ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας
καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον
εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς
τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ να σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε - καθώς εἶχα κατεβάσει,
λέγω, τά γίδια μου διά ν' «ἀρμυρίσουν» εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον
μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα», κ' ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω.
Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα.
Ἀνέβασα τό κοπάδι μου ὀλίγον παραπάνω ἀπό τόν βράχον, ἀνάμεσα εἰς δύο κρημνούς καί εἰς ἕνα μονοπάτι τό
ὁποῖον ἐχαράσσετο ἐπάνω εἰς τήν ράχιν. Δι' αὐτοῦ εἶχα κατέλθει, καί δι' αὐτοῦ ἔμελλα πάλιν νά ἐπιστρέψω εἰς τό
βουνόν τήν νύκτα εἰς τήν στάνην μου. Ἄφησα ἐκεῖ τά γίδια μου διά νά βοσκήσουν εἰς τά κρίταμα καί τάς ἁρμυρήθρας,
ἄν καί δέν ἐπεινοῦσαν πλέον. Τά ἐσφύριξα σιγά διά νά καθίσουν νά ἡσυχάσουν καί νά μέ περιμένουν. Με ἄκουσαν κ'
ἐκάθισαν ἥσυχα. Ἑπτά ἤ ὀκτώ ἐξ αὐτῶν τράγοι ἦσαν κωδωνοφόροι καί θά ἤκουον μακρόθεν τούς κωδωνισμούς των, ἄν
τυχόν ἐδείκνυον συμπτώματα ἀνησυχίας.
Ἐγύρισα ὀπίσω, κατέβην πάλιν τόν κρημνόν, κ' ἔφθασα κάτω εἰς τήν θάλασσαν. Τήν ὤραν ἐκείνην εἶχε βασιλέψει ὁ
ἥλιος, καί τό φεγγάρι σχεδόν ὁλόγεμον ἤρχισε νά λάμπῃ χαμηλά, ὥς δύο καλαμιές ὑψηλότερα ἀπό τά βουνά τῆς
ἀντικρινῆς νήσου.
Ὁ βράχος ὁ δικός μου ἔτεινε πρός βορρᾶν, καί πέραν ἀπό τόν ἄλλον κάβον πρός δυσμάς, ἀριστερά
μου, ἔβλεπα μίαν πτυχήν ἀπό τήν πορφύραν τοῦ ἡλίου, πού εἶχε βασιλέψει ἐκείνην τήν στιγμήν.
Ἦτον ἡ οὐρά τῆς λαμπρᾶς ἁλουγρίδος πού σύρεται ὀπίσω, ἤ ἦτον ὁ τάπης, πού τοῦ ἔστρωνε, καθώς λέγουν, ἡ μάννα
του, διά νά καθίσῃ νά δειπνήσῃ.
Δεξιά ἀπό τόν μέγαν κυρτόν βράχον μου, ἐσχηματίζετο μικρόν ἄντρον θαλάσσιον, στρωμένο μέ ἄσπρα
κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καί λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, πού ἐφαίνετο πώς τό εἶχον εὐπρεπίσει καί στολίσει αἱ
νύμφαι τῶν θαλασσῶν. Ἀπό τό ἄντρον ἐκεῖνο ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, διά τοῦ ὁποίου ἀνέβαινέ τις πλαγίως τήν ἀπότομον
ἀκρογιαλιάν, κ' ἔφθανεν εἰς τήν κάτω πόρταν τοῦ τοιχογυρίσματος τοῦ κύρ Μόσχου, τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας τοῖχος ἔζωνεν
εἰς μῆκος ἑκατοντάδων μέτρων ὅλον τόν αἰγιαλόν.
Ἐπέταξα ἀμέσως τό ὑποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα μου, κ' ἔπεσα εἰς τήν θάλασσαν. Ἐπλύθην, ἐλούσθην,
ἐκολύμβησα ἐπ' ὀλίγα λεπτά τῆς ὥρας. 'ῌσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τόν ἑαυτόν μου ὡς νά ἤμην
ἕν μέ τό κῦμα, ὡς νά μετεῖχον τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καί ἁλμυρᾶς καί δροσώδους.
Δέν θά μοῦ ἔκανε ποτέ καρδιά
νά ἔβγω ἀπό τήν θάλασσαν, δέν θά ἐχόρταινα ποτέ τό κολύμβημα, ἄν δέν εἶχα τήν ἔννοια τοῦ κοπαδιοῦ μου. Ὅσην
ὑπακοήν καί ἄν εἶχαν πρός ἐμέ τά ἐρίφια, καί ἄν ἤκουον τήν φωνήν μου διά νά καθίσουν ἥσυχα, ἐρίφια ἦσαν,
δυσάγωγα καί ἄπιστα ὅσον καί τά μικρά παιδία. Ἐφοβούμην μήπως τινά ἀποσκιρτήσουν καί μοῦ φύγουν, καί τότε
ἔπρεπε νά τρέχω νά τά ζητῶ τήν νύκτα εἰς τούς λόγγους καί τά βουνά ὁδηγούμενος μόνον ἀπό τόν ἦχον τῶν
κωδωνίσκων τῶν τράγων!
Ὅσον ἀφορᾷ τήν Μοσχούλαν, διά νά εἶμαι βέβαιος, ὅτι δέν θά μοῦ φύγῃ πάλιν, καθώς μοῦ
εἶχε φύγει τήν ἄλλην φοράν, ὁπότε ὁ ἄγνωστος κλέπτης (ὤ νά τόν ἔπιανα) τῆς εἶχε κλέψει, ὁ ἀνόητος, τόν ἐπίχρυσον
κωδωνίσκον, μέ τό κόκκινον περιδέραιον ἀπό τόν λαιμόν, ἐφρόντισα νά τήν δέσω μ' ἕνα σχοινάκι εἰς τήν ρίζαν ἑνός
θάμνου ὀλίγον παραπάνω ἀπό τόν βράχον εἰς τήν βάσιν τοῦ ὁποίου εἶχα ἀφήσει τά ροῦχά μου πρίν ριφθῶ εἰς τήν
θάλασσαν.
Ἐπήδησα ταχέως ἔξω, ἐφόρεσα τό ὑποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα μου, ἔκαμα ἕνα βῆμα διά νά ἀναβῶ. Ἄνω τῆς
κορυφῆς τοῦ βράχου, τοῦ ὁποίου ἡ βάσις ἐβρέχετο ἀπό τήν θάλασσαν, θά ἔλυα τήν Μοσχούλαν, τήν μικρήν αἶγά μου,
καί μέ διακόσια ἤ περισσότερα βήματα θά ἐπέστρεφα πλησίον εἰς τό κοπάδι μου. Ὁ μικρός ἐκεῖνος ἀνήφορος, ὁ
ὀλισθηρός κρημνός ἦτον δι' ἐμέ ἄθυρμα, ὅσον ἕνα σκαλοπάτι μαρμαρίνης σκάλας, τό ὁποίον φιλοτιμοῦνται νά
πηδήσουν ἐκ τῶν κάτω πρός τά ἄνω ἁμιλλώμενα τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς.
Τήν στιγμήν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τό πρῶτον βῆμα, ἀκούω σφοδρόν πλατάγισμα εἰς τήν θάλασσαν, ὡς σώματος
πίπτοντος εἰς τό κῦμα.
Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπό τό μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογκυλοστρώτου καί νυμφοστολίστου,
ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιά τοῦ κύρ Μόσχου, κ' ἐλούετο εἰς τήν θάλασσαν. Δέν θά
ἐρριψοκινδύνευα νά ἔλθω τόσον σιμά εἰς τά σύνορά της, ἐγώ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ, νά λουσθῶ, ἐάν ἤξευρα ὅτι
ἐσυνήθιζε νά λούεται καί τήν νύκτα μέ τό φῶς τῆς σελήνης. Ἐγνώριζα, ὅτι τό πρωί, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου συνήθως
ἐλούετο.
Ἔκαμα δύο τρία βήματα χωρίς τόν ἐλάχιστον θόρυβον, ἀνερριχήθην εἰς τά ἄνω, ἔκυψα μέ ἄκραν προφύλαξιν πρός
τό μέρος τοῦ ἄντρου, καλυπτόμενος ὄπισθεν ἑνός σχοίνου καί σκεπόμενος ἀπό τήν κορυφήν τοῦ βράχου, καί εἶδα
πράγματι ὅτι ἡ Μοσχούλα εἶχε πέσει ἀρτίως εἰς τό κῦμα γυμνή, κ' ἐλούετο ...
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Πώς καταδεικνύεται στο κείμενο η στενή σχέση του ήρωα με το φυσικό περιβάλλον; Ποιος είναι γενικότερα, ο ρόλος της
φύσης στο έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη; (Μονάδες 20)
2. Στο «Όνειρο στο κύμα» το όνειρο συνυφαίνεται με την πραγματικότητα. Πώς συντελείται στο συγκεκριμένο
απόσπασμα η μετάβαση από την πραγματικότητα στο όνειρο και αντίστροφα; (Μονάδες 20)
Αλ. Παπαδιαμάντης, «Όνειρο στο κύμα»
3. Στο παραπάνω απόσπασμα:
α. Να εντοπίσετε τις αφηγηματικές τεχνικές αναφορικά με το είδος του αφηγητή και το βαθμό εστίασης. (Μονάδες 15)
β. Να εξετάσετε το στοιχείο της προοικονομίας καθώς και τη λειτουργία του στην πλοκή του μύθου. (Μονάδες 10)
4. Στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη υπάρχουν γλωσσικοί αναβαθμοί που της δίνουν έναν εντελώς ιδιότυπο χαρακτήρα. Να
αναφέρετε βασικά γνωρίσματα της γλώσσας και να δώσετε από τρία παραδείγματα για κάθε ένα από αυτά, μέσα από
το απόσπασμα που σας δόθηκε. (Μονάδες 15)
5. Να συγκρίνετε το απόσπασμα από το «Όνειρο στο κύμα», που σας δόθηκε, με το απόσπασμα από το διήγημα «Υπό την
βασιλικήν δρύν» που ακολουθεί, αναφορικά με τη συναισθηματική φόρτιση των ηρώων.
«Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, ἐπί οναρίου οχούμενος, δια να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας
πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να
θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρύν […]. Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να
θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ους, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους
αρρήτου γοητείας.
Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος
ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Με έθελγε, μ’ εκάλει, μ’ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να
τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα δια πέντε παιδιά ως
εμέ, και και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν’ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν’ αναβώ
εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν’ ανέλθω εις τους κλώνους, να υψωθώ εις τους ακραίμονας … Και αν δεν μ’ εδέχετο,
και αν μ’ απέβαλεν από το σώμα της και μ’ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό
την σκιά της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου».
(Μονάδες 20)