Αφιέρωμα στον Θωμά Πάτμο από τον Αχιλλέα Τσιάρα

Αφιέρωμα στον Θωμά Πάτμο από τον Αχιλλέα Τσιάρα

Όταν πρωτοάκουσα τον Θωμά Πάτμο ήμουν παιδάκι 7 ή 8 ετών. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη γιαγιά μου να λέει «Έρχονται τα νταούλια με τα ρουγκάτσια» και να επικρατεί μια αναταραχή.

Εγώ φοβήθηκα και έτρεξα να κρυφτώ, αλλά με μια μεγάλη αγωνία να δω τι είναι τα ρουγκάτσια και τι τα νταούλια. Όταν έφτασαν, είδα λεβέντες τσολιάδες με σπαθιά να χορεύουν και έναν γείτονα να λέει: «Α ρε Θωμά! Από μακριά κατάλαβα ότι ζουρνά παίζει ο Θωμάς ο Πάτμος!». Αυτό ήταν! Όλο αυτό το άκουσμα και το θέαμα με μάγεψε και η λαχτάρα μου να τους βλέπω και να τους ακούω ήταν μεγαλύτερη από το φόβο μου. Μόλις έφυγαν, εγώ τους ακολουθούσα κρατώντας μια μικρή απόσταση. Θυμάμαι ότι κανα δυο φορές ο Πάτμος γύρισε και με είδε. Αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή. Η επαφή με έναν μεγάλο μουσικό, που για μένα ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας για να ασχοληθώ με τους χορούς, τα ήθη και τα έθιμα του Ρουμλουκιού.

Έβλεπα να τον αγκαλιάζουν στο τέλος του παιξίματος του, να του λένε «πόσο πίσω με γύρισες Θωμά», «Να ήξερες τι μου θύμισες Θωμά» ή « Α ρε Θωμά και νεκρό αναστάινεις».

Όσο μεγάλωνα, ο Θωμάς για’μένα ήταν ένα πρόσωπο που θα το συναντούσα κάθε Απόκριες στο καρναβάλι της Μελίκης, στα ρουγκάτσια αλλά και στο πανηγύρι του χωριού. Στην πορεία γίναμε φίλοι, γνώρισε τον πατερά μου, ερχόταν στο σπίτι μας και το κυριότερο, δεν μου χαλούσε ποτέ χατίρι στα γλέντια. Όταν ήμουν 13 χρονών πήγα πρώτη φορά κι εγώ στα ρουγκάτσια με τη ζυγιά του Θωμά Πάτμου. Εκεί είδα πόσο τον αγαπούσε ο κόσμος, άρχισα να ζω και να γνωρίζω τη μαγεία και τη δύναμη που είχε το παίξιμο του. Αμέτρητες, κυριολεκτικά, οι φορές που ο κόσμος έκλαιγε ασταμάτητα. Έβλεπα να τον αγκαλιάζουν στο τέλος του παιξίματος του, να του λένε «Πόσο πίσω με γύρισες Θωμά», «Να ήξερες τι μου θύμισες Θωμά» ή «Α ρε Θωμά και νεκρό αναστάινεις». Και όλα αυτά με τον ήχο που έβγαζε ο ζουρνάς του και το πώς αυτός ο ήχος μιλούσε στην ψυχή τους, χτυπούσε μέσα στην καρδιά τους. Θυμάμαι επίσης να μπαίνει σε σπίτια και να παίζει σε γέρους ανήμπορους και γριές κι εγώ να τρυπώνω να δω τι το μαγικό θα γίνει. Άκουγα τον κόσμο να λέει ότι καταλάβαινε ότι έπαιζε ο Θωμάς χωρίς καν να τον βλέπουν, μόνο στο άκουσμα του ζουρνά του. Χαρακτηριστική της αγάπης του κόσμου είναι η αφήγησης μιας ηλικιωμένης γυναίκας από το Μακροχώρι που θυμάται μικρό κοριτσάκι να έρχεται ο Πάτμος στο χωριό και ο μερακλής πατέρας της πάντα να τον φιλοξενεί, να τον φιλεύει και να τον κοιμίζει στο σπίτι τους. Όταν η γυναίκα έμαθε για το θάνατο του Θωμά είπε: «Πόσο τον έχω κλάψει!!!». Για τους μεγάλους ανθρώπους που τον έζησαν στα γλέντια και τις χαρές τους ο Πάτμος αντιπροσώπευε ένα κομμάτι της ζωής τους. Ήταν για πολλούς κάτι σαν συγγενής.

Μεγαλώνοντας συνδύασα όλα μου τα γλέντια με το Θωμά: γιορτές, αποχαιρετιστήριο γλέντι πριν το στρατό και την πρόσληψη μου και το γάμο μου. Άρχισα κι εγώ, όπως πολύς κόσμος, να κλαίω στο άκουσμα του.

Πηγαίνοντας στα πανηγύρια των γύρω χωριών διαπίστωσα ότι ήταν το ίδιο γνωστός και αγαπητός και στα υπόλοιπα χωριά. Στα γλέντια με το Θωμά ένιωθα τέτοια ευχαρίστηση και ψυχική ευφορία που δεν περιγράφεται. Τον ρωτούσα: «Μετά από δω πού θα πάτε να παίξετε; Για να κανονίσω να έρθω». Όταν έπεφτε η ανάλογη χαρτούρα και ο Θωμάς με τη ζυγιά του σηκωνόταν και ερχόταν να παίζει «στο πόδι» όπως λέμε, τότε η ευχαρίστηση μου και η χαρά μου δεν περιγράφονταν. Τέλειωνε ένα τραγούδι και πήγαινα να τον ρωτήσω ποια μελωδία ήταν γιατί μου άρεσε και έλεγα την επομένη φορά αυτή τη μελωδία να παραγγείλω. Μετά από λίγο έπαιζε μια άλλη που μου άρεσε περισσότερο και μετά μια άλλη κ.ο.κ. Άκουγα το ζουρνά του να σολάρει και τη νέα γενιά να μην ακούει ζουρνά κ αναρωτιόμουν: «Μα δεν ακούνε τι παίζει, πώς κελαηδάει;» Μεγαλώνοντας συνδύασα όλα μου τα γλέντια με το Θωμά: γιορτές, αποχαιρετιστήριο γλέντι πριν το στρατό και την πρόσληψη μου και το γάμο μου. Άρχισα κι εγώ, όπως πολύς κόσμος, να κλαίω στο άκουσμα του.

Όταν ανέλαβα ως δάσκαλος χορού το σύλλογο Μακροχωρίου και για 15 περίπου χρόνια, συνεργάστηκα σχεδόν πάντα με το Θωμά. Κάναμε μαζί πολλά ταξίδια και αυτό που μου άρεσε ιδιαίτερα ήταν, πέρα από το παίξιμό του, οι ιστορίες για όλα αυτά που έζησε ως μουσικός. Ταξίδευα, νοητά, μαζί του και γνώριζα μέσα από τους χορούς και τα τραγούδια ένα κόσμο μαγικό για’μένα. Μου έλεγε πώς γίνονταν οι γάμοι παλιά, μου περιέγραφε όλο το τελετουργικό, πού και πώς κοιμόταν οι μουσικοί και κάτω από ποιες συνθήκες έπαιζαν. Οι άνθρωποι ήταν απαιτητικοί, μέχρι που τους έδερναν αν δεν έπαιζαν καλά. Έμαθα ιστορίες πολλές, άλλες ευτράπελες και άλλες σοβαρές. Μου έλεγε ποιοι ήταν καλοί χορευτές στα παλιακά, ποιοι ήταν οι μερακλήδες σε κάθε χωριό. Ποιες ήταν οι γυναίκες που ήταν ονομαστές για το κούνημα του χεριού τους με το μαντήλι, αυτές για τις οποίες η κάθε τοπική κοινωνία αλλά και ο ίδιος έλεγε «βγάλτε την να χορέψει να πρέψει ο χορός». Είχε αλάνθαστο κριτήριο ο Θωμάς, γιατί η διασκέδαση και το μεράκι όλων αυτών των «παλιών» βρισκόταν στην κυριολεξία στα χέρια του. Τους ήξερε καλά, ήξερε τα μεράκια του καθενός, παρακολουθούσε τους αυτοσχεδιασμούς τους και έπαιζε πάνω τους. Ήξερε πότε και πού να τους «ανεβάσει».

Αρχίσαμε να τον ηχογραφούμε με το Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών και τον κύριο Δρανδάκη. Μέσα από τις συζητήσεις και την έρευνα έμαθα ότι η οικογένεια του ήρθε το 1901 από τα Σκόπια με τον πατερά του μικρό παιδάκι, τον γνωστό ζουρνατζή Σουλεϊμάν. Είχα ήδη γνωρίσει την γυναίκα του, την οικογένεια του, τα αδέλφια του και είδα ότι ήταν νοικοκύρης και ξεχώριζε από όλους τους υπόλοιπους μουσικούς. Έμαθε ζουρνά γιατί ήταν από οικογένεια μουσικών και στην πορεία το αγάπησε και το εξέλιξε. Το ζουρνά του ο Θωμάς τον κατασκεύαζε μόνος του και ο τρόπος της κατασκευής του ήταν μυστικό που μόνο ο ίδιος ήξερε. Ο Θωμάς ήταν ψήλος, μαυριδερός, θα τον έλεγα λυγερό. Δεν ήταν πολυλογάς, μιλούσε αργά, όσο αργά έπαιζε. Του άρεσαν τα αστεία και ήθελε να πειράζει την παρέα του. Ήταν πάντα ο αρχηγός της ζυγιάς, ήξερε να ισορροπεί και να κουμαντάρει τον κόσμο στα γλέντια, κοιτάζοντας πάντα το καλό της ζυγιάς.

Ξεχώριζε στο παίξιμό του από όλους τους άλλους ζουρνατζήδες. Τα σολαρίσματά του και τα γεμίσματα του ήταν αυτά που τον έκαναν ξεχωριστό. Προσπαθήσαμε να βάλουμε μέσα σε 5 cd όσο γίνεται περισσότερο Θωμά Πάτμο, γι’αυτό ό,τι τραγούδι άκουσα να λέει κάποιος ότι χόρευε ή ότι το τραγουδούσε ζητούσαμε από τον Θωμά να μας το παίξει. Όσα τραγούδια και να έπαιξε σε αυτή τη δουλειά, ένα είναι σίγουρο: ότι το μεγαλείο της μουσικής που έπαιζε δεν χώρεσε σ’αυτά τα cd.

Τα τελευταία χρόνια ήθελα να ακούω το Θωμά να παίζει περισσότερο τα τραπεζιάτικα αργά τραγούδια του Ρουμλουκιού και τους μοναδικούς του αυτοσχεδιασμούς. Αντιλαμβανόμουν ότι αυτά είχαν μέγιστη καλλιτεχνική αξία, απαιτούσαν μοναδική δεξιότητα, ήταν τραγούδια παλιά που πλέον σπάνια τα ακούγαμε. Και ο Θωμάς ήταν ο τελευταίος μιας γενιάς μουσικών που τα ήξερε. Και τα ήξερε όσο κανείς άλλος. Και εδώ αρχίζει να φαίνεται πια το κενό που άφησε πίσω του. Ένα τεράστιο μουσικό κεφάλαιο, όχι μόνο του Ρουμλουκιού, «έφυγε» μαζί με τον Θωμά Πάτμο.

Ο Θωμάς μαζί με το Γιώργη Ζαφειρίου και τον Γιώργη Παναγιωτόπουλο στο νταούλι ήταν η καλύτερη ζύγια που πέρασε από το Ρουμλούκι. Το 1981 πήγαν στην Αμερική για συναυλίες. Εκεί έκαναν και ηχογραφήσεις και υπήρχε μεγάλη αναγνώριση στα πρόσωπά τους για το είδος της μουσικής τους, κάτι που στην Ελλάδα δεν γινόταν ειδικά μετά τον πόλεμο.

Νιώθω τον εαυτό μου πολύ τυχερό που μεγάλωσα δίπλα στο Θωμά Πάτμο και μαζί με αυτόν κοντά σε ανθρώπους που χόρευαν αργά, εκφραστικά, με κινήσεις αρχοντικές. Αυτός ήταν ένας άλλος κόσμος που οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι έχει σχεδόν χαθεί. Η ζωή έχει αλλάξει, ο τρόπος διασκέδασης έχει αλλάξει και αυτός. Οι άνθρωποι που γλεντούν με ζουρνάδες είναι πλέον λιγοστοί, άρα λιγοστό και το κοινό του Πάτμου. Τώρα που έφυγε και ο Θωμάς έκλεισε ένας κύκλος που μέσα του κρατούσε «κάτι από τα παλιά», μαζί με τη γενιά των χορευτών χάθηκε και η γενιά των αντίστοιχων μουσικών.

Ο ρουμλουκιώτικος ζουρνάς ωστόσο παραμένει αγαπητός σε αρκετούς νέους ανθρώπους, είναι αυτός που τους συνδέει με τις ρίζες τους. Υπάρχουν νέοι που εκφράζονται με αυτό το είδος μουσικής, είτε σαν χορευτές είτε σαν μουσικοί και αυτό είναι παρήγορο και ελπιδοφόρο. Ο Πάτμος θα είναι για αυτούς πάντα ένα σημείο αναφοράς, μια αστείρευτη πηγή γνώσης.

Λυπήθηκα που ήμουν εκτός Ελλάδας όταν έφυγε για να τον χαιρετήσω για τελευταία φορά. Νιώθω ότι εμείς είμαστε σίγουρα φτωχότεροι από την απώλεια του αλλά κάποιοι βρήκαν ξανά τον σύντροφο τους, τον μεγάλο μάστορα Θωμά Πάτμο! Και η ζυγιά τους θα παίξει ξανά τις παραδείσιες μελωδίες του, μόνο που δεν θα τις ακούμε εμείς ...

http://www.topoikaitropoi.gr/

Alexandriamou.gr
Δημοσιογραφική Ενημερωτική Ηλεκτρονική Εφημερίδα
Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας