σήμερα η Αγία μας Ορθόδοξη Εκκλησία, εορτάζει την κατάθεση της τιμίας εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου, στον ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μια εορτή που σχετίζεται με το ιερό πρόσωπο της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας. Δεν αφορά βέβαια κάποιο περιστατικό της ζωή της, αλλά την έλευση στην τότε πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενός κειμηλίου -και συγκεκριμένα της «εσθήτος» (του πανοφοριού δηλαδή) της, με την οποία σκέπαζε το σώμα και το κεφάλι της, όπως χαρακτηριστικά το βλέπουμε και στις ιερές εικόνες να ιστορείται- και την κατάθεσή της αργότερα στο Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας στις Βλαχέρνες.
Και θα ρωτήσει κάποιος εύλογα: «Και γιατί η έλευση στην Πόλη ενός ενδύματος της Παναγίας καθιερώθηκε ως γιορτή της Ορθοδοξίας;», «Μήπως καταντούμε τελικά οι Ορθόδοξοι «ειδωλολάτρες», τιμώντας αντί των προσώπων την άψυχη ύλη;» Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια γρήγορη απάντηση σε αυτό δανειζόμενοι τα λόγια ενός λαμπρού ιεράρχη και πραγματικά Ορθόδοξου θεολόγου της εποχής μας, του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου: «Μέ τήν εὐκαιρία τοῦ γεγονότος τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας, ἡ Ἐκκλησία μας ὑπενθυμίζει τό μεγάλο πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού ἔγινε ἡ χαρά τῆς οἰκουμένης, γιατί ἦταν ἐκεῖνο τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός πού ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο. Ὅλα τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ξεκινώντας ἀπό τήν τιμία Ἐσθήτα, ὑμνοῦν τό πρόσωπο τῆς Παναγίας. Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στήν Παναγία καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ἐπί σοὶ γάρ καί φύσις καινοτομεῖται καί χρόνος», δηλαδή στήν Παναγία γίνεται κανούργια καί ἡ φύση καί ὁ χρόνος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ φύση καί ὁ χρόνος, πού πολλές φορές βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ἀποκτοῦν ἄλλο νόημα, ὑπερβαίνονται ἐν Χάριτι Θεοῦ. ... Ἀλλά στήν σημερινή ἑορτή βλέπουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἁγίασε τό σῶμα τῆς Παναγίας πέρασε καί στά ροῦχα πού φοροῦσε. Πράγματι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ θεία Χάρη διά τῆς ψυχῆς διαπορθμεύεται στό σῶμα καί ἀπό ἐκεῖ προχέεται καί στά ροῦχα καί γενικά στήν ἄλογη φύση. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν εἴμαστε εἰδωλολάτρες καί κτισματολάτρες, ἀλλά τιμοῦμε τήν ὕλη πού ἔχει τήν ἁγιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οἱ πιστοί, κατά τόν ἱερόν ὑμνογράφο, κατασπάζονται μέ πίστη τήν ἁγία Ἐσθήτα τῆς Παναγίας καί λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐνοικεῖ σέ αὐτήν».
Κι επειδή ακριβώς πρόκειται για εορτή της Υπεραγίας Θεοτόκου, το Αποστολικό Ανάγνωσμα που καθιερώθηκε από τους Πατέρες μας να διαβάζεται στους ναούς μας την ημέρα αυτή, προέρχεται από την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Εβραίους συμπατριώτες του, αλλά χριστιανούς στην πίστη. Ας το ακούσουμε όμως ξανά στην δική μας καθημερινή γλώσσα, πριν μοιραστούμε στη συνέχεια κάποιες πνευματικές σκέψεις.
Γράφει λοιπόν, ο Απόστολος των Εθνών και δικός μας διδάσκαλος στην πίστη: «Φυσικά, η πρώτη διαθήκη είχε λατρευτικές διατάξεις κι ένα γήινο θυσιαστήριο. Κατασκευάστηκε δηλαδή το πρώτο μέρος της σκηνής που λεγόταν «άγια», στο οποίο υπήρχε η λυχνία, η τράπεζα και οι άρτοι της προθέσεως. Πίσω από το δεύτερο καταπέτασμα ήταν το δεύτερο μέρος της σκηνής, που λεγόταν «άγια των αγίων». Εκεί υπήρχε το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος και η κιβωτός της διαθήκης, σκεπασμένη γύρω γύρω με χρυσάφι, μέσα στην οποία υπήρχε η χρυσή στάμνα με το μάννα, το ραβδί του Ααρών, που είχε βλαστήσει θαυματουργικά, και οι δύο πλάκες για τις διατάξεις της διαθήκης. Πάνω από την κιβωτό υπήρχαν αστραφτερά χερουβίμ, που σκέπαζαν με τα φτερά τους το ιλαστήριο. Για όλα αυτά δεν είναι ανάγκη τώρα να μιλήσουμε λεπτομερειακά. Το θυσιαστήριο είχε τέτοια διάταξη, ώστε στο πρώτο μέρος της σκηνής να μπαίνουν πάντοτε οι ιερείς και να επιτελούν τις ιεροτελεστίες. Στο δεύτερο όμως μέρος μπαίνει μόνον ο αρχιερέας μία φορά το χρόνο, φέρνοντας μαζί του αίμα, που το προσφέρει για τον εαυτό του και για τις αμαρτίες που από άγνοια έχει διαπράξει ο λαός». (Εβραίους, κεφάλαιο θ΄, στίχοι 1-7)
«Γιατί άραγε επιλέχθηκε το συγκεκριμένο Αποστολικό Ανάγνωσμα και πως αυτό σχετίζεται με το πρόσωπο της Παναγίας μας;» θα ρωτούσε κάποιος. Η απάντηση έχει να κάνει με τις λεγόμενες «παλαιοδιαθηκικές Θεομητορικές προτυπώσεις». Δηλαδή όλα εκείνα τα γεγονότα, οι προφητείες ή και τα αντικείμενα ακόμα που συναντάει κανείς μελετώντας την Παλαιά Διαθήκη, και τα οποία οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ερμήνευσαν με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, ως «τύπους» (προεικονίσεις δηλαδή) του προσώπου της Θεοτόκου και του βασικού της ρόλου στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του κόσμου, την Ενανθρώπηση δηλαδή του Κυρίου. Έτσι, σύμφωνα με την ερμηνεία των Αγίων Πατέρων μας, κάθε μία από τις προτυπώσεις αυτές, εμφανίζει χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε αντίστοιχες ιδιότητες του προσώπου της Παναγίας μας και του γεγονότος της υπερλόγου Γεννήσεως του Ιησού Χριστού.
Θα αναφέρουμε μερικές από αυτές και συγκεκριμένα όσες βρίσκονται μέσα στο σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα, στο οποίο ο Απόστολος Παύλος περιγράφει τα ιερότερα «μέρη» (τα «άγια» και τα «άγια των αγίων») του ναού του Σολομώντα, και που δικαιολογούν απόλυτα την επιλογή του συγκεκριμένου χωρίου ως Αποστολικού Αναγνώσματος της ημέρας:
• Η «λυχνία», που έκαιγε στη σκηνή του μαρτυρίου και στο ναό του Σολομώντα, προτυπώνει τη Θεοτόκο, από την οποία έλαμψε ο Χριστός, «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Φαεινή λυχνία είναι η Θεοτόκος, «η μητέρα του φωτός». Την Κυριακή του Αντίπασχα ή του Θωμά η Εκκλησία μας ψάλλει: «Σέ την φαεινήν λαμπάδα και Μητέρα του Φωτός». Η λυχνία προτυπώνει την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου.
• Η «χρυσή στάμνα», που περιείχε το μάννα, προεικονίζει τη Θεοτόκο, η οποία ως άλλη χρυσή στάμνα έφερε μέσα της τον Ιησού, που είναι «ο άρτος της ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς». «Ο «Παλαιός Ισραήλ», αν και έφαγε το μάννα, πέθανε. Όμως ο «νέος Ισραήλ», τα φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας, κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού δεν αποθνήσκουν, αφού η Θεία Ευχαριστία είναι κατά τον Θεοφόρο Ιγνάτιο «φάρμακον αθανασίας και αντίδοτον του μη αποθανείν».
• Το «ραβδι του Ααρών», που βλάστησε, προκαταγγέλει τη Θεοτόκο, που φύτρωσε από τη ρίζα του γεννεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί. Δικαιολογημένα, στον κανόνα των Χριστουγέννων ψάλλουμε: «Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας». Στον δε Ακάθιστο Ύμνο διαβάζουμε: «η ράβδος η μυστική, άνθος το αμάραντον η εξανθήσασα».
• Οι «πλάκες με τις διατάξεις της διαθήκης», που ήταν γραμμένες με το δάκτυλο του Θεού, παραπέμπουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι ο πνευματικός τόμος πάνω στον οποίο καταγράφηκε το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Σ’ αυτόν τον τόμο οι πιστοί διακρίνουν το άρρητο μυστήριο της Θείας του Σωτήρος Ενανθρωπήσεως με όλες τις σωτηριολογικές συνέπειες για τον άνθρωπο. Δικαιολογημένα στην ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου ψάλλουμε: «Χαίρε ο τόμος εν ώ δακτύλω εγγέγραπται Πατρός ο Λόγος Αγνή».
Αυτό το Θείο σχέδιο της σωτηρίας μας, υπηρέτησε με όλη της την ύπαρξη η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ. Πρόσφερε το πάναγνο αίμα της και όλο της τον εαυτό θυσία, «για τις αμαρτίες που από άγνοια είχε διαπράξει ο λαός». αψηφώντας τους κινδύνους, τους κόπους, τις αγωνίες, τους πόνους, τις θλίψεις που γνώριζε πως θα βίωνε. Και το έκανε αυτό, γιατί μέσα της έκαιγε αδάμαστη η φλόγα της αγάπης για το Θεό και όλους τους συνανθρώπους της, αυτούς που είχανε ζήσει πριν, που ζούσαν τότε και που θα ερχόταν στον κόσμο μετά. Γιατί ήξερε, κάτι που εμείς θεληματικά ή αθέλητα, ξεχνάμε πολλές φορές, πως η γνήσια αγάπη στοιχίζει, έχει αγώνα και αγωνία, έχει δάκρυα και αναστεναγμούς, έχει Σταυρό... αλλά και Ανάσταση, και Χαρά, και Φως και Ζωή, έχει Χριστό...
Γι’ αυτό αξίζει να την τιμούμε, γιατί μας αγάπησε πολύ πριν την αγαπήσουμε εμείς· μας αγάπησε πριν την γνωρίσουμε· μας αγάπησε πριν την τιμήσουμε· μας αγάπησε κι ας τη βρίζουμε κάποιοι δυστυχώς, κι ας την ταπεινώνουμε... Αλλά σαν μάνα που είναι, ξέρει ευτυχώς να συγχωρεί, ξέρει να περιμένει, ξέρει να δίνει ευκαιρίες, να πρεσβεύει για τον καθένα και την καθεμιά από εμάς. Ας μην φανούμε λοιπόν αδελφοί μου ανάξιοι αυτής της αγάπης κι ας προσπαθήσουμε με την ενάρετη ζωή μας να τη δικαιώσουμε. Αμήν.
Με αγάπη Χριστού.
«ο γραφέας»