Χρονολόγιο Ρουμλουκιού
Γράφει ο Γιάννης Μοσχόπουλος
Τρίτη 16 Οκτωβρίου 1912
Ο Χασάν Ταξίν πασάς στα απομνημονεύματά του έγραψε: […] Η νύχτα, ευτυχώς φεγγαρόλουστη, κάλυψε την τραγική υποχώρηση και τα ξημερώματα της [16ης] Οκτωβρίου βρεθήκαμε πίσω από τον Καρά – Ασμάκ. […]»
Στις 16 Οκτωβρίου 1912, ο Ελληνικός στρατός εισήλθε στη Βέροια και στην Κατερίνη, ενώ η έβδομη (VIIη) Μεραρχία βάδιζε από την Κατερίνη προς το Λιμπάνοβο (Αιγίνιο).
Η 7η μεραρχία είχε ενισχυθεί στο μεταξύ με το ανεξάρτητο τάγμα Κρητών, τα ανταρτικά σώματα του λοχαγού Μαζαράκη και τα δυο ευζωνικά τάγματα του συνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλου, ώστε η δύναμή της είχε φθάσει στις 7.500 άντρες, όταν βάδισε κατά του εχθρού με σκοπό, να καταλάβει τις εκβολές του Αλιάκμονα και να χυθεί αμέσως στον γειτονικό κάμπο.
Δύο ολόκληρα μερόνυχτα περνούσαν οι Τούρκοι από το Νησέλι. Όταν (στις 16-10-1912) πέρασαν όλοι τον Αλιάκμονα, ανατίναξαν τη γέφυρα του ποταμού, χωρίς όμως να την καταστρέψουν εντελώς.
Το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου διέβη εύκολα τον Αλιάκμονα δια του πόρου της μονής Προδρόμου και ακο- λουθώντας την αριστερή όχθη του ποταμού έφθασε στη Βέροια στις 17.00, και καταυλίσθηκε στο Διαβατό περί την 18.00.
Η Ιη Μεραρχία εις Ράπες (Βαρβάρες) – Κούμκιοϊ (Άμμος) με τις προφυλακές της επί της γραμμής Κουλούρα – Μικρός (Μικρογούζι).
Η ημιλαρχία της 3ης Μεραρχίας πέρασε τον Αλιάκμονα στο ύψος του χωριού Μέση, όπου με τη βοήθεια των κατοίκων από τα γύρω χωριά συγκέντρωσε άμαξες και κάρα και έζευξε τον ποταμό με πρόχειρη γέφυρα.
Τα χωριά του Ρουμλουκιού, εκτός από το Πλατύ, ήταν ήδη από το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου 1912 κενά από Τούρκους στρατιώτες, αλλά την περιοχή διέτρεχαν σε διάφορα σημεία του κεντρικού-ανατολικού κάμπου έφιππες τουρκικές περιπολίες, για να ελέγχουν την ταχύτητα της προέλασης του ελληνικού στρατού και να ειδοποιήσουν αντίστοιχα τον δικό τους στρατό, που περνούσε από την σιδηροδρομική γέφυρα του Λουδία στο Πλατύ, αλλά και από την ξύλινη γέφυρα στο σημερινό χωριό Λουδίας.
Παράλληλα, με τις κινήσεις των στρατευμάτων «[…] από εβδομάδος ήδη οι ενταύθα Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων συνεννοούμενοι μετά του Βαλή και του Αρχιστρατήγου υπέβαλον ευχήν περί παραδόσεως της πόλεως [Θεσσαλονίκης] εν ή περιπτώσει τα Ελληνικά στρατεύματα κατελάμβανον Γιδά – Κιρτζαλάρ (΄Αδενδρον). […]».
Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 1912
Η ΙΙ Μεραρχία έστειλε αναγνώρισιν δια της οδού νοτίως και κατά μήκος της σιδηρ. γραμμής προς Καψοχώραν, «ήτις να προσπαθήση να πληροφορηθή εάν η παρά το Νησέλι σιδηρά γέφυρα είναι σώα». Κινήθηκε προς Κουλούρα επί της σιδηροδρομικής γραμμής με τρεζίνα. «Έξωθεν του Λουτρού περίπολοι εχθρικού ιππικού. Εις Ξεχασμένην σώμα ανταρτικόν Σταυρόπουλου. Σήμερον εγένετο και δευτέρα απόπειρα ανατινάξεως.», «Πληροφορία παρά χωρικών ότι εχθρός έφυγε πέραν Καρά Ασμάκι.»
Ο Διοικητής της 2ης ημιλαρχίας στη σχετική έκθεσή του ανέφερε για τα ίδια γεγονότα τα ακόλουθα: «[…] απεστάλη αναγώρισις δια το ταχύ επί χειροκινήτου σιδηροδρομικού οχήματος προς την γέφυραν Νησέλι, το δε υπόλοιπον τμήμα επιζητούν την μετά του εχθρού επαφήν επέτυχε ταύτην εις Καψόχωραν και Γιδά.
Η ΙΙΙ Μεραρχία έστειλε αναγνώρισιν δια της αμαξιτής οδού προς Γιδά – Σχοινά. Αυτή έφθασε μέχρι τη Ρέσιανη (Βρυσάκι), κι από εκεί τηλεγράφησε, ότι «Εκ πληροφοριών [από χωρικούς], τα χωρία Σχοινά, Γιδάς είναι ελεύθερα [δηλ. κενά] εχθρού, περίπολοι ιππικού ανεφάνησαν υποχωρήσασαι. Παρεδόθησαν και εστάλησαν αιχμάλωτοι». Μάλιστα ο Μέραρχος σημείωσε στην αναφορά του ότι «[…] Ο ανθυπίλαρχος Παπαφλέσσας εκτελέσας την αναγνώρισιν, ανέφερεν ότι μικρά εχθρικά τμήματα ευρίσκονται πέραν Γιδά. Κατά την αναγώρισιν ταύτην συνέλαβεν έναν αξιωματικόν του ιππικού ως και 3 οπλίτας […]»
Εν τω μεταξύ το προωθημένο τμήμα προσκόπων με επικεφαλής τον Βασίλειο Σταυρόπουλο (αποτελούμενο από πρώην μακεδονομάχους), αφού ενισχύθηκε από ανιχνευτές των αναγνωρίσεων της Ιης και ΙΙης ημιλαρχίας και από ντόπιους χωρικούς, κατέλαβε τη γέφυρα Νησελίου. Αλλά η τουρκική δύναμη, που ως τότε περιπολούσε γύρω από τον Γιδά, ενισχυμένη προφανώς και από άλλες έφιππες περιπολίες, προσπάθησε να αποκτήσει πάλι τον έλεγχο της γέφυρας Νησελίου, για να την ανατινάξει ολοσχερώς.
Ο Μαζαράκης ανέφερε: «Περιπολίαι Τούρκων ιππέων περιτρέχουν το μεταξύ Αλιάκμονος και Καρασμάκι (Λουδία) έδαφος. Κατά πληροφορίας χωρικών συγκέντρωσις εχθρού μάλλον εις γεφύρας Καρασμάκι (Λουδία).»
Το βράδυ της 17 Οκτωβρίου οι πλησιόχωρες Ελληνικές μονάδες βρίσκονταν: Το σώμα προσκόπων του Β. Σταυρόπουλου της VII Μεραρχίας στο Νησέλι.
Συνεπώς ο ελληνικός στρατός, δεν κατείχε τον Γιδά, στις 17-10-1912.-
Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 1912 / Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΔΑ
H τρίτη φάλαγγα της VIIης Μεραρχίας (8ο Τάγμα Ευζώνων και λόχος προσκόπων), με επικεφαλής τον Κ. Μαζαράκη, διανυκτέρευε στη Μονή της Σφήνιτσας. Όταν έμαθε για τη συμπλοκή στο Νησέλι, πήρε διαταγή να σπεύσει για ενίσχυσή τους. Στις 04.20 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου ξεκίνησαν για τη γέφυρα.
[…] Οι κάτοικοι του χωριού έκαναν σαν τρελοί από τη χαρά τους, βλέποντας τους Έλληνες στρατιώτες. Η υποδοχή και ο ενθουσιασμός δεν περιγράφεται, αγκαλιάσματα, φιλιά, ζητωκραυγές και άλλα […]».
[…] Αμέσως άρχισαν να χτυπάνε την καμπάνα της εκκλησίας της Παναγίας χαρμόσυνα, όπως το Πάσχα την ώρα της Ανάστασης και ακολούθως έγινε αυθόρμητη δοξολογία.
Ο ιερέας Παπαντώνης οδήγησε τον Ελευθέριο Μαυρογένη στις αποθήκες του μπέη, για να πάρουν τα αποθηκευμένα δημητριακά.
Το σιτάρι, που πήραν από τις αποθήκες, το μοίρασαν στις οικογένειες του χωριού, ενώ άλλες ποσότητες τις άλεσαν αμέσως κι έδωσαν το αλεύρι στις γυναίκες, με την εντολή να ζυμώσουν ψωμιά για τον στρατό.
Περί το μεσημέρι έφθασε και πέρασε τη γέφυρα Νησελίου και η τέταρτη φάλαγγα της (το Τάγμα Κρητών υπό τον Αλεξάκη, που είχε ξεκινήσει στις 06.00 από τον Κολινδρό, με οδηγούς τους Γ. Παπαθεοδώρου και Κ. Λατινόπουλο), που τελικά στάθμευσε στην Καψόχωρα.
Χωρίς να συναντήσουν εχθρική αντίσταση εισήλθαν αυτοί ως ελευθερωτές στο Γιδά. Ηταν Πέμπτη, 18 Οκτωβρίου 1912, με το παλιό ημερολόγιο, ώρα 9 το πρωί.
Για την είσοδο του ελληνικού στρατού στο Γιδά, παλιοί κάτοικοι αφηγήθηκαν ότι: "Ο Στρατός ήρθε στο Γιδά από τον δρόμο του Νησελίου. Στην αρχή ήρθαν λίγες ομάδες τσολιάδες. Ήταν ένα τάγμα Μηχανικού υπό τον Ελευθέριο Μαυρογένη. Οι κάτοικοι του χωριού έκαναν σαν τρελοί από τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους, βλέποντας τους Έλληνες στρατιώτες. Αμέσως άρχισαν να χτυπάνε την καμπάνα της εκκλησίας, σαν να ήταν Ανάσταση, και αμέσως έγινε αυθόρμητη δοξολογία στην Παναγία. Μετά τη δοξολογία συγκεντρώθηκαν όλοι στον χώρο της παλιάς αγοράς (μπροστά στον ανοικτό χώρο του πρώην ξενοδοχείου "Δωδώνη"), κατέβασαν την τουρκική ημισέληνο, που ήταν στημένη πάνω στο ξύλινο υπόστεγο της αγοράς και, ζητωκραυγάζοντας για την λευτεριά τους, ξέσκιζαν και ποδοπατούσαν τα φέσια, που ήταν υποχρεωμένοι να φοράνε μέχρι τότε. Στο τέλος, γλέντησαν όλοι μαζί, χορεύοντας με ζουρνάδες και νταούλια πάνω στα ξεσκισμένα φέσια. Ο ιερέας Παπαντώνης οδήγησε τον Ελευθέριο Μαυρογένη στο κονάκι στις αποθήκες του μπέη, για να πάρουν τα αποθηκευμένα δημητριακά. Το σιτάρι, που πήραν, το άλεσαν αμέσως κι έδωσαν το αλεύρι στις γυναίκες, με την εντολή να ζυμώσουν ψωμιά για τον στρατό.»