Η εισήγηση του σεβασμιωτάτου.
Γιά ἄλλη μία φορά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει νά βρισκόμαστε στήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Καί ἐάν γιά κάθε χρόνο πού ἀρχίζει κάνουμε σχέδια καί καταστρώνουμε προγράμματα καί παίρνουμε ἀποφάσεις γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ἀξιοποιήσουμε στόν καλύτερο βαθμό τόν νέο χρόνο, κατά μείζονα λόγο αὐτό ἰσχύει γιά τό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος πού ἄρχισε πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες, τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἰσχύει γιά ἐμᾶς τούς κληρικούς, τούς ὁποίους ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔθεσε ποιμένας καί διδασκάλους τοῦ λαοῦ του καί οἱ ὁποῖοι ἔχουμε ἀναλάβει τήν εὐθύνη τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Γι᾽ αὐτό καί γιά μᾶς τούς κληρικούς τά σχέδια καί τά προγράμματα πού προετοιμάζουμε στήν ἀρχή κάθε νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ἀφοροῦν στόν καλύτερο σχεδιασμό καί τήν ἀρτιότερη προετοιμασία τοῦ ἔργου μας, τοῦ ἔργου μας τοῦ ποιμαντικοῦ, τοῦ λειτουργικοῦ, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, τοῦ ἐνοριακοῦ.
Ὁ Θεός μᾶς χαρίζει ἀκόμη ἕνα ἔτος καί περιμένει ἀπό μᾶς νά ἀνταποκριθοῦμε μέ περισσότερο ζῆλο, μέ περισσότερη ἀγάπη, μέ περισσότερη ὑπευθυνότητα.
Ἡ ἱερωσύνη καί ἡ ἄσκησή της δέν εἶναι ἕνα ὁποιοδήποτε ἐπάγγελμα, οὔτε μποροῦμε καί ἐπιτρέπεται νά ἐπαναπαυόμαστε στήν ἰδέα ὅτι ἔχουμε μία ἐνορία πού λειτουργεῖ καλά ἀπό τίς προηγούμενες χρονιές, πού ἔχουμε τίς καθιερωμένες ἀκολουθίες, τά κατηχητικά καί τίς ἄλλες δράσεις πού θά ἀρχίσουν καί πάλι τίς ἑπόμενες ἑβδομάδες καί κατά συνέπεια ὅλα εἶναι ρυθμισμένα καί δέν χρειάζεται νά κάνουμε τίποτε περισσότερο.
Μιά τέτοια θεώρηση εἶναι ἐσφαλμένη καί ἀπαράδεκτη, διότι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ἐνορία δέν λειτουργεῖ μέ αὐτόματο πιλότο, γιατί ἀκόμη καί στήν πιό καλά ὀργανωμένη ἐνορία ὑπάρχουν περιθώρια βελτιώσεως, ὑπάρχουν δυνατότητες ἀλλαγῶν καί ἀνανεώσεως σύμφωνα μέ τίς νέες ἀνάγκες οἱ ὁποῖες ἀναφύονται καί δημιουργοῦνται, σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις καί τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν μας τούς ὁποίους μᾶς κάλεσε ὁ Θεός νά διακονήσουμε.
Δέν ὑπάρχουν περιθώρια ἐφησυχασμοῦ καί χαλαρώσεως γιά ἐμᾶς τούς κληρικούς. Πρέπει νά εἴμαστε πάντοτε ἄγρυπνοι καί ἕτοιμοι γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τά προβλήματα καί τίς προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου, τῆς κοινωνίας, ἀλλά καί τοῦ ἐχθροῦ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς σκοπό καί ὡς ἔργο νά διαβάλλει τήν Ἐκκλησία, νά ἀκυρώνει τό ἔργο της, νά προβάλλει ἐμπόδια καί προσκόμματα στήν ἐπίτευξή του, νά προσπαθεῖ νά ἁρπάξει τούς ἀνθρώπους ἀπό τή σωτήρια μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅλα αὐτά, βεβαίως, δέν εἶναι οὔτε φοβίες τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε θεωρίες συνωμοσίας, ὅπως θά μποροῦσαν νά σκεφθοῦν ὁρισμένοι. Εἶναι μία πραγματικότητα γιά τήν ὁποία ὄχι μόνο προειδοποίησε ὁ Χριστός τούς μαθητές του, ἀλλά καί γιά τήν ὁποία μίλησε καί ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτής τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, καί τήν ὁποία βιώνει ἡ Ἐκκλησία στούς εἴκοσι αἰῶνες τῆς ἱστορίας της.
Γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀπαραίτητο νά προετοιμαζόμαστε καί νά γνωρίζουμε τούς κινδύνους πού ἐλλοχεύουν, ἔτσι ὥστε καί τούς ἑαυτούς μας νά προφυλάσσουμε καί τούς ἀδελφούς μας νά προστατεύουμε.
Ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός: «οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. 20.29).
Ὁ ἀπόστολος μιλᾶ γιά λύκους βαρεῖς πού δέν θά ἐνδιαφέρονται γιά τό καλό καί τήν ὠφέλεια τοῦ ποιμνίου καί γιά ἀνθρώπους μέσα ἀπό τό ἴδιο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας πού θά προσπαθοῦν νά ἀποσπάσουν τούς πιστούς ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί νά τούς πάρουν μέ τό μέρος τους.
Στήν περιγραφή αὐτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τήν ὁποία διασώζει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, οἱ ἑρμηνευτές διακρίνουν τούς ποικιλώνυμους αἱρεσιάρχες πού κατά καιρούς ταλαιπώρησαν καί δίχασαν τήν Ἐκκλησία, καί οἱ ὁποῖοι κατόρθωσαν, δυστυχῶς, νά παρασύρουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀπομακρύνοντάς τα ἀπό τή σωτηρία καί τή λύτρωση πού προσφέρει.
Οἱ αἱρέσεις δέν ἀποτελοῦν ὅμως μόνο φαινόμενο τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ὑφίστανται καί στίς ἡμέρες μας, ἀποτελῶντας κίνδυνο γιά τούς πιστούς, κίνδυνο ἀπό τόν ὁποῖο ἔχουμε χρέος νά τούς προστατεύσουμε.
Μπορεῖ, βεβαίως, ὁρισμένες ἀπό τίς παλαιές αἱρέσεις νά μήν ὑπάρχουν πλέον, ἀλλά ὑπάρχουν ἄλλες, νεώτερες, στίς ὁποῖες δυστυχῶς προστίθενται καί νέες, ἐπειδή πάντοτε ὑπάρχουν ἄνθρωποι «λαλοῦντες διεστραμμένα», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἱ ὁποῖοι δέν ἀρκοῦνται μόνο σ᾽ αὐτό ἀλλά θέλουν νά συγκεντρώνουν γύρω τους κόσμο, ὁπαδούς, γιά νά καυχῶνται ὅτι εἶναι ἀρχηγοί, ὅτι ἔχουν λαό πού τούς ἀκολουθεῖ.
Καί τό θλιβερό εἶναι ὅτι αὐτόν τόν λαό τόν ἀναζητοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία καί αὐτό τούς κάνει ἐπικίνδυνους, τούς κάνει αἱρετικούς.
Καί τί εἶναι αἱρετικοί καί τί εἶναι αἵρεση; Εἶναι αὐτοί πού διδάσκουν μία διδασκαλία πού ἀποκλίνει ἀπό τήν ὀρθή, ἀπό τή γνήσια καί ὀρθόδοξη διδασκαλία καί πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ἐμμένουν σ᾽ αὐτήν προκαλῶντας διχασμό καί σχίσμα. Αἵρεση εἶναι ἡ ἐσφαλμένη ἑρμηνεία τῶν δογμάτων καί τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως ἤ ἡ λανθασμένη ἐφαρμογή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί ὀφείλεται στόν ἐγωισμό κάποιων ἀνθρώπων, συχνά καί εὐσεβῶν, ἡ ὁποία θέλησαν νά θέσουν τή δική τους γνώμη, τή δική τους ἄποψη, τή δική τους ἑρμηνεία, πάνω ἀπό τήν κοινή πίστη καί συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, πάνω ἀπό τήν παραδεδομένη ἀπό τούς ἀποστόλους καί τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἄποψη καί διδασκαλία.
Οἱ αἱρέσεις, λοιπόν, ἀποτελοῦν κίνδυνο γιά ὅλους μας, κίνδυνο πού δέν μποροῦμε νά τόν ἀντιληφθοῦμε ἐγκαίρως, ἐάν δέν τόν γνωρίζουμε, γιατί συχνά οἱ ἀποκλίσεις ἀπό τήν ὀρθή πίστη εἶναι τέτοιες πού δέν γίνονται εὔκολα κατανοητές ἀπό τόν καθένα, χωρίς αὐτό, βεβαίως, νά σημαίνει ὅτι εἶναι ἀμελητέες καί δέν πρέπει νά μᾶς ἀνησυχοῦν.
Γι᾽ αὐτό καί ἀποφασίσαμε τό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος νά ἀσχοληθοῦμε στίς ἱερατικές μας συνάξεις μέ τίς σύγχρονες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν κίνδυνο γιά τό ποίμνιό μας, κίνδυνο γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅπως γνωρίζετε, οἱ αἱρετικοί μετέρχονται κάθε τρόπο καί κάθε μέσο προκειμένου νά προσελκύσουν τούς ἀνθρώπους κοντά τους. Καί σέ ἐποχές κρίσεως σάν τή σημερινή δέν διστάζουν νά ἐκμεταλλευθοῦν καί τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, δέν διστάζουν νά προσφέρουν χρήματα, τρόφιμα, ροῦχα, νά δείξουν ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη γιά τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, νά φροντίσουν τούς ἀσθενεῖς τους, νά ὑποχρεώσουν τούς ἀνθρώπους μέ τήν καλωσύνη τους, χωρίς νά τούς ποῦν τίποτε γιά τό τί πιστεύουν ἤ γιά τόν λόγο πού τούς πλησιάζουν καί τούς βοηθοῦν, ὥστε στή συνέχεια, ὅταν θά αἰσθάνονται ὑποχρέωση ἀπέναντι σ᾽ αὐτούς πού τούς βοήθησαν, ὅταν θά τούς ἔχουν πείσει ὅτι εἶναι καλοί ἄνθρωποι, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι πιό εὔκολο νά τούς παρασύρουν στήν αἵρεσή τους, νά τούς παρασύρουν στήν καταστροφή.
Γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνάγκη νά ξέρουμε καί τούς τρόπους καί τίς μεθόδους πού χρησιμοποιοῦν ἀλλά καί τό τί πιστεύουν γιά νά προστατευθοῦμε καί ἐμεῖς καί νά μπορέσουμε νά προστατεύσουμε καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε ποιές εἶναι οἱ αἱρέσεις, τί πρεσβεύει ἡ κάθε μία, τί θά πρέπει νά λέμε καί νά κάνουμε στούς αἱρετικούς πού θά μᾶς πλησιάσουν γιά νά τούς ἀντιμετωπίσουμε, ἀλλά καί πῶς θά πρέπει νά συμπεριφερθοῦμε γιά νά μήν ἐμπλακοῦμε σέ συζητήσεις πού εἶναι συχνά ἀδιέξοδες, γιατί οἱ αἱρετικοί ἔχουν πάντα τόν τρόπο νά φαίνονται πειστικοί καί νά φέρνουν σέ ἀμηχανία τόν συνομιλητή τους, ἄν δέν γνωρίζει πῶς θά πρέπει νά τούς ἀντικρούσει.
Εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε ὅλα ὅσα ἀφοροῦν στίς αἱρέσεις πού κυκλοφοροῦν γύρω μας, γιά νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δώσουμε τήν πρέπουσα ἀπάντηση μέ θάρρος καί παρρησία, ὅπως τό ἔκανε καί ὁ Χριστός σέ ἐκείνους τούς πονηρούς ἀνθρώπους πού τόν πλησίαζαν, μέ καλή δῆθεν πρόθεση, γιά νά τόν παγιδεύσουν καί νά τόν ἐκθέσουν.
Εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε γιά τίς αἱρέσεις καί τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους μποροῦμε νά τίς ἀντιμετωπίσουμε καί νά ἐνημερώνουμε καί τούς ἐνορίτες μας γι᾽ αὐτές. Διότι πολλές φορές, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντιληφθεῖ ἐξ ἀρχῆς ὅτι πρόκειται γιά κάποια αἵρεση, στή συνέχεια εἶναι δύσκολο νά ἀπεμπλακεῖ ἀπό τά δίκτυα της.
Ἔτσι κατά τή διάρκεια τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους θά ἐνημερωθοῦμε γιά ὅλα τά θέματα πού ἀφοροῦν στίς αἱρέσεις καί τούς τρόπους ἀντιμετωπίσεώς τους, καί θά συμπληρώσουμε πιθανόν αὐτή τήν ἐνημέρωση καί μέ μία Ἀντιαιρετική Ἡμερίδα, ὅπως εἴχαμε κάνει καί στό παρελθόν, προκειμένου καί ἐμεῖς νά βοηθηθοῦμε καί τούς ἀδελφούς μας νά βοηθήσουμε, ὥστε νά μή χαθεῖ οὔτε μία ψυχή τήν ὁποία μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία καί γιά τήν ὁποία θά δώσουμε λόγο ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.
Ἐμεῖς ἔχουμε χρέος νά ἀγρυπνοῦμε, ἔχουμε χρέος νά ἐπισκοποῦμε ὁ καθένας τήν ποίμνη του, τήν ἐνορία του, καί νά μήν ἀδιαφοροῦμε γιά τό τί συμβαίνει σ᾽ αὐτήν. Καί ἔχουμε ἀκόμη καθῆκον νά διδάσκουμε τόν λόγο τῆς ἀληθείας, νά διδάσκουμε τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως, γιά νά τίς γνωρίζουν οἱ πιστοί, καί νά ὀρθοτομοῦμε καί ἐμεῖς τόν λόγο τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν εἶναι δύσκολο νά περιπέσει ὁ ἄνθρωπος σέ αἵρεση.
Πολλοί ἀπό τούς αἱρεσιάρχες ἦταν εὐλαβεῖς κληρικοί, οἱ ὁποῖοι παρενόησαν κάποια ἀλήθεια ἤ ἐπιχείρησαν νά ἑρμηνεύσουν μέ τόν δικό τους τρόπο ἕνα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί δέν θέλησαν νά ἀναγνωρίσουν τό σφάλμα τους καί νά μετανοήσουν γι᾽ αὐτό.
Ἄς γρηγοροῦμε, λοιπόν, καί ἄς εἴμαστε προσεκτικοί καί συνεπεῖς στό καθῆκον μας. Ἄς φροντίζουμε νά ἐργαζόμαστε μέ εὐσυνειδησία καί ζῆλο γιά τίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν, ὥστε νά μήν ἀφήνουμε χῶρο σέ αἱρετικούς νά εἰσέλθουν στή μάνδρα καί νά ὑφαρπάσουν κάποια ψυχή. Ἄς ἐργαζόμαστε κάθε ἡμέρα μέ μεγαλύτερο ζῆλο καί διάθεση γιά νά ἀνταποκρινόμαστε στή μεγάλη τιμή πού μᾶς ἔκανε ὁ Χριστός νά μᾶς καταστήσει ποιμένες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας του καί οἰκονόμους τῶν θείων μυστηρίων του. Καί τότε θά ἔχουμε τή χάρη καί τήν εὐλογία του στό ἔργο μας, ὥστε νά καρποφορεῖ καί νά παράγει καρπόν πολύν πρός δόξαν Θεοῦ. Αυτήν ἐπικαλοῦμαι κι ἐγώ δαψιλῆ για ὅλους σας το νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος.