O ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ στoν Βάλτο και στο Ρουμλούκι – Καμπανία
Η ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΝΗΣΙ ΑΠΟ ΔΥΟ ΣΩΜΑΤΑ
ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΩΝ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ 1ης προς 2/3/1906 (με το παλιό ημερολόγιο)
Μετά τις επιθέσεις του ελληνικού σώματος Ρουμλουκίου υπό τον Καβοντόρο και τον Γκόνο στην Αγία Μαρίνα (24.2.1906) και το Γκόλο-Σέλο [Ακρολίμνη] (28.2.1906) τα βουλγαρικά σώματα υπό τους Λούκα Ιβάνωφ και Αποστόλ Πετκώφ αποφάσισαν σε αντίποινα να επιτεθούν στο χωριό Νησί. «[…] Ο Ακρίτας και οι χασάπηδές του κρύβονται στους βάλτους, κάτω ακριβώς από το ελληνικό χωριό Νησί. Δεν έχουν σταθερούς κρυψώνες. Κρύβονται παντού, εκεί που ούτε ο διάβολος δεν μπορεί να τους βρεί. Από το Νησί προμηθεύονται και ταχυδρόμους και οδηγούς. Αν κάψουμε το Νησί, θα φύγουν και ίσως σταθούμε τυχεροί και τους πετύχουμε σε κανένα ξέφωτο. Όταν δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τα ίδια τα ερπετά, τότε καίμε τις φωλιές τους […]».
Στην τσέτα του Λούκα είχε προσχωρήσει ο αμερικανός δημοσιογράφος, συγγραφέας και τυχοδιώκτης Albert Sonnichsen. Αυτός έλαβε μέρος στην επίθεση και το κάψιμο του Νησιού, έγραψε δε τα εξής: «[…] Φτάσαμε, πηδήξαμε έξω στην κοίτη ενός μικρού ρυακιού που έφτανε μέχρι τ’ ανοιχτά. Ήρθαν κι άλλες πλάβες, δέσανε κοντά μας και όλοι μαζί ξεκινήσαμε. Μπήκαμε σ’ ένα δρομάκι παράλληλο με το ρυάκι και ένα μονοπάτι μας οδήγησε κατ’ ευθείαν στο χωριό. / Ο Αποστόλ και οι άνδρες του ξεκίνησαν για το πάνω μέρος του χωριού, ενώ ο Λούκα με είκοσι άνδρες, που ο καθένας τους κρατούσε ένα μπουκάλι κηροζίνη, τράβηξαν για το κάτω. Οι υπόλοιποι οκτώ από μας πιάσαμε και ελέγχαμε τον κεντρικό δρόμο μην τυχόν και έχουμε εκπλήξεις από τον τουρκικό στρατό που φρουρούσε ένα χωριό μισή ώρα απόσταση / Έτσι όπως ήμασταν εκεί μέσα στη σκόνη, άκουγα το επίμονο γάβγισμα των σκυλιών. Κάπου μακριά στα χωράφια, ένας τσοπάνης σφύριξε στο ανήσυχο κοπάδι του. Οι στέγες των σπιτιών διακρίνονταν στο απαλό φως του φεγγαριού, αλλά πουθενά δεν μπορούσα να δω ανθρώπους, αν και ήξερα ότι ήταν εκεί. Η αναμονή ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί. / Ξαφνικά η καρδιά μου χοροπήδησε. Μια κόκκινη μπάλα γλίστρησε στον τοίχο ενός σπιτιού. Μια λάμψη και γλώσσες φωτιάς απλώθηκαν γρήγορα στον ουρανό. Αν υπήρχαν κραυγές ανθρώπων δεν με άφηναν να τις ακούσω τα γαβγίσματα των σκυλιών. Και αμέσως ακούστηκαν τρείς ριπές από Μάνλιχερ. / Άλλο ένα σπίτι καιγόταν στο κάτω μέρος του χωριού, ενώ το πρώτο ήδη κατέρρεε. Παρακολουθούσαμε τις φλόγες και το βρυχηθμό της φωτιάς. Παντού μαύρες φιγούρες έτρεχαν πάνω κάτω. Πιο πολλά σπίτια καίγονταν τώρα. […] Από τη στέγη έβγαινε πυκνός καπνός που ενωνόταν σ’ ένα τεράστιο ολόμαυρο σύννεφο στον ουρανό. / Ο χρόνος σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπολογίζεται. Μπορεί να πέρασαν μιά δυό ώρες, πάντως ολόκληρο το χωριό έγινε μια στήλη φωτιάς. […] / Την ίδια στιγμή ακούγονταν σκόρπιοι πυροβολισμοί. Εμείς οι οκτώ δεν κινηθήκαμε, αλλά γλιστρήσαμε σε κάποια απόσταση για να προστατευτούμε και να μην αποκαλυφθούμε. Παρ’ ότι κινηθήκαμε, τα πυροβόλα εξακολουθούσαν να κελαηδούν κοντά στα ελληνικά Γκρά που μούγκριζαν. / Οι Έλληνες υπολόγισαν από τους πυροβολισμούς πόσοι περίπου είμαστε και γενίκευσαν το πυρ. Οι ίδιοι όμως δεν προχωρούσαν, αλλά προσπαθούσαν να μας κλείσουν το δρόμο για τις πλάβες. Στραφήκαμε λοιπόν προς τα πίσω και πυροβολήσαμε για να πιστέψουν ότι υπερέχουμε σε αριθμό. Το σφύριγμα των σφαιρών ερχόταν πιο κοντά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Έμοιαζε με το θρηνητικό πέταγμα μεταλλικών πουλιών. / Ξαφνικά οι πυροβολισμοί των Ελλήνων αραίωσαν και σε λίγο σταμάτησαν εντελώς. Μακριά, αλλά όχι μέσα από το χωριό, ακούστηκε πως ο στρατός κατέφθασε. Ο Αποστόλ και οι άντρες του, μαζί τους κι εμείς, τρέξαμε στις πλάβες μας. Ο Λούκα και οι δικοί του ακολουθούσαν. Επιβιβαστήκαμε και αρχίσαμε να κωπηλατούμε. / Ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα και πίσω μας αφήναμε έναν υπέροχο ολοξάστερο ουρανό που θάμπωσε μόνο με το πρωινό φως. Γυρίσαμε στις καλύβες μας χωρίς κανέναν απόντα, αλλά και χωρίς κανέναν πληγωμένο. […] Η αλήθεια ήταν πως τριάντα από τα σπίτια του χωριού είχαν καεί εντελώς και το επόμενο πρωί οι στρατιώτες βρήκαν στα χωράφια έξι νεκρούς. Ο ένας ήταν Αλβανός υπηρέτης, που νόμιζε ότι το χωριό είχε καταληφθεί από βασιβουζούκους και βγήκε έξω τρέχοντας και φωνάζοντας ότι είναι μουσουλμάνος. Κάποιοι άντρες του Αποστόλ που δεν τους άρεσαν τα λόγια του Αλβανού έχασαν την ψυχραιμία τους και τον σκότωσαν. Ο άλλος νεκρός ήταν ένα νεαρό αγόρι δεκαέξι χρόνων, που χτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα, ενώ ένας τρίτος πυροβολήθηκε από τους άντρες του Λούκα […]. Αυτούς τους τρείς νεκρούς τους ξέραμε κι εμείς οι ίδιοι […]. Ο Λούκα […] όταν έφυγε τους έδωσε ένα γράμμα για όλους τους κατοίκους, όπου ανέφερε ότι τα σπίτια των Ελλήνων δεν καταστράφηκαν λόγω φυλετικού μίσους, αλλά σαν αντίποινα για τις επιθέσεις του Κώστα εναντίον χωριών που διέκειντο ευνοϊκά στην επανάσταση [του Ίλιντεν]. Εάν δεν υπέθαλπαν τους μισθοφόρους της Εκκλησίας [του Πατριαρχείου], κανένα ελληνικό σπίτι δεν θα ξανακαιγόταν. / Αυτή η προειδοποίηση φαίνεται πως έπιασε τόπο, αφού από τότε οι επιχειρήσεις του Κώστα σταμάτησαν. […]». [Εσφαλμένα οι Βούλγαροι πίστευαν ότι επενέβη το σώμα του Κώστα Μαζαράκη Αινιάν (καπετάν Ακρίτα), διότι αυτός ήδη από το Νοέμβριο του 1905 βρισκόταν στην Αθήνα. Η αντεπίθεση μετά το άκουσμα των πυροβολισμών έγινε από τον καπετάν Ματαπά που βρισκόταν στην καλύβα «Τριχοβίστα», σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων δυτικά από το Νησί].
Οι ελληνικές πηγές και η σχετική ιστοριογραφία δέχονται ότι τη νύχτα της 1/14 προς 2/15 Μαρτίου 1906 τα ενωμένα σώματα του Λούκα Ιβάνωφ και Αποστόλ Πετκώφ βγήκαν με τις πλάβες τους στη Σκάλα Νησίου, εισήλθαν στο χωριό έκαψαν 25-30 σπίτια, αχυρώνες και αποθήκες, καταστρέφοντας το μεγαλύτερο μέρος του χωριού. Θύματα της επίθεσής τους ήταν ο εξάχρονος Δημήτριος Σπανός του Θωμά που κάηκε ζωντανός καθώς και ο Κων/νος Σπανός που βρέθηκε νεκρός φέροντας θανάσιμο τραύμα από ξιφολόγχη. Παράλληλα οι κομιτατζήδες σκότωσαν μεγάλο αριθμό ζώων, αφαίρεσαν πουλερικά και μικρά ζώα των κατοίκων του χωριού, με αποτέλεσμα αρκετοί Νησιώτες να περιπέσουν σε μεγάλη ένδεια. Το κάψιμο του Νησίου προκάλεσε αίσθηση στην ελληνική πλευρά, απασχόλησε τον τύπο της εποχής, όπως προκύπτει από τις παρακάτω εκθέσεις:
Ο Γκόνος σε έκθεσή του ανέφερε ότι «[…] Προς κατάπαυσιν του πανικού συνάμα δε και αντεκδίκησιν [για την επίθεση του σώματος Ρουμλουκίου στο Γκόλο-Σέλο (βλ. σελ. …)] συννενοηθέντες οι δύο αρχηγοί Βούλγαροι Λούκας και Αποστόλ την επομένην της πράξεώς μας επικεφαλής 110 ανδρών επετέθησαν εναντίον του ημετέρου χωρίου Νησί και προέλαβον να κατακαύσωσιν 27 οικίας εν αυτώ, οπότε καταφθάσας [από την Τριχοβίστα] ο Ματαπάς (Αναγνωστάκος) συνεπλάκη μετ’ αυτών φονεύσας δύο».
Στην αναφορά του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη της 6.3.1906 προς το Υπουργείον Εξωτερικών αναφέρεται: «[…] Την νύκταν της 28ης προς 1ην τρέχ. Βουλγαρική συμμορία μετά ρωμανιζόντων Βλάχων πολυπληθής, μεταβάσα εις το Ελληνικόν χωρίον «Νησί» παρά την λίμνην των Γιαννιτσών επυρπόλησαν τριάκοντα οικίας μετά των σταύλων και 100 περίπου ζώα, εφόνευσαν δια λόγχης τον Κ. Σπανόν και έκαυσαν το εξαετές παιδίον του Θωμά Σπανού. Το χωρίον είναι ιδιοκτησία του ενταύθα πλουσίου εβραίου Σαούλ Μοδιάνο, υπηκόου Ιταλού […]».
Το Προξενείο Θεσσαλονίκης στην κατάσταση «Έλληνες φονευθέντες κατά το έτος 1906 υπό Βουλγάρων και Ρουμάνων», κατέγραψε: «[…] 6. / Κωνσταντίνος Σπανός / 7. Δημ. Θωμά Σπανού (ετών 6) / Νησί / 28 Φεβρουαρίου / Εφονεύθησαν αμφότεροι υπό της καταστρεψάσης το χωρίον Βουλγ. συμμορίας. Το παιδίον εκάη. […] Πυρπόλησις / Νησί / 28 Φεβρουαρίου / Βουλγαρική συμμορία εξ 100 επιδραμούσα επυρπόλησε το χωρίον, 26 οικίαι εκάησαν, 60 ζώα μεγάλα εσφάγησαν, 2 χωρικοί εφονεύθησαν (αριθ. 6, 7 Α΄καταλόγου) […]».
Ο μακεδονομάχος Β. Βάκκος, δάσκαλος από τη Στρώμνιτσα, που από το έτος 1905 ήταν τοποθετημένος με διαταγή του προξένου Λ. Κορομηλά στο χωριό Γκριτζάλι, σε αφήγησή του αναφέρει: «[…] κατά μήνα Μάρτιον οι κομιτατζήδες επυρπόλησαν το χωρίον Νησί […] ένθα 60 οικίαι κατεστράφησαν. Τα προξενεία Ελλάδος, Αγγλίας και Γαλλίας, απέστειλαν είδη ρουχισμού και τρόφιμα εις τους κατοίκους, διότι δεν απέμεινε τίποτε από την πυρπόλησιν των Βουλγάρων κομιτατζήδων. […]».
Ο «Προμηθέας» με έγγραφό του προς το Κέντρο Αθηνών ανέφερε στις 5.3.1906 ότι: «[…] Την εσπέραν της 1ης αρξαμένου [Μαρτίου] Βουλγαρική συμμορία όχι υποάριθμος μετέβη εις Νησί όπου εισήλθε άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως καίτοι υπήρχαν τα μέσα της αμύνης και έκαυσε 26 οικίας εφόνευσε δια λόγχης τον Κώνστα. Σπανόν ετών 55 εκάη δε και εις οκταετής παίς. Το κτήμα ανήκει εις τον Σαούλ Μοντιάνο εβραίον υπήκοον Ιταλόν. Παρεκαλέσαμεν τον Κάλμαν ν’ αποστείλομεν επί τόπου έναν ημέτερον σοβαρόν ίνα τους παρηγορήση και δώση μικρά βοηθήματα, υποδείξας ως κατάλληλον τον κ. Μαυρουδήν έχοντα πλησίον κτήμα [στο Νεοχώρι][…]. Ο κ. Μαυρουδής έχει εργασίας αυτάς τας ημέρας. […]. Θα καλέσωμεν ενταύθα [Θεσσαλονίκη] όλους τους χωρικούς [Νησίου] ίνα διαμαρτυρηθώσιν [προς την οθωμανική Διοίκηση]. […]». Έχει καταγραφεί η πληροφορία ότι τότε αρκετοί Νησιώτες, που επλήγησαν και καταστράφηκαν οικονομικά από την πυρκαϊά, μετοίκησαν στα χωριά Σχοινά, Νεοχώρι, Καταφύγι, Γιαντσίδα. Ίσως οι κτηματίες Μαυρουδής και Ραχμή μπέης να τους προσέφεραν άσυλο και άδεια για εργασία στα γειτονικά τσιφλίκια τους στο Νεοχώρι και στο Σχοινά αντίστοιχα.
Επίσης ο «Προμηθέας» με υστερόγραφο στην από 17.3.1906 αναφορά του πληροφόρησε ότι το Προξενείο ζήτησε από την Επίκουρο των Μακεδόνων Επιτροπή να εξασφαλίσει έστω και μικρή οικονομική συνδρομή για τους χωρικούς του Νησίου, διότι «οι άνθρωποι υπέστησαν ζημίας περίπου 1.000 λιρών και ζώα και οικιακά σκεύη», ώστε να δειχθεί ότι δεν εγκαταλείφθηκαν εντελώς στην δυσμενή τους περίσταση. Ενημέρωσε επίσης ότι οι Νησιώτες υπέβαλαν κατά των Βουλγάρων αναφορά παραπόνων στον Βαλή Θεσσαλονίκης κι αυτός υποσχέθηκε «να τοις δοθώσι 50 λίρας ατόκως επί επιστροφή παρά της Γεωργικής Τραπέζης» για ανακούφιση των πρώτων αναγκών τους.
Τα ελληνικά σώματα δεν άφησαν αναπάντητη την πυρπόληση του Νησίου. Ο «Θεόφιλος» (Γ.Κατεχάκης) στην επιστολή του της 3.3.1906 προς το Προξενείο ανέφερε ότι: «[…] δεν μου ήταν δυνατόν να αναβάλω ενέργειάν τινα κατά της Γκολισάνης [Λευκάδια] ήν είχον αποφασίσει […] προς εκδίκησιν των εις το Νησί γενομένων […] οι ημέτεροι εισήλθον εις Γκολισάνην ής οι κάτοικοι δια πυροβολισμών εδέχθησαν τους ημέτερους (Σκουντρήν και Σημανίκαν μετά εφεδρείας Κατσουλάκη) οίτινες όμως κατόρθωσαν να εισέλθουν εις το χωρίον έκαυσαν 5 οικίας. Αποτέλεσμα πλην τριών φονευθέντων καθ’ ήν ώραν εφρούρουν αγνοούμεν εισέτι […]». Επίσης ο «Προμηθέας» με έγγραφό του της 5.3.1906 προς το Κέντρο Αθηνών ανέφερε επιπλέον ότι: «[…] Την εσπέραν της 2ας τρέχοντος το εν Νιαούστη σώμα του Σουμανίκα επετέθη κατά Γκολισάνης και αφού έκαυσε τρείς οικίας εφόνευσε και δύο χωρικούς σχισματικούς. / Το σώμα Ρουμλουκίου θα προβή εις ζωηροτέρων της Γκολισάνης αντεκδίκησιν. Ο Καβοντόρος έστειλε επιστολήν προς τον ιδιοκτήτην [του τσιφλικιού Νησίου] Μοντιάνο δι’ ής τον παρακαλεί να απομακρύνει τον επιστάτην του και τους αγροφύλακάς του εκείθεν διότι τους θεωρεί υπευθύνους, να τους αντικαταστήσει δια χριστιανών, οπότε αυτός να επαγρυπνή δια την ασφάλειαν της περιουσίας του. […]».
Χωρικοί είχαν ενημερώσει [στις 21.3.1906] τον «Προμηθέα» ότι «[…] ο Μιχάλης (Αναγνωστάκος) του σώματος της λίμνης συνέλαβε δύο μυλωνάδες από το Σκυλίτσι σχισματικούς κατά την ομολογία όλων […]». Μετά λίγες ημέρες [27.3.1906] ο «Προμηθέας» ενημέρωνε το Κέντρο Αθηνών ότι: «Το σώμα Ρουμλουκίου που είχε συλλάβει πριν λίγες ημέρες τρείς μυλωνάδες από τη Χρούπιστα [Άργος Ορεστικό] εργαζόμενους στους μύλους Σκυλίτσι τους σκότωσε τα δε κεφάλια τους τα κρέμασε από τα τηλεγραφικά σύρματα κοντά στους Αποστόλους με σημείωμα «όργανα των εμπρηστών Νησίου». Αυτό αν και εκ πρώτης άποψης φαίνεται αποτρόπαιο εν τούτοις έφερε τα αποτελέσματά του. Από Γιαννιτσά μου γράφουν πολύ ευχάριστες ειδήσεις καθώς και από τους Αποστόλους. Η έκθεση των κεφαλών αυτών συνέπεσε ημέρα εβδομαδιαίας αγοράς στα Γιαννιτσά και η εντύπωση ήταν μεγίστη […]».-
Φωτ. Τσέτα κομιτατζήδων
Αλεξάνδρεια, 1.3.2024 / ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ / Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.