Ο Λάζαρος ήταν στενός φίλος του Χριστού. Κατοικούσε στη Βηθανία, 3 χλμ. περίπου ανατολικά της Ιερουσαλήμ και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία φιλοξένησαν πολλές φορές τον Ιησού στο σπίτι τους στη Βηθανία (Λουκ. 10,38-40, Ιωαν. 12,1-3).
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Κάποια φορά όμως, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιω. 11,3), που ο Κύριος βρισκόταν στη Γαλιλαία, έμαθε πως ο φίλος Του ο Λάζαρος ήταν άρρωστος. Του το είχαν διαμηνύσει οι αδελφές του με τούτα τα λόγια: «Κύριε, να, αυτός που τόσο πολύ αγαπάς, είναι άρρωστος».
Σαν ήκουσε όμως ο Ιησούς τούτο, είπε: «Αυτή η αρρώστια είναι για να φανεί η δόξα του Θεού». Ο Ιησούς όμως καθυστέρησε εσκεμμένα τη μετάβασή του στη Βηθανία (Ιω. 11,6) κι έμεινε εκεί στον τόπο που βρισκόταν ακόμη δύο μέρες. Ύστερα είπε στους μαθητές Του: «Πάμε πάλι στην Ιουδαία».
Οι μαθητές, που ήξεραν τους κινδύνους που μπορούσε να έχει για τον Δάσκαλό τους ένα τέτοιο ταξίδι, προσπάθησαν να Τον αποτρέψουν από του να το κάμει. «Δάσκαλε, πριν λίγες μέρες οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν και πάλι θέλεις να πάς εκεί;» (Ιω. 11,8.
Ο Κύριος πρόσθεσε: «Ο φίλος μας ο Λάζαρος κοιμήθηκε και πρέπει να πάω να τον ξυπνήσω». Οι μαθητές που δεν κατάλαβαν τα λόγια του Ιησού νόμισαν πως ο Λάζαρος είχε κοιμηθεί με τον φυσικό ύπνο και του είπαν: «Κύριε, αν κοιμήθηκε, θα ξυπνήσει μοναχός του. Τι ανάγκη είναι να πάμε εμείς, για να τον ξυπνήσουμε;». Τότε ο Ιησούς τους μίλησε καθαρά και τους είπε: «ο Λάζαρος πέθανε. Και χαίρομαι για σας για να πιστέψετε. Πάμε, λοιπόν προς τον Λάζαρο».
Στην αμετάθετη αυτή απόφαση του Ιησού να επιστρέψουν στην Ιουδαία, οι μαθητές παρά τους ενδοιασμούς τους πειθάρχησαν.
Όταν έφθασε στο σπίτι μαζί με τους μαθητές Του, ο Λάζαρος ήταν ήδη νεκρός για τέσσερις ημέρες (Ιω. 11,17).
Η Μάρθα έτρεξε να τον συναντήσει και αφού Τον προσκύνησε με ευλάβεια, Του είπε με πόνο ψυχής: «Κύριε, αν ήσουνα εδώ ο αδελφός μου δεν θα είχε αποθάνει. Αλλά και τώρα ξέρω, πως ότι ζητήσεις από τον Θεό θα σου το δώσει ο Θεός» (Ιω. 11,21-22). Ο Κύριος της απάντησε «ο αδερφός σου θα αναστηθεί». Αυτή προσθέτει: «Ναι, Κύριε, το ξέρω. Ο αδερφός μου θ' αναστηθεί τότε, που θα γίνει η γενική ανάσταση όλων των νεκρών, στη συντέλεια των αιώνων».
Ο Κύριος της είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σε μένα κι αν αποθάνει θα ζήσει και θα ζήσει αιώνια. Μάρθα, το πιστεύεις αυτό;» (Ιω. 11, 25-26).
Στα λόγια αυτά του Διδασκάλου της η Μάρθα απάντησε: «Ναι, Κύριε. Από καιρό έχω πιστέψει, ότι Συ είσαι ο Χριστός που προανήγγειλαν οι Προφήτες» (Ιω. 11,27).
Τότε η Μάρθα πήγε και φώναξε την αδερφή της τη Μαρία ότι ο Κύριος ήρθε. Η Μαρία σηκώθηκε κι έτρεξε, για να συναντήσει τον Κύριο. Τα πλήθη των Ιουδαίων, που βρισκόντουσαν μαζί της στο σπίτι, έσπευσαν κι αυτά να την ακολουθήσουν. Είχαν νομίσει πως η κόρη θα πήγαινε στον τάφο για να κλάψει και την ακολούθησαν. Έτσι σε λίγο κόσμος πολύς συγκεντρώθηκε στον τόπο που βρισκόταν ο Ιησούς. Μόλις η Μαρία αντίκρισε τον Κύριο που με λαχτάρα περίμεναν, σωριάστηκε στα πόδια του και με σπαραγμό ψυχής μόλις μπόρεσε να επαναλάβει της αδελφής της Μάρθας τα λόγια: «Κύριε, αν ήσουνα εδώ δεν θα απέθνησκε ο αδελφός μου».
Ο Κύριος μπροστά στο ψυχικό δράμα των δύο γυναικών ταράχτηκε και με δυσκολία συγκράτησε τη συγκίνησή Του. Τότε τις ρώτησε: «Που τον έχετε βάλει;» Του έδειξαν τον τάφο. Ο Ιησούς μπροστά στον τάφο του φίλου του Λαζάρου δάκρυσε.
Ο τάφος εκείνος ήταν ένα σπήλαιο και είχε μια βαριά πέτρα πάνω του. «Σηκώστε την πέτρα» διέταξε ο Ιησούς. Στη διαταγή αυτή του Κυρίου με δειλία τολμά να επέμβει η αδελφή του Λαζάρου η Μάρθα και να του πει: «Κύριε, μυρίζει. Είναι τέσσερις μέρες τώρα που είναι νεκρός» (Ιω. 11,38-39). Στα λόγια της Μάρθας απάντησε ο Ιησούς και της είπε: «Μάρθα, δεν σου είπα, πως αν πιστεύεις, θα δείς τη δόξα του Θεού;».
Ο Κύριος όρθιος μπροστά στον τάφο με τα μάτια υψωμένα προς τον ουρανό προσευχήθηκε και είπε πριν κάνει το θαύμα: «Πατέρα μου, σ' ευχαριστώ, διότι με άκουσες. Εγώ εγνώριζα πολύ καλά ότι πάντοτε με ακούς. Το εγνώριζα, αλλά το είπα τούτο, για να ακούσει ο λαός που στέκεται εδώ γύρω και να πιστέψουν ότι συ με έχεις στείλει». Κι αφού τα είπε αυτά, με φωνή μεγάλη φώναξε προς τον νεκρό φίλο του: «Λάζαρε, βγες έξω».
Και ο Λάζαρος που ήδη μύριζε, σαν να ξυπνούσε από βαθύ ύπνο, σηκώθηκε και ολοζώντανος, φασκιωμένος ολόκληρος με τα σάβανα και τα σουδάρια με τα οποία οι Ιουδαίοι συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα σώματα των νεκρών τους, αναστημένος βγήκε έξω από τον τάφο (Ιω. 11,40-44).
Το θαύμα του Λαζάρου διαδόθηκε μονομιάς παντού και κόσμος πολύς πίστεψε στον Κύριο. Το θαύμα συνήγειρε τα πλήθη του Εβραϊκού λαού να υποδεχθούν ύστερα από λίγες μέρες τον Χριστό στα Ιεροσόλυμα με τον εξαιρετικό εκείνο ενθουσιασμό, για τον οποίο μας μιλάει το Ευαγγέλιο (Ιω. 11,45).
Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ
Η ανάσταση του Λαζάρου και η συγκέντρωση του πλήθους θορύβησε τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Ιησού (Ιω. 11,46-57), αλλά και το Λάζαρο (Ιω. 12,10). Δεν κατόρθωσαν όμως να το πράξουν για το Λάζαρο, τον Ιησού όμως λίγο αργότερα Τον σταύρωσαν.
Έξη ημέρες πριν από το Πάσχα, ο Ιησούς κάθισε σε δείπνο το οποίο δόθηκε γι Αυτόν. Μαζί Του ήταν και ο Λάζαρος (Ιω. 12,1-2), ενώ πλήθος κόσμου είχαν πάει για να δουν όχι μόνο τον Ιησού, αλλά και τον αναστημένο Λάζαρο (Ιω. 12,9).
Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο επίσκοπο Κωνσταντίας της Κύπρου (367-403), ο δίκαιος Λάζαρος ήταν τότε 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια μετά την ανάστασή του. Άλλη παράδοση επίσης αναφέρει ότι ο Λάζαρος μετά την ανάστασή του θέλοντας να αποφύγει το μίσος των αρχιερέων κατέφυγε στο Κίτιο της Κύπρου γύρω στο 33 μ.Χ..
Εδώ τον συνάντησαν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, όταν μετέβαιναν από τη Σαλαμίνα στην Πάφο, και τον χειροτόνησαν ως πρώτο επίσκοπο Κιτίου, της Εκκλησίας, που ίδρυσε ο ίδιος. Την εκκλησία του Κιτίου εποίμανε με στοργή κι αγάπη δεκαοκτώ περίπου χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του.
Οι παραδόσεις τον θέλουν σκυθρωπό και αγέλαστο κατά την παρούσα ζωή, και αυτό οφειλόταν στα όσα είχε δει κατά την τετραήμερη παραμονή του στον Άδη. Οι ίδιες παραδόσεις αναφέρουν ότι δε γέλασε ποτέ στη ζωή του παρά μία φορά, όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο και σχολίασε αποφθεγματικά: «το ένα χώμα κλέβει το άλλο».
ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΖΑΡΟ
Άλλη παράδοση συνδέει τον Άγιο με την Αλυκή της Λάρνακας (σημερινή ονομασία του Κιτίου). Στη θέση της Αλυκής υπήρχε τον καιρό του Αγίου ένα μεγάλο αμπέλι. Κάποια φορά που περνούσε ο άγιος από εκεί είδε την γυναίκα - ιδιοκτήτη του αμπελιού να μαζεύει ωραία δροσάτα σταφύλια και να γεμίζει τα κοφίνια της. Κουρασμένος και διψασμένος όπως ήταν ο άγιος σταμάτησε κι απευθυνόμενος στη γυναίκα με καλοσύνη της ζήτησε λίγα σταφύλια. Αυτή όμως σαν είδε τον ξένο, τον κοίταξε με περιφρόνηση και του είπε:
- Πήγαινε στο καλό, άνθρωπε μου. Δεν βλέπεις πως το αμπέλι ξεράθηκε κι έγινε άλας κι εσύ μου ζητάς σταφύλια;
- Αφού το βλέπεις ξερό σαν άλας, ας γίνει άλας απήντησε ο άγιος.
Κι έτσι όλη εκείνη η έκταση στην οποία βρισκόταν το δροσερό αμπέλι έγινε στη στιγμή μια αλυκή.
Η παράδοση αυτή επιβεβαιώνεται από τους εργάτες που συλλέγουν το αλάτι. Ισχυρίζονται ότι σκάβοντας βρίσκουν ρίζες και κορμούς αμπελιού. Λέγεται μάλιστα, πως στο μέσο της αλυκής βρίσκεται πηγάδι με γλυκό νερό, γνωστό ως "πηγάδι της «ρκάς» δηλ. της γριάς.
Ο Συναξαριστής της Κωνσταντινουπόλεως, σχετικά με αυτή την παράδοση, αναφέρει ότι τη λίμνη διεκδικούσαν δύο αδέλφια, οι οποίοι ήρθαν σε έντονη ρήξη για την κατοχή της. Ο Άγιος με την προσευχή του την εξήρανε και έμεινε το αλάτι.
19
ΠΗΓΗ:ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ