Γράφει λοιπόν ο Απόστολος Παύλος: «Παιδί μου Τιμόθεε, να είσαι άγρυπνος για να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά. Να κακοπαθήσεις, να εργαστείς για τη διάδοση του Ευαγγελίου, να εκπληρώσεις το καθήκον σου στην υπηρεσία του Θεού. Εγώ πια ήρθε η ώρα να χύσω το αίμα μου σπονδή στο Θεό· έφτασε ο καιρός να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο. Αγωνίστηκα τον ωραίο αγώνα, έτρεξα το δρόμο ως το τέλος, φύλαξα την πίστη. Τώρα πια με περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που μ’ αυτό θα με ανταμείψει ο Κύριος εκείνη την ημέρα, ο δίκαιος κριτής. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά κι όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό του». ( Β΄ Τιμόθεον κεφάλαιο δ΄, στίχοι 5-8 )
Φυλακισμένος ήταν ο Απόστολος Παύλος στη Ρώμη, περιμένοντας την εκτέλεση της θανατικής του καταδίκης, όταν έγραψε την επιστολή αυτή στον μαθητή του Τιμόθεο. Και θα περίμενε κανείς τα λόγια του να είναι γεμάτα παράπονο, διαμαρτυρία, πικρία, θλίψη και αδημονία. Τίποτε όμως απ’ όλα αυτά δεν βρίσκει κανείς διαβάζοντας το ιερό κείμενο. Αντίθετα, αυτό που διακρίνει, είναι μια απέραντη δοξολογία, μια ανείπωτη χαρά, έναν πηγαίο ενθουσιασμό, μακάρια προσμονή και λαχτάρα για την επικείμενη συνάντησή του με τον πολυαγαπημένο της καρδιάς του Χριστό.
Ο μαρτυρικός θάνατος για τον Παύλο, δεν είναι το δραματικό τέλος μιας πολυτάραχης πορείας, αλλά το ένδοξο τέλος ενός «ωραίου αγώνα», τον οποίο έδωσε για την αγάπη του Χριστού και που όπως όλοι οι αγώνες, έτσι κι αυτός, θα κατέληγε στο «στεφάνι της δικαιοσύνης», που επρόκειτο να λάβει από τον «δίκαιο κριτή». Ένα στεφάνι, που όπως τονίζει δεν δίδεται μόνο στον ίδιο, αλλά και σε «όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό του», την «επιφάνειαν» του Κυρίου Ιησού, όπως ακριβώς λέγει το αρχαίο κείμενο.
Πραγματικά, παράδοξα τα λεγόμενα και η συμπεριφορά του Παύλου για τα ανθρώπινα μέτρα, τουλάχιστον γι’ αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε και να ζούμε γύρω μας. Σε μας ο θάνατος γίνεται αντιληπτός ως «απειλή», ως «τέλος», ως «πόνος», ως «φόβος». Γιατί άραγε αυτή η διαφορά ανάμεσα σε μας και στον Παύλο; Η απάντηση βρίσκεται σ’ αυτήν ακριβώς την τελευταία φράση του Αποστολικού Αναγνώσματος: «όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό του». Και ποιοί είναι αυτοί;
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης απαντά σ’ αυτό, ερμηνεύοντας την επιστολή του Παύλου: «Ποῖος δέ εἶναι ἐκείνος ὁποῦ ἀγαπᾷ τήν ἐπιφάνειαν τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι ἐκείνος ὁ Χριστιανός, ὁποῦ κακοπαθεῖ διά τήν πίστιν καί τάς ἐντολάς τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐκείνος ὁποῦ κάμνει ἔργα ἄξια τῆς ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐκείνος ὁποῦ ἔχει ἀγάπην πρός τόν πλησίον, ἐλεημοσύνην, σωφροσύνην, ταπείνωσιν, ὑπομονήν καί ὅλας τάς ἄλλας ἀρετάς. Ὅποιος δέ Χριστιανός δέν κάμνει τά καλά αὐτά ἔργα καά τάς ἀρετάς, αὐτός δέν φαίνεται νά αγαπᾷ τήν ἐπιφάνειαν καί παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί εὔχεται νά μή γένῃ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, διά νά μήν ἀπολάβῃ τάς τιμωρίας, τάς ἀξίας τῶν πονηρῶν ἔργων του».
Εύστοχα απαντάει ο Άγιος Νικόδημος στα παραπάνω ερωτήματα. Πράγματι, ο ερχομός, η «επιφάνεια» του Ιησού στον κόσμο, δεν γεννά σε όλους τα ίδια συναισθήματα. Κατά την πρώτη παρουσία Του, όταν ετέχθη στο ταπεινό σπήλαιο της Βηθλεέμ, από τα παρθενικά σπλάγχνα της Θεοτόκου Μαρίας, το νέο για τον ερχομό του που διέδωσαν οι άγγελοι και ο λαμπρός αστέρας, προκάλεσε ποικιλία αντιδράσεων και συναισθημάτων στον κόσμο της εποχής. Οι ποιμένες με χαρά έσπευσαν να τον προσκυνήσουν και οι Μάγοι ξεκίνησαν με λαχτάρα από τη μακρινή Περσία για να του προσφέρουν δώρα βασιλικά. Από την άλλη όμως, ο Ηρώδης με μίσος και φθόνο μηχανεύεται τον αφανισμό του και μαζί του ταράσσονται στο άκουσμα της γέννησης του, όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων. Αλλά και η δεύτερη παρουσία Του διχάζει την ανθρωπότητα. Όπως ακούσαμε πριν, η επιφάνεια του Κυρίου, άλλους -όπως ο Παύλος, ο Τιμόθεος και όσοι αγαπούν τον Χριστό- τους γεμίζει χαρά και ευφροσύνη, ενώ άλλους φόβο και απόγνωση.
Άραγε εμείς αδελφοί μου, σε ποιά ομάδα ανθρώπων ανήκουμε; Χαιρόμαστε στο άκουσμα της συνάντησής μας με τον Ιησού ή γεμίζουμε φόβο και μόνο στη σκέψη της; Κι αν μεν συμβαίνει το πρώτο, έχει καλώς· αν όμως συμβαίνει το δεύτερο, τότε ας αναρωτηθούμε τι φταίει γι’ αυτό και ας αναθερμάνουμε την αγάπη μας για Εκείνον που τόσο μας αγάπησε και ας επαναπροσδιορίσουμε την πορεία της ζωής μας σύμφωνα με το άγιο και σωτήριο θέλημά Του. Αμήν.
Με αγάπη Χριστού.
«ο γραφέας»