Καταγραφή εθίμου ΚΟΛΙΝΤΑ ΜΠΑΜΠΟΥ-ΚΟΛΙΝΤΑ από τον Ι.Μοσχόπουλο
Γράφει ο Γιάννης Μοσχόπουλος
Ο Ι.Α. πριν πολλά χρόνια, μου παρέδωσε έναν φάκελο με τις εργασίες μαθητών της Ε΄ τάξης Γυμνασίου Αλεξάνδρειας του 1962,
Από εκείνες τις εργασίες δημοσιεύω σήμερα αποσπάσματα, που αφορούν τα έθιμα με τις φωτιές των Χριστουγέννων και του δωδεκαήμερου του Ρουμλουκιού, τηρώντας την ορθογραφία των κειμένων πλην του τονισμού.
Εργασία του Α.Π. [Παλαιοχώρι]
«[…] Την παραμονήν των Χριστουγέννων οι παπούδες μας ονόμαζαν κόλιντα. Τα παιδιά εμάζευαν τις ημέρες εκείνες προ της παραμονής μπάμπαλα (ξυρά χόρτα) και την παραμονήν η ώρα μία το πρωί (της 24 Δεκεμβρίου) άναπταν φωτιά και γύρω από την φωτιά έλεγαν τα παιδιά το τραγούδι των χριστουγέννων και τις λέξεις κόλιντα μπάμπου, κόλιντα μπάμπου και πηδούσαν επάνω από την φωτιά. Έπειτα ξεκινούσαν μέσα στο χωριό παρέες-παρέες από 3 μέχρι 6 παιδιά … και πήγαιναν έλεγαν σε κάθε σπίτι το τραγούδι. Στο δρόμο εφώναζαν κόλιντα μπάμπου-κόλιντα μπάμπου. […]
Η νοικοκυρά έπαιρνε το πρωί ανήμερα των Χριστουγέννων ένα δαβλί. Το δαβλί αυτό το έλεγαν καλικάντσαρο. Και το έβαζε μέσα στο αλώνι και το σκέπαζε με κοπριά. Αυτό το κρατούσε και το έβαζε στη φωτιά όταν εμαγύρευε το φαγητό της πρωτοχρονιάς. Το ίδιο γινόταν και των Φωτών. Αυτό το δαβλί το έκαναν έτσι για να μην πιάνουν δαβλό τα σιτάργια τους.[…]»
Εργασία της Κ.Κ. [Αλεξάνδρεια]
H αλλαγή του γραφικού χαρακτήρα και η χρήση του τοπικού γωσσικού ιδιώματος παραπέμπει σε καταγραφή του εθίμου από ηλικιωμένο άτομο (συγγενή της emoticon wink.
«[…] για τουν καλλικάντζαρου εβανάμι στου τζάκι ένα μεγάλου κούτσουρου τ’ άφνάμι όλη τη νύχτα κι έκαιγι στου τζάκι του άλλου πού απόνμησκιν του προυί στσι 25 του έβγαζάμι στ’ν αυλή.[…] όταν χίρβάμε να πέσουμε να κοιμθούμε έβανάμι ένα κούτσουρου τρανό μέσα στου ουτζιάκ»
Εργασία ανώνυμου μαθητή [-]
«[…] Τα μικρά κοριτσάκια και αγοράκια του Δημοτικού σχολείου και αυτά περισσότερο από τους μεγάλους δεν ησυχάζουν. […] Επίσης μαζεύουν πολλά ξύλα, παρέες παρέες σε διάφορα σπίτια του χωριού και ανάβουν φωτιά μεγάλη, πηδώντας την φωτιά, γελώντας και λέγοντας τραγουδώντας για την γέννησι του Χριστού, λέγοντας τα ακόλουθα «κόλιντα μπάμπου κόλιντα, μια κουπάνα πίτηρα και του χρόν καλύτερα. Δώσε με ένα σήκο και να φύγω». Επίσης και στην πλατεία τα μεγάλα παιδιά και πανδρεμένοι ανάβουν μεγάλη φωτιά και λένε τα ίδια όπως τα μικρά παιδιά. […]
Εργασία της Χ.Γ. [Αλεξάνδρεια]
«[…] Ξημερώνοντας για τα Χριστούγεννα πήγεναν στην εκκλησία και όταν γυρνούσαν οι γέροι έπαιρναν λίγα τσαλιά από έναν καλό νοικοκοίρη. Το πρωί οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το σπίτι και τα φαγητά και άναβαν το τζάκι. Μετά κάθονταν κοντά στο τζάκι και με τα τσαλιά εκείνα σκάλιζαν την στάχτη και έλεγαν: εδώ παιδιά, εδώ νύφες, εδώ γαμπροί, εδώ πρόβατα και ότι άλλο είθελαν. […]»
Εργασία του Θ.Ο. [Αλεξάνδρεια]
Καταγράφεται ως πηγή του η Δ.Ο. (γιαγιά του).
«Το βράδυ τα χριστούγεννα πέρναμε ένα ξύλο και το βάζαμε στο τζάκι και όλη τη νύχτα έκαιγε. Το πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία. Στο γυρισμό από 3 σπίτια της γειτονιάς από τα πλουσιώτερα πέρναμε ξυλάκια και τα βάζαμε στην φωτιά του ξύλου το οποίο λέγαμε καλικάντζαρο. Και τα ξυλάκια καίγοντας λέγαμε : εδώ νύφες, εδώ γαμπροί, εδώ πλούτος, πρόβατα, γελάδια και στο τέλος χρόνια πολλά. Τον καλλικάντζαρο τον βάζαμε μέσα στο καρότσι και ρίχνοντας κοπριές επάνω τον πετούσαμε στην στίβα. Το ίδιο ξύλο το πέρναμε πάλι την Πρωτοχρονιά το βάζαμε στην φωτιά για να μην έρχονται οι καλλικάντζαροι. Το πρωί το ξαναπετούσαμε και τα Θεοφάνεια πάλι τον πέρναμε μέσα. Το πρωί τον πετούσαμε και το καλοκαίρι τον βάζαμε στην θυμονιά.»
Εργασία άνώνυμου μαθητή [-]
«[…] Οι καλλικάντζαροι φοβόταν πάρα πολύ το χοιρινό τσαρούχι, […] η νοικοκυρά έκαιγε στο τζάκι ένα κομμάτι [τσαρούχι] για να μυρίσει ο καλλικάντζαρος και να μην πλησιάζει στο σπιτικό της. […] Κατά την παραμονή των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης έφερνε κουτσαίνοντας ένα στραβό κούτσουρο, που το λέγαν «καλλικάντζαρο». Αυτό έκαιγε όλη τη νύκτα. Έτσι προφύλασαν τον Χριστό και δεν γινόταν «καλλικαντζαρόπουλο», διότι έλεγαν πως ο καλλικάντζαρος φοβάται την φωτιά. Το πρωί μόλις γύριζαν από την εκκλησία το έβαζαν έξω στο αλώνι (στην αυλή) και το σκέπαζαν με κοπριά ζώων. Το ίδιο ξύλο έβαζαν στη φωτιά και την Πρωτοχρονιά, ώσπου την παραμονή των Θεοφανείων αφού το έβαζαν πάλι στην φωτιά το πρωί το υπόλοιπο έστω κι ένα κάρβουνο αν έμενε το έβαζαν στο αλώνι και το σκέπαζαν με [κοπριά] για να σβήση. Όταν έσβηνε το πήγαιναν στο χωράφι και το σκέπαζαν με χώμα για να μην βγάλη το σιτάρι δαυλό. […] Τον καλλικάντζαρο τον έπαιρνε ο νοικοκύρης και τον έβαζε κάτω από την θυμωνιά για να χαθή έτσι ο αυλός όπως κάηκε και κατεστράφηκε ο καλλικάντζαρος. […] Στις 23-24 του Δεκέμβρη τα μεσάνυκτα τα παιδιά του χωριού άναβαν μια πολύ μεγάλη φωτιά στην πλατεία του χωριού και την πηδούσαν λέγοντας τα κάλαντα. Όταν έσβηνε η φωτιά τα παιδιά ξεχύνονταν στο χωριό φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπου, κόλιντα». […] Όταν γύριζαν από την εκκλησία καθένας έπαιρνε από τους φράχτες τριών νοικοκυρόσπιτων της γειτονιάς μερικά ξυλαράκια «τσάκνα» και σκαλίζοντας την.