Στην αρχή εψάλησαν βυζαντινοί ύμνοι από χορό ιεροψαλτών υπό τη διεύθυνση του κ. Νικολάου Χανουμίδη και στη συνέχεια ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας Αρχιμ. Δημήτριος Μπακλαγής καλωσόρισε τους συνέδρους.
Εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού δεν προσεκλήθησαν όπως κάθε χρόνο εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ωστόσο προβλήθηκε βιντεοσκοπημένο το μήνυμα της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ενώ ανεγνώσθησαν μηνύματα της Α.Θ.Μ. Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας κ. Θεοδώρου και των Μακαριωτάτων Αρχιεπισκόπων Κύπρου κ. Χρυσοστόμου και Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.
Χαιρετισμό απηύθυναν ο Αντιπεριφερειάρχης Ημαθίας κ. Κωνσταντίνος Καλαϊτζίδης, ο Δήμαρχος Βεροίας κ. Κωνσταντίνος Βοργιαζίδης, ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Θεόδωρος Γιάγκου ενώ εκ μέρους της επιστημονικής επιτροπής των «Παυλείων» μίλησε ο Καθηγητής κ. Χαράλαμπος Ατματζίδης.
Τέλος, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολιτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων κήρυξε την έναρξη των εργασιών του Συμποσίου.
Κατά την 1η Συνεδρία προήδρευσε ο Καθηγητής κ. Θεόδωρος Γιάγκου, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και εισηγήσεις έκαναν: α) ο κ. Χαράλαμπος Ατματζίδης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Ο απόστολος Παύλος, η διδασκαλία του για το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού και η σχέση της με την ηθική», β) η κ. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη, αν. Καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., η οποία ανέπτυξε το θέμα: «Οικολογική δικαιοσύνη και χριστιανική ηθική - μια βιβλική προσέγγιση» και γ) ο κ. Χρήστος Καραγιάννης, αν. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «O Δεκάλογος και η ηθική κατά την Παλαιά Διαθήκη».
Το συνέδριο θα μεταδοθεί διαδικτυακά μέσα από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως και την αντίστοιχη σελίδα στο Facebook κατά το τριήμερο 25, 26 και 27 Ιουνίου.
Ο Σεβασμιώτατος κατά την κήρυξη έναρξης των εργασιών του Συμποσίου ανέφερε μεταξύ άλλων: «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν» (Γαλ.4.19).
Μέ μία πλήρη πατρικῆς ἀγάπης ἀποστροφή πρός τούς Χριστιανούς τῆς Γαλατίας ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος προσδιορίζει τή σημασία τῆς ἐννοίας ἦθος καί τή σχέση της μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Δέν γράφει ὡς «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», δέν διδάσκει ἀπό καθέδρας ὡς πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος, δέν ὑποδεικνύει ὡς ἐκεῖνος πού ἀξιώθηκε νά ἀνέλθει ἕως τρίτου οὐρανοῦ καί νά ἀκούσει ἄρρητα ρήματα, οὔτε ἐπιπλήττει θέλοντας νά ἐπιβάλλει τήν ἄποψή του. «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν».
Ὁ μέγας ἀπόστολος γράφει ὡς στοργικός πατέρας πού κοπιάζει καί ὑποφέρει προκειμένου νά σμιλεύσει τίς ψυχές τῶν παιδιῶν του τόν Χριστό. Γνωρίζει πόσο δύσκολο εἶναι αὐτό. Γνωρίζει πόσο ἰσχυρή εἶναι ἡ ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό κακό. Γνωρίζει πόσο δύσκολο εἶναι νά ἀπεκδυθεῖ κανείς τόν παλαιόν ἄνθρωπο, προκειμένου νά ἐνδυθεῖ «τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα» (Ἐφεσ. 4.24). Γιατί σκοπός τῆς εἰς Χριστόν πίστεως δέν εἶναι νά δημιουργήσει καλούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά ἀποκαταστήσει τήν φθαρεῖσα ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγώντας τον διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ στή σωτηρία.
Καί ἐάν ἦθος γιά τά ἀνθρώπινα δεδομένα εἶναι ὁ χαρακτήρας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἐσωτερικός του κόσμος καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τόν ἐκφράζει, γιά τόν Χριστό καί τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολό του εἶναι ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου του. Γι᾽ αὐτό καί τό Εὐαγγέλιο δέν εἶναι ἕνα βιβλίο πού περιέχει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι ἕνα βιβλίο πού καταγράφει τίς ὁμιλίες καί τή διδασκαλία του, ἀλλά πού ἀποτυπώνει, ὅσο εἶναι αὐτό δυνατό, τήν ἀναστροφή του στόν κόσμο. Ἄλλωστε, γι᾽ αὐτό ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο καί «τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», «ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ», κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο.
Ἡ σχέση, λοιπόν, τοῦ Εὐαγγελίου μέ τό ἦθος, δέν εἶναι, σύμφωνα μέ τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο, σχέση ἐπιφανειακή, πού στηρίζεται στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι σχέση ἀναγεννητική καί μεταμορφωτική. Τό ἦθος δέν διαμορφώνεται μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν καλή ἀλλοίωση πού ἐνεργεῖται στήν ψυχή του καί τόν μεταποιεῖ σέ τέκνο Θεοῦ.
Ἦθος εὐαγγελικό εἶναι, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος «νοῦν Χριστοῦ» καί ἡ ζωή του νά εἶναι ζωή Χριστοῦ.
«Πάντοτε τήν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ» (2 Κορ. 4.10), γράφει ὁ μέγας ἀπόστολος πρός τούς Κορινθίους, ἑρμηνεύοντας μέ τόν λόγο του αὐτόν ὁ ἴδιος ποιός εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος, «ὁ ἀνακαινούμενος εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ. 3.10), τόν ὁποῖο συχνά ἀναφέρει στίς ἐπιστολές του ὡς ἀναγκαιότητα γιά κάθε χριστιανό.
Εἶναι αὐτός πού δέν ἀντιμετωπίζει τή ζωή τοῦ Χριστοῦ οὔτε ὡς ἕνα εὐσεβές καί ἐποικοδομητικό ἀνάγνωσμα, οὔτε ὡς μία θαυμαστή ἱστορία, οὔτε ἔστω ὡς ἕνα πρότυπο τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ὁμοιάσουμε, ἀλλά τήν ζεῖ μέσα του, τήν ζεῖ στό εἶναι του, τήν αἰσθάνεται στήν ὕπαρξή του ὡς ἀπόλυτη ταύτιση μέ τόν Χριστό.
Τό περιγράφει μέ σαφήνεια ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὁμολογεῖ «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2.20). Δέν τό δηλώνει ἀπό ὑπερβολική αὐτοπεποίθηση, δέν τό διαφημίζει ἀπό αἴσθημα ὑπεροχῆς. Ἀσφαλῶς ὄχι. Τό κάνει μέ ἀπόλυτη συναίσθηση τῆς ταυτίσεώς του μέ τόν Χριστό, τῆς ὁποίας προϋπόθεση εἶναι ἡ μέχρι νεκρώσεως τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου ταπείνωση, ἡ ἑκούσια ἀπαλλαγή ἀπό ὅ,τι δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ.
Τό διακηρύσσει ὁ ἀπόστολος γιά νά διδάξει καί σέ μᾶς, τούς ἀνά τούς αἰῶνες μαθητές του, τά πνευματικά του τέκνα, πόσο διαφέρει τό ἦθος κατά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό ὅλα ὅσα διδάσκουν περί ἤθους τά ποικίλα φιλοσοφικά συστήματα καί οἱ ἠθικολόγοι τοῦ κόσμου.
Καί διαφέρει, γιατί δέν στηρίζεται σέ κανόνες, δέν εἶναι τρόπος συμπεριφορᾶς πού μπορεῖ νά μεταβληθεῖ ἀνάλογα μέ τίς συνθῆκες καί τίς περιστάσεις, εἶναι ἔκφραση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Εἶναι αὐτό πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά μήν σκέφτεσαι «τί λέει τό Εὐαγγέλιο νά κάνω σέ αὐτή ἤ στήν ἄλλη περίπτωση;», ἀλλά νά κάνει αὐθόρμητα αὐτό πού θά ἔκανε ὁ Χριστός, ὅπως τό ἔκανε καί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, τόν ὁποῖο τιμοῦμε μέ τίς ἐκδηλώσεις τῶν ΚΣΤ´ Παυλείων, καί τό καθιερωμένο Συνέδριό μας τό ὁποῖο ἔχει φέτος ὡς θέμα, ὅπως ἤδη εἴχαμε ἀναγγείλει τόν περασμένο Ἰούνιο, «Εὐαγγέλιο καί ἦθος κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο».
Δυστυχῶς οἱ συνθῆκες πού δημιουργήθηκαν ἐξαιτίας τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ καί τά μέτρα προστασίας τῆς δημοσίας ὑγείας ἀπό τή διάδοση τοῦ ἰοῦ ἐπέφεραν ἀναγκαστικές τροποποιήσεις τόσο στό γενικό πρόγραμμα τῶν ΚΣΤ´ Παυλείων ὅσο καί στήν διοργάνωση τοῦ ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου μας.
Εἴμεθα ὅμως, παρά τίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίσαμε, εὐγνώμονες στόν Θεό καί τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, γιατί, μέ τή συμπαράσταση τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀλλά καί τή θετική ἀνταπόκριση πολλῶν ἐπιστημόνων, ἡ Ἱερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας διοργάνωσε καί πραγματοποιεῖ καί φέτος τό Συνέδριο αὐτό πρός τιμήν τοῦ οὐρανοβάμονος ἀποστόλου Παύλου, τό ὁποῖο ἐντάσσεται στό πλαίσιο τῶν ΚΣΤ´ Παυλείων καί πραγματοποιεῖται γιά τεχνικούς λόγους λίγες ἡμέρες νωρίτερα ἀπό τή συνηθισμένη ἡμερομηνία καί σέ διαφορετικό χῶρο, στόν πρό τεσσάρων ἐτῶν ἀνακαινισθέντα παλαιό Μητροπολιτικό ναό τῆς Βεροίας, στήν ὑπέρλαμπρη αὐτή βασιλική, τήν ἀφιερωμένη στήν τιμή τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Παύλου καί Πέτρου, λίγες ἑκατοντάδες μόνο μέτρα ἀπό τό Βῆμα τοῦ ἀποστόλου τῶν Βεροιέων καί ἱδρυτοῦ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας.
Πραγματοποιεῖται δυστυχῶς χωρίς τή φυσική παρουσία τῶν ἐκπροσώπων τῶν πρεσβυγενῶν καί νεωτέρων Πατριαρχείων, τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν ἁγιωτάτων Προκαθημένων τους, οἱ ὁποῖοι χαιρετίζουν καί ἐπευλογοῦν διά τῶν σεπτῶν μηνυμάτων τους τίς ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου μας καί τούς συμμετέχοντες εἰς αὐτό.
Ἐπιτρέψατέ μου νά ἐκφράσω τίς ὁλοκάρδιες εὐχαριστίες καί τήν εὐγνωμοσύνη μου πρός τήν Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότητα, τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο, τόν Μακαριώτατο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας κ. Θεόδωρο, τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ. Χρυσόστομο καί τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, οἱ ὁποῖοι τιμοῦν μέ τά εὐχετήρια μηνύματά τους τό ΚΣΤ´ Ἐπιστημονικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας πρός τιμήν τοῦ μεγίστου ἐν ἀποστόλοις ἀποστόλου Παύλου καί συμπαρίστανται νοερῶς στίς ἐργασίες του.
Νά εὐχαριστήσω ἀκόμη θερμά τίς πολιτικές καί στρατιωτικές ἀρχές τῆς πόλεως καί τῆς περιοχῆς μας γιά τήν τιμητική παρουσία τους, στήν ἐκδήλωση σεβασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης πρός τόν πολλά κοπιάσαντα γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἱδρυτή τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας.
Νά εὐχαριστήσω ἀπό καρδίας τά μέλη τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς καί ὅλους τούς συμμετέχοντες, εἴτε μέ φυσική παρουσία εἴτε διαδικτυακά, ἐκλεκτούς εἰσηγητές μας, γιατί ἔσπευσαν καί φέτος νά τιμήσουν μαζί μας τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, ἀνταποκρινόμενοι μέ προθυμία στήν πρόσκλησή μας παρά τίς ἀντίξοες συνθῆκες.
Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ὀφείλουμε στήν Ἐφορεία Ἀρχαιοτήτων Ἠμαθίας καί τήν προϊσταμένη της κυρία Αγγελική Κοτταρίδη, ἀλλά καί πρός ὅλους τούς παρευρισκομένους, τόν εὐαγῆ κλῆρο, τούς εὐλαβεῖς μοναχούς καί τίς μοναχές τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως καί τόν εὐσεβῆ λαό πού συνέδραμαν γιά νά τιμήσουν τόν οὐρανοπολίτη ἀπόστολο Παῦλο καί νά διδαχθοῦν ἀπό τό δικό του ἀποστολικό καί εὐαγγελικό ἦθος.
Σέ αὐτόν, τόν μέγα ἀπόστολο Παῦλο, τόν αἴτιο καί τόν τιμώμενο αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου, ὀφείλουμε πρό πάντων τήν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη μας, γιατί μέ τίς πρεσβεῖες του μᾶς διαφύλαξε σώους καί μᾶς ἀξίωσε νά ὀργανώσουμε τό ΚΣΤ´ πρός τιμήν του Συνέδριο, ὥστε καί νά τόν τιμήσουμε ἀλλά καί νά μήν στερηθοῦμε τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ συμποσίου.
Ἡ δική του εὐλογία εὔχομαι νά χαρίσει καί τήν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου μας, τοῦ ὁποίου κηρύσσω τήν ἔναρξη, πρός τιμήν του καί πρός δόξα τοῦ ἁγίου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο διά τοῦ κηρύγματός του μᾶς ἐγνώρισε.