Την Κυριακή 23 Ιανουαρίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στην πανηγυρίζουσα Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας με την ευκαιρία της εορτής του κτίτορος της Ιεράς Μονής, Οσίου Διονυσίου του εν Ολύμπω.
Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων χειροθέτησε Αναγνώστη τον κ. Μαρουδή Ιωαννίδη, ο οποίος διακονεί στην Ιερά Μονή.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ἐν σαρκί ὡς ἄσαρκος ἔζησας, πάτερ».
Στήν ἱερά χορεία τῶν ἐν ἀσκήσει καί σεμνῇ πολιτείᾳ διαλαμψάντων ὁσίων καί θεοφόρων πατέρων, τούς ὁποίους τιμᾶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶναι δύσκολο νά διαχωρίσει κανείς τούς παλαιούς ἀπό τούς νεωτέρους, διότι καί οἱ παλαιοί καί οἱ νεώτεροι ἔχουν κοινή τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό, κοινή τήν αὐταπάρνηση, κοινό τόν ζῆλο καί τήν ἐπιθυμία νά νεκρώσουν τά μέλη αὐτῶν «τά ἐπί τῆς γῆς», ὅπως ἀκούσαμε στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς παρελθούσης Κυριακῆς, καί νά ἀφοσιωθοῦν ψυχῇ τε καί σώματι στή λατρεία τοῦ ἠγαπημένου, ζώντας «αὐτῷ μόνῳ», ζώντας ὡς ἄσαρκοι ἐν σαρκί.
Καί ἀπόδειξη αὐτοῦ ἀποτελεῖ ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ὅσιος Διονύσιος, ὁ ἱδρυτής καί κοινοβιάρχης καί ἐκ τῶν προστατῶν τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας. Διότι ὄντως ἔζησε ὡς ἄσαρκος ἐν τῷ κόσμῳ ὁ ὅσιος Διονύσιος, καθώς κανείς ἀπό ὅσους φέρουν σάρκα καί δουλεύουν στή σάρκα καί τίς ἐπιθυμίες της, δέν ἀποχωρίζεται μέ τόση εὐκολία τά πάντα, γιά νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό καί νά ζήσει σέ διαρκῆ ἐπικοινωνία μαζί του ἀποφεύγοντας τόν θόρυβο τοῦ κόσμου. Ἀλλά καί κανείς ἀπό ὅσους δέν ἔχουν νεκρώσει πραγματικά τή σάρκα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποφασίζει νά ἐγκαταλείψει ἀκόμη καί τό μοναστήρι του γιά νά ἀποφύγει τήν τιμή τῶν συμμοναστῶν του, γιά νά ἀποφύγει τόν σεβασμό τῶν ἀνθρώπων καί νά μήν στερηθεῖ ἐξαιτίας αὐτῶν τήν ἡσυχία καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ὅπως ἔκανε ὁ τιμώμενος ὅσιος Διονύσιος, φέυγοντας ἀπό τή Σκήτη Βεροίας καί ἀποφεύγοντας νά γίνει μητροπολίτης Βεροίας, ὅπως ζητοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως.
Ἔζησε ὡς ἄσαρκος ἐπί τῆς γῆς ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ κοινοβιάρχης, γιατί γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τόν πόθο τῆς μακαρίας καί ἰσαγγέλου ζωῆς τῶν μοναχῶν ἀπαρνήθηκε ἀκόμη καί τίς συνήθειες καί τίς ἐπιθυμίες πού εἶναι ἀνθρώπινες καί δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τό θέλημα καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἀρνήθηκε ἀκόμη καί τίς μικρές χαρές καί ἀνέσεις τῆς ζωῆς, ὄχι ἀπό ἀνάγκη ἤ ὑποχρέωση, ἀλλά ἀπό ἀγάπη στόν Θεό. Θέλοντας νά σκληραγωγήσει τόν ἑαυτό του καί νά ἀφοσιωθεῖ ἀπόλυτα στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀγωνίσθηκε νά ὑπερβεῖ ἀκόμη καί τίς φυσικές ἀνάγκες του ὡς ἄνθρωπος. Καί ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό, ἦταν τόσο σφοδρός ὁ θεῖος ἔρωτας πού αἰσθανόταν στήν ψυχή του, προσευχόμενος καί συνομιλώντας μέ τόν Θεό, ὥστε θεωροῦσε καί τήν ἀνάπαυση, τήν τροφή καί τό νερό περιττή ἀπασχόληση καί διάσπαση ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό.
Γι᾽ αὐτό καί δικαιολογημένα ψάλλει πρός τιμήν του ὁ ἱερός ὑμνογράφος. «Ἐν σαρκί ὡς ἄσαρκος ἔζησας, πάτερ». Ἤσουν ἄνθρωπος, δηλαδή, ἔφερες τήν ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλά ἔζησες σάν νά μήν περιοριζόσουν ἀπό αὐτήν, ἔζησες σάν νά μήν εἶχες σάρκα, σάν νά ἤσουν ἄγγελος.
Ἡ οὐράνια καί ἀγγελική αὐτή πολιτεία τοῦ ἁγίου Διονυσίου δέν εἶναι βεβαίως κάτι τό ὁποῖο μποροῦμε νά μιμηθοῦμε ὅλοι ἐμεῖς, πού δέν ἔχουμε τή δική του δύναμη καί τή δική του θέληση. Μᾶς δείχνει ὅμως ὅτι, ἐάν ἐκεῖνος ὡς ἄνθρωπος, ὅπως καί ἐμεῖς, κατόρθωσε νά φθάσει σέ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος, νικώντας ἀκόμη καί τήν ἀνθρώπινη φύση του, μποροῦμε καί πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε καί ἐμεῖς νά νικήσουμε τουλάχιστον καί νά νεκρώσουμε ὅσα μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό. Νά νικήσουμε καί νά νεκρώσουμε τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας, ἀλλά καί κάποιες συνήθειες πού ἀμαυρώνουν τήν ψυχή μας καί δέν ἀφήνουν τόν Θεό νά ἐνοικήσει σέ αὐτήν καί νά τήν ἁγιάσει.
Ὁ Θεός εἶναι διακριτικός, δέν μᾶς πιέζει καί δέν μᾶς ἐκβιάζει. Τί μᾶς λέει; «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Στέκεται στήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας καί κτυπᾶ. Ἄν τοῦ ἀνοίξουμε θά εἰσέλθει. Ἄν ὄχι, δέν θά μπεῖ. Ἄν ὑπάρχει χῶρος στήν ψυχή μας καί δέν εἶναι γεμάτη ἀπό ἁμαρτίες, ἀπό λογισμούς καί ἐπιθυμίες πονηρές, ἀπό κοσμικές σκέψεις καί μέριμνες, τότε θά μείνει καί θά ἐνοικήσει ὁ Χριστός μέσα μας καί θά μᾶς δώσει καί τή χάρη του, ἡ ὁποία θά μᾶς ἁγιάσει.
Ἄν ὅμως ὁ Χριστός ἔλθει στήν ψυχή μας καί ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε γιά τήν παρουσία του καί ἀσχολούμεθα μέ γήινα πράγματα, μέ τίς κοσμικές ὑποχρεώσεις καί τά ἐνδιαφέροντά μας, καί δέν τοῦ δίδουμε σημασία, τότε ἡ παρουσία του δέν θά μᾶς ὠφελήσει καί μέ τή στάση μας σύντομα θά τόν ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν ψυχή μας.
Γι᾽ αὐτό ἄς προσέξουμε. Ἄς μιμηθοῦμε τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Διονυσίου πού τιμοῦμε σήμερα, ἰδιαιτέρως ἐδῶ στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας, γιά νά ἔχουμε τόν Χριστό ἐνοικοῦντα καί μένοντα στήν ψυχή μας, ὅπως τόν εἶχε καί ὁ ὅσιος Διονύσιος, γιά νά ἁγιάζει καί ἐμᾶς μέ τή χάρη καί τήν παρουσία του.
Καί ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, τίποτε δέν κράτησε ἐδῶ, σέ αὐτό τό μοναστήρι, τόν ὅσιο Διονύσιο, διότι ἐτιμᾶτο πολύ. Ἑτιμᾶτο ἀπό τούς μοναχούς, ἐτιμᾶτο ἀπό τόν λαό τῆς περιοχῆς καί δή τῆς Βεροίας, πού θέλησαν, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Μητροπολίτης νά τόν κάνουν ἐπίσκοπο, νά τόν κάνουν Μητροπολίτη τους. Σήμερα ζητοῦμε τά ἀξιώματα αὐτά καί παρακαλοῦμε νά λάβουμε αὐτή τήν χάρη. Ὁ ἅγιος ὅμως προκειμένου νά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό μόνο, ὅλα τά ἄλλα τά ἀπεποιήθη, ἀπό ἀγάπη περισσή γιά τόν Θεό. Καί ἔφυγε ἀπό ἐδῶ, ὅπως γνωρίζουμε, πῆγε σέ ἄλλα μέρη καί ἔφθασε τελικά στόν Ὄλυμπο, ὅπου ἵδρυσε τό μοναστήρι, τό ὁποῖο ὑπάρχει καί τόν τιμᾶ μέχρι σήμερα.
Ἄς ἔχουμε τή χάρη του καί τήν εὐλογία του γιά νά μπορέσουμε καί ἐμεῖς, ἐάν μή τι ἄλλο, νά προοδεύσουμε πνευματικά καί νά πλησιάσουμε περισσότερο τόν Κύριό μας καί Θεό μας.