Η «τελευταία Eλληνίδα θεά» και η «γυναίκα – φλόγα». Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό της, η Μελίνα Μερκούρη παραμένει αδιαμφισβήτητα μια από τις επιδραστικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα.
Η Μελίνα Μερκούρη ταξίδεψε στη Γερμανία μαζί με μια ελληνική αποστολή. Η παρουσία της είχε γίνει από μέρες γνωστή και μια ομάδα εκπροσώπων ελλήνων μεταναστών ζήτησε να τη συναντήσει. «Κυρία Υπουργέ», ξεκίνησε κάποιος χρησιμοποιώντας αυτή την προσφώνηση.
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει η Μελίνα είχε πάρει τον λόγο. «Μελίνα με λένε παιδί μου». «Κυρία Μελίνα», διόρθωσε τότε ο συνομιλητής της. «Μελίνα σκέτο βρε παιδί μου, μπα».
Τη βάφτισαν Αμαλία-Μαρία. Δεν τη φώναξαν ποτέ έτσι. Το όνομα που θα χρησιμοποιούσε σε ολόκληρη τη ζωή της θα ήταν το Μελίνα. Το σκέτο. Χωρίς επίθετα, χωρίς προσδιορισμούς.
Η Μελίνα των Ελλήνων
Ήταν η Μελίνα των Ελλήνων. Η Μελίνα των ξένων. Η Μελίνα των μαρμάρων του Παρθενώνα. Η Μελίνα η αγωνίστρια. Η Μελίνα η διεκδικήτρια. Η Μελίνα η δημοκράτισσα. Η Μελίνα που καθόρισε την πολιτική. Η Μελίνα που λατρεύτηκε για το ταλέντο της. Ήταν η Μελίνα και δεν χρειαζόταν συστάσεις. Το αιώνιο σύμβολο.
«Εμένα παντού μου μιλάνε οι άνθρωποι στον δρόμο. Κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Μου λένε ένα σωρό πράγματα: ή ένα δικό τους πρόβλημα ή αναφέρονται σε μένα. Λόγου χάριν, “Μην καπνίζεις, Μελίνα, σου κάνει κακό”. Θείο μού φαίνεται αυτό. Νοιάζονται, βρε παιδί μου. Ή “Πες του Ανδρέα ότι δεν αντέχουμε άλλο, να τελειώνουμε μ’ αυτούς. Να κάνουμε κάτι να φύγουνε αυτοί”.
Ή μου λένε ‘’Είσαι καλά τώρα, ε;’’ Μου κλείνουν το μάτι, σαν να μου λένε συνεννοηθήκαμε, ε; Φοβηθήκανε για την υγεία μου. (…) Το θαύμα ήταν όταν πήγα στη συγκέντρωση για τη Μακεδονία στο Πεδίον του Άρεως. Την ώρα που πήγαινα να φύγω, πέσαμε επάνω σε μια μεγάλη ομάδα με παιδιά. Άρπαξαν λοιπόν τ’ αυτοκίνητο και το σήκωσαν επάνω.
Τρομάξαμε γιατί εμείς ήμασταν μέσα. Φώναζαν ρυθμικά “Μελίνα, Μελίνα, Μελινάκι” Τότε πλησίασε ένας μπόμπιρας, 13-14 ετών, και έβαλε το πρόσωπό του στο τζάμι. “Τι φωνάζεις βρε”, του λέω, “πού με ξέρεις εσύ;” Και τότε μου ’δωσε την απάντηση: “Άντε καλέ που δεν σε ξέρω. Εσύ δεν είσαι η Μαμά Ελλάς;”
Τρελάθηκα τότε. Με πήραν τα δάκρυα. Ένα παιδάκι 13 ετών μπορεί να σε συνταράξει, μπορεί να σε ταρακουνήσει, μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ότι κάτι αντιπροσωπεύεις, αξίζει λοιπόν όχι να πεθάνεις, να πεθάνεις οκτακόσιες φορές για χάρη του.
Είπαμε για τις ρυτίδες. Ε, λοιπόν, δεν μ’ ενδιαφέρει πόσες χαρακιές θα έχει το πρόσωπό μου, ας με χαράξει όσο θέλει ο χρόνος. Εγώ εδώ θα τον κοιτάζω κατάματα και θα παραδέχομαι πάντα ότι άξιζε τον κόπο να κάνει κανείς αυτό το ταξίδι».
Με τα δικά της λόγια από τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Βασίλη Καββαθά για τον «Ταχυδρόμο» που είχε κυκλοφορήσει στις 20 Ιανουαρίου του 1993. Η Μελίνα Μερκούρη αγαπούσε την επαφή με τον κόσμο, την έθρεφε. Κι ας έλεγε καμια φορά πως θα ΄θελε να ‘ναι τελείως ανώνυμη, να ζει σε ένα νησί μακριά από τις έγνοιες.
Έζησε «μια δημόσια ζωή» και θέλησε εκουσίως να αφιερωθεί στην τέχνη, στον έρωτα, στον αγώνα, στην Ελλάδα. Χωρίς κρατήματα, χωρίς αναστολές, χωρίς υπολογισμούς.
Ο παππούς Σπύρος, το θέατρο κι ένας «γάμος ετελέσθη»
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Καταγόταν από οικογένεια πολιτικών και ήταν η αγαπημένη εγγονή του Σπύρου Μερκούρη. Στο σπίτι του μεγάλωσε, δίπλα του έκανε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις της σε νηπιακή ηλικία.
Συναρπαζόταν από τότε από τις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου, έστω και αν απευθύνονταν στον «Μεγάλο Σπύρο» όπως όλοι φώναζαν τον παππού της. Ο κόσμος της κλονίστηκε όταν ο παππούς Σπύρος πέθανε. Ένιωσε προδομένη, βλέπεις την είχε κάνει να πιστέψει πως ήταν άτρωτος.
Ανήσυχο κι ατίθασο πνεύμα που δύσκολα θα ακολουθούσε νόρμες και καλούπια. Έφηβη ακόμα ερωτεύεται τον Πάνο Χαροκόπο, ο οποίος της υπόσχεται (και τηρεί την υπόσχεσή του) ότι θα της παράσχει πλήρη ελευθερία να ασχοληθεί με το θέατρο. Παντρεύονται κρυφά και στέλνουν στις οικογένειές τους τηλεγράφημα : «Γάμος ετελέσθη».
Δίνει εξετάσεις στο Εθνικό και απαγγέλει Καρυωτάκη. Ανάμεσα στους εξεταστές της και ο Αιμίλιος Βεάκης. Έγινε δεκτή πανηγυρικά και την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης.
Θα ακολουθήσει η Μπλάνς Ντυμπουά από το «Λεωφορείον ο πόθος», ο Κάρολος Κουν και το «Θέατρο Τέχνης», το Παρίσι, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και η Κολέτ, το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη» και φυσικά η «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, το φεστιβάλ των Καννών το 1956 και ο Ζυλ Ντασσέν.
Η Μελίνα και ο Ντασσέν
«Ο Ντασέν με γνώρισε στην οθόνη», θα αποκαλύψει η Μελίνα Μερκούρη σε μια συνέντευξη στο ΚΛΙΚ. «Ο Κακογιάννης τον παρακάλεσε να έρθει στην προβολή της Στέλλας.
Ο Τζούλης, εκείνη την εποχή ήταν το πιο φανταχτερό πλάσμα του φεστιβάλ. Ήρθε, είδε το φιλμ. Εγώ, με τη φίλη μου τη Ρένα και τον Φούντα καθόμασταν πίσω. Όταν τελείωσε η ταινία, είδα έναν άνθρωπο με πολύ γαλάζια μάτια να πηδάει σαν αθλητής τα καθίσματα και να έρχεται να μας παίρνει αγκαλιά, τον Φούντα κι εμένα. Τα μάτια του ήταν πολύ γαλανά.
Ο Μιχάλης είπε: “Να σας συστήσω, η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Φούντας. Ο Ζυλ Ντασσέν”. “Τι ωραία που περπατάτε”, μου είπε, “τι ωραία που γελάτε”. Ήταν ο άνθρωπος που θα με μάθαινε πώς να κλαίω».
Μετά την προβολή, Μελίνα και Ντασσέν πηγαίνουν για ένα ποτό. Της εξομολογείται ότι δουλεύει πάνω σε ένα σενάριο βασισμένο στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» κι ότι μάλλον ένας από τους ρόλους της ταιριάζει. Βλέπει τα γαλανά μάτια του αλλά δεν ακούει τη φωνή του.
Η Μελίνα θέλει το βραβείο, μονάχα αυτό σκέφτεται εκείνο το βράδυ. Η επιτροπή αποφασίζει να μην απονείμει το βραβείο της καλύτερης ηθοποιού. Χρόνια αργότερα θα επιστρέψει νοητά στις Κάννες του ’56 και θα γράψει στην αυτοβιογραφία της: «Στις Κάννες μετά την τελετή της απονομής των βραβείων γίνεται ένα μεγάλο δείπνο και χορός.
Πάνε όλες οι διασημότητες, οι πολιτικοί αξιωματούχοι που έχουν έρθει από το Παρίσι για την περίσταση, οι κριτές, εκείνοι που κέρδισαν βραβεία και εκείνοι που έχασαν. Είναι σκληρό για τους χαμένους να πηγαίνουν στον χορό, αλλά το να μην πας θα ‘δειχνε αγένεια.
Κρύφτηκα σε μια γωνιά για να μην βλέπει κανείς τα δάκρυά μου. ‘’Έχει τόση μεγάλη σημασία το βραβείο; Ήταν ο άνθρωπος με τα γαλανά μάτια. Τον μίσησα. Εκείνος μπορούσε να μιλάει – είχε πάρει το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη. Ποιος διάβολος ήταν για να μου μιλάει με αυτό το ύφος; ‘’Αλήθεια;’’» γκάριξα. Γκάριξα σαν γάιδαρος. ‘’Αξίζεις πολύ περισσότερα απ’ αυτό’’. Με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε».
Κάπως έτσι η Μελίνα έγινε η αιώνια μούσα του, η αιώνια αγαπημένη του. «Τον ερωτεύτηκα τρομερά, μέχρι αυτοκτονίας. Και μου έδειξε μια άλλη πρόταση ζωής. Ήμουν πολύ κυνικό πλάσμα και μου είπε πράγματα που δεν τα είχα ξανακούσει. Τον θαύμαζα πάρα πολύ. Έζησα τον απόλυτο έρωτα».
Η αδικία των Καννών θα αποκατασταθεί τέσσερα χρόνια με το «Ποτέ την Κυριακή» κι ένα βραβείο από κοινού με τη Ζαν Μορό για το Moderato Cantabile. Η Μελίνα που κρυβόταν για να μην φανούν τα κλαμένα μάτια της δεν θυμίζει σε τίποτα τη Μελίνα που πήγε στο γλέντι μετά τη νίκη.
Δέκα χιλιάδες ποτήρια έσπασαν εκείνο το βράδυ στο μαγαζί στις Κάννες. Ο Ζαμπέτας έπαιζε μπουζούκι μέχρι τις 7:30 το πρωί. «Κούκλα, να ζήσεις» φώναζε ο Ζορζ Σιμενόν στη Μελίνα κι εκείνη συνέχιζε να χορεύει και να τραγουδά, έχοντας ένα τσιγάρο στο στόμα.
Η διεθνής αναγνώριση είναι πλέον γεγονός. Η Μελίνα ανοίγει τα φτερά της. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1966 κυκλοφορεί το περιοδικό Life με τίτλο «Το κορίτσι του Ποτέ την Κυριακή έρχεται στο Μπρόντγουεϋ». «Στη Λόρεν κάνατε έντεκα εξώφυλλα», λέει προκλητικά. «Μου χρωστάτε, λοιπόν, άλλα δέκα».
«Είτε μιλούσε με το παιδί του καφενείου, είτε με τον Μιτεράν ήταν ο εαυτός της», θα επιβεβαιώσει η φίλη και συνεργάτιδά της, Μανουέλλα Παυλίδου, μιλώντας στην Εύα Νικολαΐδου για το βιβλίο «Μελίνα Μερκούρη – Άγνωστα αποτυπώματά της».
«Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα»
Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις τηλεφωνεί σε εκείνη και στον Ζυλ για να τους πει ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Μελίνα κάνει δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. «Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου», λέει κλαίγοντας.
Για τις δηλώσεις αυτές, η χούντα θα της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Δεν θα μπορέσει να πάει στην κηδεία του πατέρα της, ενώ για να θάψει τη μάνα της θα της επιτραπεί η είσοδος στη χώρα για λίγες ώρες.
Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθεί παντού. Υπάρχει προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον της. Είναι αμετακίνητη. Εκείνη θα απαντήσει με το ιστορικό πλέον: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».
Χαρακτηριστικό άλλο ένα στιγμιότυπο της Μανουέλλας Παυλίδου από τα χρόνια της αυτοεξορίας της Μελίνας Μερκούρη στο Παρίσι: «Όσο διαρκούσε η χούντα είχε πάνω από την τηλεόραση (…) μια φωτογραφία των συνταγματαρχών. Στην αρχή ντράπηκα να ρωτήσω, αλλά μετά από λίγες μέρες δεν κρατήθηκα. «Α, θέλω να τους βλέπω συνέχεια, μήπως και ξεχάσω να τους μισώ»».
Η Μελίνα θα μετατραπεί σε πολιτικό σύμβολο αντίστασης. Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, θα επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στο αεροδρόμιο γίνεται διαδήλωση, θα κατέβει από το αεροπλάνο κάνοντας το σήμα της νίκης και θα χαθεί στις αγκαλιές των αγαπημένων της.
Με την επιστροφή και την οριστική εγκατάστασή της στην Ελλάδα, συνεχίζει την πολιτική της δράση μέσα από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, του οποίου είναι από τα ιδρυτικά μέλη.
Ο αγώνας για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα
Το 1974 είναι υποψήφια του κόμματος στη Περιφέρεια Πειραιά. Συγκεντρώνει 7.500 σταυρούς, αλλά χάνει την έδρα για 33 ψήφους. Στο ΠαΣοΚ θα διατελέσει μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, του Εκτελεστικού Γραφείου, αλλά και εισηγήτρια στον Κοινοβουλευτικό Τομέα Ελέγχου Πολιτισμού.
Όταν το ΠαΣοΚ κερδίζει τις εκλογές τον Οκτώβριο του 1981, η Μελίνα Μερκούρη ορίζεται Υπουργός Πολιτισμού και παραμένει στη θέση αυτή για τα επόμενα οκτώ χρόνια.
Ταυτίζεται με τη διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα. «Αγόρι μου γλυκό, εγώ μόνο τα Μάρμαρα του Παρθενώνα ξέρω. Τον Έλγιν, τον πρόγονό σας τον ξέρω μόνο ως κλέφτη. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μιλάμε για το ίδιο πράγμα.
Αν, εν πάση περιπτώσει εννοείς τα Μάρμαρα του Παρθενώνα θα σου απαντήσω. Όχι αγόρι μου γλυκό, δεν μπορούμε να τα προστατέψουμε. Είμαστε πρωτόγονοι εμείς οι Έλληνες. Ζούμε ακόμα σε σπηλιές και τρώμε με τα χέρια μας ωμό κρέας», είχε απαντήσει η Μελίνα Μερκούρη σε δημοσιογράφο του ΒΒC ο οποίος τη ρώτησε αν η Ελλάδα θα μπορούσε να διαφυλάξει τα Ελγίνεια.
Ο Νίκος Μπακουνάκης στο «Βήμα» τον Ιούλιο του 1999, γράφει: «Πήρε τον πολιτισμό των ‘’ωραίων ερειπίων’’ και τον έκανε καθημερινή πράξη, κοσμοπολιτικό όπλο μιας Ελλάδας βουτηγμένης στην εσωστρέφεια».
Στην Εύα Νικολαΐδου η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είχε κάνει μια σημαντική επισήμανση ως προς την πολιτική παρουσία της Μελίνας. «Ως υπουργός Πολιτισμού απέδειξε ότι μια εμπνευσμένη γυναίκα, προικισμένη σε υψηλό βαθμό με αυτό που σήμερα αποκαλούμε “συναισθηματική νοημοσύνη”, θα μπορούσε να ανατρέψει όλα τα ανδρικά στερεότυπα της πολιτικής ηγεσίας».
Έθεσε το θέμα επίσημα για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται γι’ αυτό μέχρι τον θάνατό της. «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν για εμάς τα μάρμαρα του Παρθενώνα.
Είναι η υπερηφάνεια μας, είναι οι θυσίες μας. Είναι το ευγενέστερο σύμβολο τελειότητας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι οι φιλοδοξίες μας και το ίδιο το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητας. Είμαστε έτοιμοι να πούμε ότι θεωρούμε όλη την πράξη του Έλγιν σαν άσχετη, προς το παρόν.
Λέμε στη Βρετανική Κυβέρνηση: κρατήσατε αυτά τα γλυπτά για δύο σχεδόν αιώνες. Τα φροντίσατε όσο καλύτερα μπορούσατε, γεγονός για το οποίο και σας ευχαριστούμε. Όμως τώρα, στο όνομα της δικαιοσύνης και της ηθικής, παρακαλώ δώστε τα πίσω. Ειλικρινά, πιστεύω ότι μια τέτοια χειρονομία εκ μέρους Μεγάλης Βρετανίας θα τιμούσε πάντα το όνομά της», έλεγε.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την παθιασμένη ομιλία που έδωσε στη λέσχη συζητήσεων της Οξφόρδης το 1986, έχοντας απέναντί της και τον 24χρονο Μπόρις Τζόνσον (τότε πρόεδρο της Oxford Union). «Υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα.
Όπως υπάρχει ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου, υπάρχει η Αφροδίτη του Ντα Βίντσι, υπάρχει ο Ερμής του Πραξιτέλη, υπάρχουν οι Ψαράδες στη θάλασσα του Τέρνερ, υπάρχει η Καπέλα Σιστίνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα».
Ένα ταξίδι τελευταίο
«Δεν πρέπει να καπνίζω και το ξέρω, αλλά αν δεν καπνίσω καθόλου, θα είμαι άρρωστη. Δηλαδή το τελευταίο πράγμα που είναι κέφι, που είναι ηδονή μου, που μου θυμίζει τα νιάτα μου, φλερτ, μουσικές, vacances, ωραία δέντρα, είναι το τσιγάρο», θα πει τον Ιούνιο του 1992 στον Δημήτρη Γκιώνη για το «Ε» της κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.
Πριν φύγει για το Μεμόριαλ τη ρώτησαν τι θα ήθελε να γράψουν γι’ αυτήν αν δεν γύριζε. «Ότι φοβόταν πάρα πολύ, αλλά κανείς, ποτέ δεν το πίστεψε». Ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου θα ζητήσει ένα Asos, αδιαφορώντας για την επίσημη διάγνωση που έγραφε «καρκίνος στον πνεύμονα».
Το ημερολόγιο γράφει 6η Μαρτίου του 1994. Η Μελίνα φεύγει. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα, εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα και κηδεύτηκε με τιμές Πρωθυπουργού. Η τελευταία ελληνίδα θεά, όπως την αποκάλεσε η ιταλική Corriere della Sera, ή απλά η αγαπημένη Μελίνα όλων των Ελλήνων.
«Μπόρεσα και αγάπησα, γιατί είναι υπέροχο πράγμα να αγαπάς, είναι θείο πράγμα», θα απαντήσει η Μελίνα στην ερώτηση του Γκιώνη για το ποιες υπήρξαν οι μεγαλύτερες ικανοποιήσεις στη ζωή της.
Θείο πράγμα να αγαπάς κι εμείς αγαπήσαμε και αγαπάμε τη Μελίνα όχι ως μια δυνατή και γλυκιά ανάμνηση αλλά ως ένα διαρκές παρόν που διαπερνάται από τη φωνή της που έχει πια χαραχτεί ανεπανάληπτα στη συλλογική μνήμη μας.
πληροφορίες από το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη