγελικής πρότασης τοποθετήθηκαν στη συνέχεια, διαδοχικά, οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης, με τους τελευταίους να επιχειρούν να αντικρούσουν το βαρύτατο κατηγορητήριο, το οποίο αντιμετωπίζουν οι εντολείς τους.
Η κυρία Κλιάμπα, στην πρότασή της για την ενοχή των κατηγορουμένων, είχε τονίσει ότι οι «12» ελαβαν όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, αποφάσισαν ακριβώς πώς θα κινηθούν τη μοιραία νύχτα και κατέβηκαν οπλισμένοι σαν «αστακοί» από τον σύνδεσμο, «σα να πήγαιναν σε εμολεμη ζώνη να πολεμήσουν για την πατρίδα και την οικογένειά τους».
Όπως είχε πει, ο πρώτος κατηγορούμενος ως αρχηγός, τους υπέδειξε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για τη δολοφονική επίθεση και εκείνοι σαν καλοί και πιστοί στρατιώτες το ακολούθησαν, γνωρίζοντας πολύ καλά πως πήγαιναν για να σκοτώσουν. «Είχαν ένα οπλοστάσιο για να επιτεθούν όλοι μαζί και να αφαιρέσουν τις ζωές των εχθρών τους», τόνισε.
«Ο πρώτος κατηγορούμενος γνώριζε απόλυτα τι έκανε, είχε σκεφτεί κάθε λεπτομέρεια και λειτούργησε σαν εκτελεστής. Όλοι τους ήταν αποφασισμένοι και αμετανόητοι, τους είχε κυριεύσει η εκδίκηση», είχε επισημάνει.
Σχετικά με τη στιγμή της δολοφονικής επίθεσης, η εισαγγελέας είχε αναφέρει ότι έγινε σε δύο «ημίχρονα», με τους «στρατιώτες» να ακολουθούν τις εντολές του αρχηγού, δηλαδή του πρώτου κατηγορουμένου. «Στο πρώτο ημίχρονο υπήρχε ο αιφνιδιασμός, η περικυκλωση και η επίθεση, ενώ μετά από νόημα του αρχηγού, ακολούθησε το δεύτερο ημίχρονο με τη σύμπραξη, με σκοπό να αποτελειώσουν τον αποδυναναμομενο εχθρό», είχε πει.
Ειδικότερα, η κυρία Κλιάμπα είχε τονίσει ότι η επίθεση ξεκίνησε μόλις οι κατηγορούμενοι έλαβαν απάντηση από τα θύματα σχετικά με την ομάδα που υποστηρίζουν. «Τότε άναψε το πράσινο φως και ξεκίνησε η επίθεση. Επικρατεί ένα χάος, επιτέθηκαν βουβά, ψυχρά και ανελέητα με σαφή ανθρωποκτόνο δόλο. Σε πρώτο χρόνο ο καθένας έπρεπε να αναλάβει από έναν. Το σύνθημα του αρχηγού, μόλις δει του χάος, θα δώσει σύνθημα και στους άλλους τέσσερις. Η πρώτη ομάδα πρέπει να καταφέρει να τους υποτάξει ώστε να έρθουν οι άλλοι τέσσερις και να αποτελειωσουν τα θύματά τους».
Η κυρία Κλιάμπα είχε υπογραμμίσει, ακόμη, πως οι κατηγορούμενοι σημαδευαν με τα όπλα τους, όπως το δρεπάνι και τα μαχαίρι, σε συγκεκριμένα σημεία όπως η μηριαία αρτηρία, θέλοντας να σκοτώσουν τα θύματά τους και όχι να τους προκαλέσουν σωματικές βλάβες.
Ο κατηγορούμενος με το δρεπάνι και τα «ανελέητα χτυπήματα»
«Το δρεπάνι ξεκοιλιαζει, ήθελε να πλήξη συγκεκριμένο σημείο, σημαδεύοντας χαμηλά, ήξερε πως αν τον πετύχει μπορεί να τον τελειώσει και να έχουμε την πρώτη επιτυχία. Νιώθει ανίκητος και άτρωτος, με το εντυπωσιακό του όπλο και τη συνδρομή των φίλων του», είχε πει για τον κατηγορούμενο με το δρεπάνι.
«Οι κατηγορούμενοι εναλλάσσονται στο δευτερόλεπτο, χτυπούσαν με μανία μια τον έναν μια τον άλλον. Σημαδευαν τον Άλκη στο ίδιο ευαίσθητο σημείο και έπειτα από δύο αποτυχημένες προσπαθείς τελικά τα τα κατάφεραν, τον χτυπούν με μαχαίρι στην μηριαία αρτηρία και συνεχίζουν να τον χτυπούν με αρρωστημένο μίσος», είχε αναφέρει, περιγράφοντας τα βάναυσα χτυπήματα που δέχθηκε ο 19χρονος Άλκης από τους κατηγορούμενους που χρησιμοποίησαν δρεπάνι, μαχαίρια, ξύλα και άλλα αντικείμενα, για να τον σκοτώσουν.
«Ό Άλκης ανέβηκε ψηλότερα στα σκαλοπάτια, στα μάτια των κατηγορουμένων φάνταζε γίγαντας επικίνδυνος, αλλά δυστυχώς για αυτόν δεν ήξερε τι σημαίνει βία και ήταν ένας αθώος γίγαντας. Δέχθηκε ανελέητα χτυπήματα, ταυτόχρονα και διαδοχικά, οι κατηγορούμενοι εναλλάσσονταν για να τον υποτάξουν», είχε πει η εισαγγελέας.
Για τον φίλο του 19χρονου φοιτητή, θύμα της βάναυσης επίθεσης, η εισαγγελέας είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι «γλίτωσε από του χάρου τα δόντια», καθώς δέχτηκε σφοδρά χτυπήματα από διάφορες μεριές, την ώρα που έψαχνε τον κολλητό του που σκότωναν οι κατηγορούμενοι.