Κυριακή, 22 Ιανουαρίου, και η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη ενός εκλεκτού της τέκνου, του Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου. επισκόπου Εφέσου, που έζησε την εποχή των πρώτων δύσκολων και συνάμα ηρωικών χρόνων της. Γι’ αυτό και έχει καθιερωθεί από πολύ παλιά το Αποστολικό Ανάγνωσμα της ημέρας να είναι αφιερωμένο στον Άγιο Τιμόθεο και μάλιστα παρμένο από την πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τον ίδιο τον Άγιο. Πριν όμως επιχειρήσουμε να εμβαθύνουμε στο περιεχόμενο και το νόημα του Αναγνώσματος, ας πούμε λίγα λόγια για τη ζωή του Αγίου, ώστε να τον γνωρίσουμε καλύτερα.
Ο Άγιος Απόστολος Τιμόθεος καταγόταν από την πόλη Λύστρα της Λυκαονίας (περιοχής της Μικράς Ασίας). Ο πατέρας του ήταν Έλληνας και ειδωλολάτρης στο θρήσκευμα ενώ η μητέρα του Ευνίκη ήταν ευσεβής προσήλυτη στην ιουδαϊκή θρησκεία. Ο Τιμόθεος ανατράφηκε σαν πιστός Ιουδαίος από τη μητέρα και τη γιαγιά του Λωίδα με πίστη στον ένα αληθινό Θεό και αγάπη στον ευσεβή και θεάρεστο τρόπο ζωής.
Το 45 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος έφτασε για πρώτη φορά στην πόλη τους και με το κήρυγμά του μετέστρεψε στον Χριστιανισμό τη μητέρα και τη γιαγιά του Τιμοθέου. Μερικά χρόνια μετά, ξαναεπέστρεψε και βρήκε τον νεαρό Τιμόθεο γεμάτο ζήλο και πόθο για το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Με παρότρυνση των Χριστιανών της πόλης τον βάπτισε και τον επέλεξε ως σύντροφό του στους κόπους του. Υπήρξε τέτοια η αγάπη μεταξύ τους που ο Παύλος τον αποκαλούσε και του φέρονταν σαν παιδί του ενώ εκείνος τον υπάκουε και τον τιμούσε σαν πατέρα του αληθινό.
Ο Άγιος Τιμόθεος ξεχώριζε για την υπακοή, την πραότητα, τη σεμνότητα και την ταπεινοφροσύνη του, αρετές απόλυτα απαραίτητες για κάθε Χριστιανό. Στολισμένος από αυτές αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα όχι μόνο για τους πιστούς αλλά και για τους απίστους οι οποίοι διακρίνοντας επάνω του τη Χάρη του Θεού και ακούγοντας τους θερμούς και γεμάτους ιεραποστολικό ζήλο λόγους του, έλκονταν στην πίστη του Χριστού.
Συνοδεύοντας τον Απόστολο Παύλο έφτασε και στη δική μας περιοχή, στη Βέροια, όπου μετέφερε με το διδάσκαλό του το μήνυμα του Ευαγγελίου στους διψασμένους για αιώνιο φως και αλήθεια κατοίκους της πόλης. Μετά την αποχώρηση του Παύλου, ο Τιμόθεος έμεινε μαζί με τον Σίλα στην πόλη προκειμένου να στερεώσει τους Βεροιείς στην πίστη και να οργανώσει την πρώτη τους Εκκλησία.
Ακολούθησε τον Παύλο και σε όλες τις άλλες του περιοδείες ενώ στάλθηκε πολλές φορές από εκείνον σε δύσκολες αποστολές σε διάφορες πόλεις. Ήταν κοντά στον Παύλο ακόμα και όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Ρώμη. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση του Αποστόλου συναντιούνται στην Ανατολή και τοποθετείται από εκείνον επίσκοπος στην πόλη Έφεσο. Ήταν ίσως η δυσκολότερη διακονία που είχε αναλάβει ποτέ, μια που τα χρόνια εκείνα η πόλη αυτή ήταν, θα λέγαμε, η μητρόπολη της ειδωλολατρίας. Εκεί εργάστηκε με πολύ ζήλο, υπομονή και επιμονή προκειμένου να φέρει τους πλανεμένους ανθρώπους στο φως της αλήθειας του Ευαγγελίου.
Διέκοψε το έργο του μόνο για να βρεθεί κοντά στον πνευματικό του πατέρα Παύλο στις τελευταίες του στιγμές στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Έφεσο συναντήθηκε με τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη, κοντά στον οποίο ωφελήθηκε πάρα πολύ. Συνέχισε να ποιμαίνει την Εκκλησία της Εφέσου με νεανικό ενθουσιασμό και άμετρο ζήλο που ενισχύονταν από την άπειρη αγάπη του στο Θεό και τους συνανθρώπους του. Ιδιαίτερα πονούσε για τους ειδωλολάτρες τους οποίους με συμβουλές προσπαθούσε να διαφωτίσει. Κάποια μέρα όμως αυτοί εξαγριωμένοι του επιτέθηκαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια. Οι μαθητές του έτρεξαν να τον σώσουν από τα γεμάτα μίσος χέρια τους και τον μετέφεραν μισοπεθαμένο σε ένα γειτονικό ύψωμα. Εκεί ο Άγιος παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Αυτός ήταν εν συντομία ο βίος και η πολιτεία του Αγίου Τιμοθέου. Ας περάσουμε τώρα στο περιεχόμενο του Αποστολικού Αναγνώσματος της σημερινής ημέρας που είναι αφιερωμένο στο ιερό πρόσωπό του.
Γράφει ο Απόστολος του Χριστού Παύλος προς το αγαπημένο του πνευματικό παιδί: «Παιδί μου Τιμόθεε, αυτό που λέω είναι αλήθεια κι αξίζει να γίνει πέρα για πέρα αποδεκτό. Κι εμείς γι’ αυτό υπομένουμε κόπους και ονειδισμούς, γιατί στηρίξαμε την ελπίδα μας στον αληθινό Θεό, που είναι Σωτήρας όλων των ανθρώπων κι ιδιαίτερα των πιστών. Αυτά να παραγγέλλεις και να διδάσκεις. Κανείς να μη σε καταφρονεί που είσαι ακόμη νέος. Αντίθετα, να γίνεις υπόδειγμα για τους πιστούς με το λόγο, με τη συμπεριφορά σου, με την αγάπη, με την πνευματική ζωή, με την πίστη, με την αγνότητα. Ώσπου να έρθω, συγκέντρωσε την προσοχή σου στην ανάγνωση των Γραφών, στις συμβουλές και στη διδασκαλία. Μην αφήνεις αχρησιμοποίητο το χάρισμα που έχεις και που σου δόθηκε όταν ύστερα από υπόδειξη των προφητών της Εκκλησίας, σε χειροτόνησαν οι πρεσβύτεροι. Αυτά να έχεις στον νου σου, μ’ αυτά να ασχολείσαι, ώστε η πρόοδός σου να είναι φανερή σ’ όλα» (Α΄ Τιμόθεον, κεφάλαιο δ΄, στίχοι 9-15).
Με αυτά τα λόγια μιλά ο Απόστολος Παύλος στο αγαπητό του πνευματικό παιδί, στην πρώτη του επιστολή προς αυτό, που σώζεται και υπάρχει μαζί με τη δεύτερη του μέσα στην Καινή μας Διαθήκη. Και είναι πραγματικά πολύ συγκινητικό να διαβάζει κανείς τις πατρικές συμβουλές του Παύλου, σε έναν νέο και μάλιστα επίσκοπο και να διακρίνει μέσα σε αυτές τη γνήσια αγάπη και το ανύστακτο ενδιαφέρον για την προκοπή του.
Κι ένα δεύτερο όμως που παρατηρεί κανείς, είναι πως η προκοπή αυτή δεν αντιμετωπίζεται ξεκομμένα από τους υπόλοιπους συνανθρώπους του, αλλά τίθεται υπό το πρίσμα της γενικότερης πνευματικής προόδου «όλων των ανθρώπων κι ιδιαίτερα των πιστών», στους οποίους ο Τιμόθεος καλείται να καταστεί «υπόδειγμα». Γιατί έτσι νοείται η πραγματική πνευματική προκοπή, όταν δεν περιορίζεται μόνο στα στενά όρια του «εαυτούλη μου», αλλά αγκαλιάζει όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Διότι, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η πορεία μας προς τη Βασιλεία του Θεού δεν γίνεται ατομικά, αλλά συλλογικά, ως μέλη ενός σώματος, του σώματος της Εκκλησίας που έχει ως κεφαλή της τον Ιησού Χριστό.
Έτσι, η πνευματική πρόοδος μου, αντανακλά και στον διπλανό μου, όπως αντίθετα και η πνευματική υστέρηση μου, επηρεάζει και ενδιαφέρει και τον αδελφό μου συναγωνιστή Χριστιανό, που στέκεται δίπλα μου, κοντά μου, σαν «οπλίτες» μιας μεγάλης πνευματικής φάλαγγας, που ενωμένη και αδιάσπαστη, μάχεται -όπως εκείνες των αρχαίων προγόνων μας- τον κοινό πονηρό εχθρό, που προσπαθεί με λύσσα να διασπάσει τη φάλαγγα των πιστών, να ξεκόψει τους μαχητές και αδύναμους να τους κατανικήσει έναν έναν. Ο Χριστιανός λοιπόν, που προοδεύει δεν κοιτάζει να τραβήξει μπροστά, να ξεχωρίσει και να διακριθεί, αδιαφορώντας για τους γύρω του (γιατί αυτό θα σημάνει την υπερήφανη καταστροφή του) αλλά μοχθεί ταπεινή, την πρόοδό του αυτή να τη μοιραστεί με τους άλλους αδελφούς του και όλοι μαζί να προαχθούν προς τα κρείσσονα.
Γι’ αυτό και το παράδειγμα κάθε Αγίου είναι αναγκαίο και απαραίτητο εντός της Εκκλησίας, ώστε η «φανερή του σ’ όλα πρόοδος» να επηρεάζει θετικά, να εμπνέει εποικοδομητικά και να παροτρύνει πρακτικά και τα υπόλοιπα μέλη της, στο κοινό της σωτηρίας αγώνα. Ο Απόστολος Παύλος μάλιστα, υπογραμμίζει έξι σημεία πάνω στα οποία θα πρέπει να επιμείνει κάθε Χριστιανός που «έχει στο νου του και ασχολείται με την πρόοδό του»: «να γίνεις υπόδειγμα για τους πιστούς με το λόγο, με τη συμπεριφορά σου, με την αγάπη, με την πνευματική ζωή, με την πίστη, με την αγνότητα».
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν κι εμείς αδελφοί μου συναγωνιστές και «ομοφάλαγγοι», να κάνουμε τρόπο ζωής τα σημεία αυτά, ώστε να προκόψουμε αληθινά και να γίνουμε ωφέλιμα παραδείγματα στους γύρω μας, για την αγάπη του Χριστού και τη χαρά της Μητέρας μας Εκκλησίας. Αμήν.
Με αγάπη Χριστού.
«ο γραφέας»