Αλλά και από τον δικό μας, τον μεγάλο τραγικό ποιητή τον Ευριπίδη, πολύ αρχαιότερο του Κικέρωνα, πολύ εύστοχα είχε επισημανθεί, ότι: «Όλβιος όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν». Είναι, δηλαδή, ευτυχής όποιος γνωρίζει και μελετά σε βάθος και με τη δέουσα προσοχή την ιστορία του τόπου του.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε, ότι μελέτη της ιστορίας δεν σημαίνει να διαβάζουμε άκριτα τα κείμενά της, να επιλέγουμε τα ευχάριστα, ό,τι δηλαδή χαϊδεύει το συναίσθημα και τα αφτιά μας και να προσπερνούμε ή να απορρίπτουμε όσα μας είναι δυσάρεστα. Η συνέπεια επιβάλλει, να μελετούμε σε βάθος και με απόλυτο σεβασμό όλα τα γεγονότα της ιστορίας, να κρίνουμε, να συγκρίνουμε, να επισημαίνουμε, να προβληματιζόμαστε και να διδασκόμαστε.
Ξεφυλλίζοντας την υπερτρισχιλιετή ιστορία του τόπου μας, καμαρώνουμε για τις λαμπρές σελίδες του Μαραθώνα, των Θερμοπυλών και της Σαλαμίνας, παράλληλα όμως δυσανασχετούμε για τις μαύρες σελίδες των Πελοποννησιακών Πολέμων. Από την εποχή του Βυζαντίου μας συγκινούν η σύμπλευση των αυτοκρατόρων και των Πατριαρχών και το άπλωμα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού σ’ Ανατολή και Δύση, σίγουρα όμως μας θλίβουν οι ενδογενείς συγκρούσεις, οι τάσεις αυτοκαταστροφής, και οι φθορές που οδήγησαν σε κατακερματισμό την κραταιά αυτοκρατορία, που τελικά υπετάχθη, ως γνωστόν, στους Οθωμανούς.
Τα έξοχα κατορθώματα της επαναστάσεως του 1821 συχνά κινδύνεψαν να αφανιστούν από τα φαινόμενα της διχόνοιας και του αλληλοσπαραγμού. Των ηρωικών χρόνων του Μακεδονικού Αγώνα και των θριάμβων των Βαλκανικών Πολέμων, προηγήθηκε ο εθνικός διασυρμός από τον ατυχή πόλεμο του 1897, ενώ τους ακολούθησε η μικρασιατική συμφορά. Το ίδιο συνέβη λίγα χρόνια αργότερα, όταν τα κατορθώματα του ενωμένου ελληνικού λαού στον πόλεμο του Σαράντα και το έπος της Εθνικής Αντίστασης, τα διαδέχτηκαν τα δεινά του αδελφοκτόνου Εμφυλίου που ρήμαξαν την Ελλάδα και την έστειλαν σχεδόν 50 χρόνια πίσω.
Οι λαοί μελετούν την ιστορία τους όχι απλά για να τη διηγούνται, αλλά για να παγιώσουν την αυτογνωσία και την ταυτότητα τους. Λαοί που δε σέβονται ακέραια την ιστορία τους, που δεν μελετούν με προσοχή το παρελθόν, δεν δικαιούνται να προσδοκούν σ’ ένα ευδόκιμο παρόν και να ελπίζουν σ’ ένα ευοίωνο μέλλον.
Η ασέβεια και η απρέπεια προς την ιστορία εκδηλώνονται συνήθως με δύο τρόπους: με την παραποίησή της ή με την παράλειψη βασικών της στοιχείων. Η παραποίηση είναι η συνειδητή διαστρέβλωση γεγονότων, ιστορικών δεδομένων και συμβόλων με απώτερο σκοπό τον πρόσκαιρο προσπορισμό ψευδεπίγραφων τίτλων και την ανάδειξη εθνικών ιστορικών στοιχείων που δεν σου ανήκουν. Όταν δηλαδή δεν έχεις δική σου ιστορία, δανείζεσαι ή κλέβεις την ιστορία του γείτονά σου για να στοιχειοθετήσεις και να αναδείξεις το δικό σου ανύπαρκτο ιστορικό παρελθόν. Κοντολογίς όταν με ξένα υλικά οικοδομείς το δικό σου πλασματικό πολιτιστικό οικοδόμημα. Είναι η γνωστή αθλιότητα που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια το γειτονικό κράτος των Σκοπίων.
Από την άλλη πλευρά, η επιπόλαιη αξιολόγηση ιστορικών γεγονότων, η απερίσκεπτη παράλειψη ή ο σκόπιμος παραγκωνισμός τους, είναι σύνηθες φαινόμενο του διδακτικού μας συστήματος και των σχολικών εγχειριδίων. Γεγονός που το εξακρίβωσα από την 35ετή διδακτική μου πείρα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και από επισκέψεις μου σε σχολικές μονάδες όλων των βαθμίδων της περιοχής μας, όπου τα τελευταία χρόνια προσκαλούμαι να μιλήσω και να συζητήσω με τα παιδιά. Αυτό που διαπίστωσα ήταν, ότι τα παιδιά αγνοούσαν εντελώς ή γνώριζαν ελάχιστα γεγονότα από την ιστορική πορεία της Μακεδονίας, κυρίως για τις περιόδους του Βυζαντίου, της οθωμανικής δουλείας και του Μακεδονικού Αγώνα. Δεν γνώριζαν λ.χ. τίποτα για τις μετακινήσεις και εγκαταστάσεις πληθυσμιακών ομάδων στην Μακεδονία και τις κοινωνικές, πολιτισμικές και γλωσσικές ανακατατάξεις που προέκυψαν. Δεν γνώριζαν τίποτα για τα επαναστατικά κινήματα στην Μακεδονία, κυρίως του 18ου και 19ουαιώνα και για τη συμμετοχή των Μακεδόνων σε όλους τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες στην Βόρεια και στην Νότια Ελλάδα.
Η άγνοιά τους δεν οφείλεται σε έλλειψη ενδιαφέροντος. Αλλά σε παραλείψεις και παρασιώπηση των στοιχείων από τα βοηθητικά τους βιβλία. Ελάχιστες έως ανύπαρκτες οι αναφορές στα επαναστατικά κινήματα της Χαλκιδικής, στο ολοκαύτωμα της Νάουσας, και στους πρωταγωνιστές τους, τον Εμμανουήλ Παπά, τον Αγγελή Γάτσο, τον Καρατάσο κ.α. που αγωνίστηκαν ηρωικά, χάσανε τα πάντα, σπίτια και οικογένειες και μετά την αποτυχία των κινημάτων της Μακεδονίας, κατέφυγαν στη Νότια Ελλάδα, με τα σώματά τους, όπου συνέχισαν να αγωνίζονται στο πλευρό των λοιπών αδελφών Ελλήνων. Ούτε λέξη δεν γράφεται για τους 1.027 Μακεδόνες που έπεσαν μαχόμενοι «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη». Ούτε αράδα δεν αφιερώνεται για τις εκατοντάδες των Μακεδόνων που έλαβαν μέρος σε όλα τα κινήματα και τις μεγάλες μάχες της Νότιας Ελλάδας, στο Σούλι, στο Μεσολόγγι, στα Δερβενάκια, στην εισβολή του Ιμπραήμ κ.α. κι ας μη γνώριζαν ούτε λέξη από την ελληνική γλώσσα οι πιο πολλοί απ’ αυτούς,
Στα ψιλά γράμματα και ο Μακεδονικός Αγώνας, με ελάχιστες έως ανύπαρκτες αναφορές στη συμμετοχή και τις θυσίες του γηγενούς πληθυσμού, όπου όμως κατά κόρον τονίζεται – και πολύ ορθά – η συμμετοχή των Μανιατών, των Κρητών και πολλών άλλων Ελλήνων. Ως αφετηρία του λαμβάνεται υπ’όψιν ο θάνατος του εθνομάρτυρα Παύλου Μελά, τον Οκτώβριο του 1904, ενώ είχαν προηγηθεί γεγονότα και ένοπλες συγκρούσεις από το 1903 και η ουσιαστική έναρξή του, υπό μορφήν προπαγάνδας, εκβιασμών και τρομοκρατίας, ανάγεται στα 1870. Αυτές οι θλιβερές εξακριβώσεις και διαπιστώσεις των ελλείψεων και της άγνοιας, με ώθησαν τα τελευταία χρόνια, να στραφώ στην έρευνα της τοπικής μας ιστορίας, μέσα από την ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, για να φωτίσω, με τις όποιες μικρές μου δυνάμεις και δυνατότητες, ιστορικά γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στην περιοχή μας και συντοπίτες μας πρωταγωνιστές τους που αγωνίσθηκαν για αξίες και ιδανικά και η πληροφόρηση των μαθητών για όλα αυτά ήταν ανεπαρκής έως ανύπαρκτη. Γιατί πιστεύω ότι οι ελλιπείς γνώσεις οδηγούν στην άγνοια, η άγνοια οδηγεί στις λανθασμένες εκτιμήσεις και αυτές με την σειρά τους στην πλάνη και στα εσφαλμένα συμπεράσματα.
Είναι ανάγκη επιτακτική να μελετούμε την ιστορία μας, όχι μόνο για λόγους σεβασμού στο παρελθόν μας ή ως υποχρέωση σχολική, αλά ως στήριγμα ζωής, ως εφόδιο αυτογνωσίας, ως χρέος και καθήκον στην εθνική μνήμη.