επανάσταση του Πολυγύρου (17-5-1821) και της Χαλκιδικής και στις αρχές καλοκαιριού η επανάσταση στη Θάσο. Με την επανάσταση του Πολυγύρου ο Κίτρους Μελέτιος, που τότε ήταν τοποτηρητής του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην πλατεία Καπάν(ι) (αγοράς αλεύρων) της Θεσσαλονίκης. Επίσης ο επίσκοπος Καμπανίας Νεόφυτος με την έκρηξη της επανάστασης συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Τούρκους. Σύντομα όμως αφέθηκε ελεύθερος και ανέλαβε τοποτηρητής του μητροπολίτη Θεσσσαλονίκης.
Τον Aπρίλιο του 1821 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι, στο οποίο αναγράφεται ότι «… γενικά στις πέραν της Θεσσαλονίκης περιφέρειες παρατηρείται γενικός αναβρασμός και κίνηση εναντίον των μουσουλμάνων πιστών … οι άπιστοι δια του κινήματός τους ένα και μόνο σκοπό επιδιώκουν, δηλαδή να εξοντώσουν και εξαφανίσουν εάν είναι δυνατόν από προσώπου της γής …» Τον Ιούλιο του 1821 εκδόθηκε βεζυρικό διάταγμα του Χουρσίτ Αχμέτ πασά προς τον Γιαγιά μπέη, ιεροδικαστή της Βέροιας, στο οποίο επαναλάμβανε: «… φέρω σε γνώση σας ότι η από κάποιον στη Μολδαβία και Βλαχία εκραγείσα επανάσταση από τους άπιστους ρούμ μεταδόθηκε στις γύρω περιφέρειες …».
Από τον Ιούνιο 1821 άρχισε και η αντίδραση των Τούρκων για την κατάπνιξη των απελευθερωτικών κινημάτων με επικεφαλής τον μουτεσελίμη της Θεσσαλονίκης Σερίφ Σεντίκ Γιουσούφ. Τα χωριά των επαναστατών γύρω από τη Θεσσαλονίκη ερημώνονταν. Πολλοί κάτοικοί τους πρόλαβαν και φυγάδεψαν τα ζώα και τις κυψέλες τους προς τον καζά της Βέροιας. Όταν το πληροφορήθηκε ο Γιουσούφ έδωσε εντολή, με έγγραφό του της 12-7-1821, προς τον καδή της Βέροιας να τα κατασχέσει και τα δημεύσει. Η ενέργεια είναι ενδεικτική της υποστήριξης των επαναστατών της Χαλκιδικής από τους κατοίκους του καζά της Βέροιας.
Τότε εκδηλώθηκε η επανάσταση των οπλαρχηγών του Ολύμπου, στην οποία συμμετείχε και ο καπετάν Διαμαντής Νικολάου, οπότε η εκδικητική μανία των Τούρκων εξαπλώθηκε και προς την άλλη ακτή του Θερμαϊκού, προς την κατεύθυνση του Κολινδρού και της Κατερίνης. Οι φλόγες από τα ελληνικά χωριά που καίγονταν ήταν ορατές από τη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με το σχέδιο της σύσκεψης των Μακεδόνων οπλαρχηγών, οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και της δυτικής Μακεδονίας θα καταλάμβαναν τη γέφυρα του Βαρδάρη (Αξιού), την κοιλάδα των Τεμπών και τα στενά της Καστοριάς, ώστε οι ελληνικές δυνάμεις να κατέχουν τα κλειδιά της χώρας, που εκτείνεται ανάμεσα στον Αξιό και τον Πηνειό. Ταυτόχρονα θα επαναστατούσε η Νάουσα και θα καταλαμβάνονταν οι φύσει οχυρές θέσεις της Καστανιάς και της Σιάτιστας, αλλά λίγα υλοποιήθηκαν από εκείνο το σχέδιο.
Ο Μπαϊράμ πασάς με ισχυρή στρατιά είχε αναλάβει να εκκαθαρίσει όλες τις μικρές εστίες, που θα συναντούσε κατά την πορεία του από τη Θράκη προς την Πελοπόννησο. Κάνοντας απολογισμό των επιχειρήσεών του στην κεντρική Μακεδονία, ανέφερε προς τον σουλτάνο στις 21-7-1821 κοινοποιώντας και προς τον ιεροδικαστή της Βέροιας με πομπώδες ύφος: «Εκκαθαρίζων από των τοιούτων ακαθάρτων στοιχείων και βδελυρών ερπετών της περιφέρειαν Θεσσαλονίκης, επέδραμον μετά του γενναίου στρατού μου κατά των περιοχών … Κίτρους και Κατερίνης …, ένθα καταπολεμήσας τους απίστους τούτους εξόντωσα και απήλειψα από προσώπου γης 42 πόλεις και χωρία αυτών, συνωδά δε τω ιερώ φετφά αυτούς μεν του ιδίους διεπέρασα εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίκας και τα τέκνα τα εξηνδραπόδισα, τα υπάρχοντά των διένειμα μεταξύ των πιστών νικητών, τας εστίας δε αυτών παρέδωκα εις το πύρ και την τέφραν, ώστε φωνή αλέκτορος να μη ακούηται πλέον εις αυτάς…».
Όταν κινήθηκε ο στρατός του Μπαϊράμ πασά από Θεσσαλονίκη προς Κίτρος και Κατερίνη αρχικά, προφανώς για να αντιμετωπίσει άμεσα την εκεί εστία της τοπικής επανάστασης, κινήθηκε μέσω του Ρουμλουκιού δια του παραθαλάσιου δρόμου (δηλαδή από το Κλειδί). Η διαρκής διέλευση οθωμανικών στρατευμάτων σημαίνει ότι τα χωριά του κάμπου είχαν υποστεί αφόρητες αναστατώσεις, ταπεινώσεις και εξαθλίωση λόγω και της υποχρέωσής τους να εξασφαλίσουν τη διατροφή των διερχόμενων στρατευμάτων.
Σε βραχύ χρονικό αναφέρεται: «… και εχάλασαν τα χωρία όλης της Κατερίνης και πολλά από τα Βεροιώτικα, εσκλάβωσαν και πολλούς ανθρώπους … κι ούτως αφανίσθησαν οι Χριστιανοί, εκκλησίας έκαψαν, χωρία πολλά …». Καραβάνια σκλαβωμένων γυναικών και παιδιών όδευαν προς τη Θεσσαλονίκη. Τα παζάρια της γέμιζαν από σκλάβους, που τους πουλούσαν από πέντε ως είκοσι τάλιρα τον ένα. Κερδοσκόποι αγόραζαν νεαρές Ελληνίδες που αργότερα τις μεταπουλούσαν στη Σμύρνη, απ’ όπου στέλνονταν στα χαρέμια των εύπορων μουσουλμάνων της Βεγγάζης.
Προφανώς το παρακάτω «πασχαλιάτικο» τραγούδι του χωριού Επισκοπή Ρουμλουκιού έχει σχέση μ’ εκείνα τα γεγονότα και με το θρήνο για τις Βεργιώτισσες και τις Κατερινιώτισσες, που αφού κατέληξαν σκλάβες, οδηγούνταν στα καράβια που θα τις μετέφεραν στα σκλαβοπάζαρα της Αραπιάς:
Πάω να βρώ, μαύρα μάτια μου, πάω να βρώ κόρη μ’ βασιλικό,
γιέ μ’ να φτειάξου ένα φουκάλι, τ’ ομορφο το παλικάρι.
Να φουκαλνώ, μαύρα μάτια μου, να φουκαλνώ κόρη μ’ τρείς θάλασσες.
Γιέ μ’ τρία καλά καράβια, τ’ όμορφα τα παλικάρι,.
πού ήταν γιομάτα, μαύρα μάτια μου, πού ’ταν γιομάτα Βεριγιώτισες,
γιέμ κι όλο Κατερινιώτ’σις, τ’ όμορφα τα παλικάρια.
Παρά τη σκληρή αντίδραση των Οθωμανών οι επαναστάτες δεν κάμπτονταν και φαίνεται πως δημιούργησαν αίσθημα ανασφάλειας και σ’ αυτήν ακόμη τη Θεσσαλονίκη, αφού στις 22-7-1821 ο μουτεσελίμης της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ, ζήτησε με έγγραφό του από τους καζάδες του ομώνυμου βιλαετιού, δηλαδή και της Βέροιας, την αποστολή στρατευμάτων στην Θεσσαλονίκη για να υπερασπίσουν το κάστρο της.
Τότε έδρασε και ο Ζήσης Γηδιώτης, ο οποίος από νωρίς είχε πάρει τα βουνά και αντάμωσε με τους κλεφταρματολούς του Ολύμπου. Μας είναι γνωστό ότι εκεί συνεργάσθηκε με τον Μήτρο Λιακόπουλο κατά τον αγώνα του 1821, χωρίς να γνωρίζουμε άλλες λεπτομέρειες για την δράση του.-
(βλ. Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, Το Ρουμλούκι [Kαμπανία] κατά την πρώϊμη και μέση οθωμανοκρατία [14ος αιώνας-1830], Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Εντευκτηρίου 2012, σελ. 206 – 212, 229)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. / Αλεξάνδρεια, 25-3-2017.