Τέταρτη Κυριακή η σημερινή, της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και οι πρόγονοί μας στην πίστη, όρισαν να διαβάζεται στους ιερούς μας ναούς, κάθε τέτοια μέρα, το Αποστολικό Ανάγνωσμα που ακούσαμε. Είναι παρμένο από την επιστολή του Αποστόλου Παύλου, που απηύθυνε στους Εβραϊκής καταγωγής Χριστιανούς της Ρώμης, αλλά και κατ’ επέκταση, σε όλους εμάς, που το ακούμε και το διαβάζουμε ως τις μέρες μας· και κύριος άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται, είναι η αρετή της ελπίδας. Πριν όμως προχωρήσουμε στην διατύπωση κάποιων ωφέλιμων σκέψεων με αφορμή αυτό, ας το διαβάσουμε ξανά, αποδομένο στην δική μας καθημερινή γλώσσα.
Γράφει λοιπόν ο Απόστολος Παύλος: «Αδελφοί μου, όταν ο Θεός έδωσε την υπόσχεσή του στον Αβραάμ, επειδή δεν υπήρχε ανώτερος για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό Του, λέγοντας: «Σου υπόσχομαι ότι θα σ’ ευλογήσω και θα σου δώσω πολλούς απογόνους». Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση και με την υπομονή του πέτυχε την εκπλήρωσή της. Οι άνθρωποι ορκίζονται σε κάποιον ανώτερό τους κι ο όρκος δίνει γι’ αυτούς τέλος σε κάθε αμφισβήτηση και υποδηλώνει επιβεβαίωση. Ο Θεός, λοιπόν, επειδή ήθελε να δείξει πιο καθαρά σ’ αυτούς που θα κληρονομούσαν τα όσα υποσχέθηκε, ότι η απόφασή Του ήταν αμετάκλητη, την εγγυήθηκε με όρκο. Για δύο λοιπόν αμετακίνητα πράγματα, για τα οποία είναι αδύνατο να διαψευστεί ο Θεός, εμείς που καταφύγαμε σ’ αυτόν, οφείλουμε να μείνουμε σταθεροί σ’ αυτά που ελπίζουμε. Αυτή μας η ελπίδα μας ασφαλίζει και μας βεβαιώνει σαν άγκυρα, και μας οδηγεί «στα ενδότερα του καταπετάσματος», όπου μπήκε πριν από μας και για χάρη μας ο Ιησούς, αρχιερέας για πάντα «όπως ο Μελχισεδέκ». (Εβραίους κεφάλαιο 6, στίχοι 13 - 20)
Ας εξηγήσουμε αρχικά γιατί επελέγει το συγκεκριμένο κείμενο. Βρισκόμαστε ήδη στο τέλος της τέταρτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Είκοσι οκτώ μέρες περάσανε από τότε που άρχισε η αυστηρή νηστεία, και μάλιστα με λιγοστό φαγητό, μαγειρεμένο χωρίς καν λάδι τις καθημερινές και αυτό μόνο για μια φορά την ημέρα -γιατί έτσι είχαν καθιερώσει οι παλιοί μας να νηστεύουν την περίοδο αυτή. Μπροστά μας υπολείπεται ένα διάστημα ακόμα άλλων είκοσι ενός ημερών και σίγουρα κάποιοι από εμάς, λίγο πιο αδύναμοι σωματικά και πνευματικά, μπορεί να αρχίζουν να αδημονούν και να απελπίζονται αν θα τα καταφέρουν να ολοκληρώσουν με επιτυχία το «αγώνισμα» αυτό της νηστείας. Γι’ αυτό έρχεται η Μητέρα μας Εκκλησία, η στοργική μας μάνα στην πίστη και τη ζωή, να μας παρηγορήσει με το λόγο της, το λόγο του Αποστόλου Παύλου, και να μας ενισχύσει στην προσπάθειά μας, μιλώντας μας για την αρετή της ελπίδας, δείχνοντάς μας το τέλος του κοπιαστικού αυτού δρόμου που λούζεται μέσα στο φως της Αναστάσεως του Χριστού, αλλά και θυμίζοντάς μας πως όλα αυτά εντάσσονται μέσα στα πλαίσια ενός άλλου μεγαλύτερου και ασυγκρίτως ενδοξότερου στόχου, που είναι η κληρονομία της Ουράνιας Βασιλείας του Θεού.
Μια Βασιλεία που την υποσχέθηκε σε όλους όσους «καταφύγαμε σ’ Αυτόν», και Του παραδώσαμε εκούσια τη ζωή μας, έχοντας την ελπίδα μας σταθερή και βέβαιη, στην «αμετάκλητη» απόφασή Του για τη σωτηρία μας. Γι’ αυτή λοιπόν τη σταθερή ελπίδα μας στο Θεό και σε όσα υποσχέθηκε για την κληρονομία της Βασιλείας Του, μας μιλά ο Απόστολος Παύλος στο σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα.
Μας φέρνει δε ως απόδειξη της πιστότητας της υπόσχεσης αυτής, την παλαιότερη εκπλήρωση μιας άλλης υπόσχεσης που είχε δώσει στον άτεκνο ακόμα Αβραάμ, όταν τον διαβεβαίωνε πως θα τον ευλογούσε και θα του έδινε πολλούς απογόνους. Αν λοιπόν για εκείνη την υπόσχεσή Του ο Θεός δεν διαψεύστηκε, έτσι -μας βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος- πως δεν πρόκειται να διαψευστεί και για την υπόσχεση της κληρονομίας της αιώνιας Βασιλείας Του σε όσους Τον αγαπούν. Υπόσχεση, που δόθηκε ακόμα από τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης στους ανθρώπους, δια στόματος των Αγίων Προφητών· υπόσχεση που ανανέωσε η διδασκαλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και που μας υπενθυμίζει σε μια άλλη επιστολή του ο ιερός Παύλος: «Μάτι δεν τα είδε κι ούτε τ’ άκουσε αυτί κι ούτε που τό ‘βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που Τον αγαπούν» (Α΄ Κορινθίους κεφάλαιο 2, στίχος 9).
Σ’ αυτήν την υπόσχεση πίστεψαν όλοι οι ανά τους αιώνες Χριστιανοί, και αγωνίστηκαν στη ζωή τους με υπομονή και σταθερότητα προς την εκπλήρωσή της. Γιατί προκειμένου να κερδίσουμε τη Βασιλεία του Θεού δεν φτάνει μόνο η δική Του υπόσχεση -που είναι όπως μας απέδειξε ο Απόστολος Παύλος βέβαιη και αδιαμφισβήτητη- αλλά απαιτείται και από τη δική μας πλευρά «να μείνουμε σταθεροί σ’ αυτά που ελπίζουμε».
Για την ελπίδα, που «μας ασφαλίζει και μας βεβαιώνει σαν άγκυρα, και μας οδηγεί στα ενδότερα του καταπετάσματος», μίλησε αργότερα και ένας άλλος μεγάλος Άγιος της Εκκλησίας μας, ο Όσιος Ιωάννης ο Σιναϊτης -στον οποίο μάλιστα είναι αφιερωμένη η σημερινή ημέρα- στο ψυχοφελέστατο βιβλίο του «Κλίμαξ». Σ’ αυτό το περίφημο βιβλίο, όπου σε τριάντα κεφάλαια περιγράφει όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να αποκτήσει ένας μοναχός (αλλά και κατ’ επέκταση ο κάθε Χριστιανός, στα μέτρα που «χωρούν» στη ζωή του) προκειμένου να σωθεί. Μάλιστα, οι αρετές αυτές παρομοιάζονται με σκαλοπάτια, τα οποία σταδιακά ανεβαίνει ο αγωνιζόμενος πιστός, γι’ αυτό και όλο το έργο ονομάστηκε «Κλίμακα», σκάλα δηλαδή, που ανεβάζει τον άνθρωπο από τη γη στη Βασιλεία των Ουρανών. Αυτή η άνοδος φυσικά δεν γίνεται με τη δική μας δύναμη και αξιοσύνη, αλλά με τη βέβαιη ελπίδα στο άπειρο έλεος και τη βοήθεια του Θεού.
Αυτή η ελπίδα μαζί με την πίστη και την αγάπη, αποτελούν τις κορυφαίες αρετές της πίστεώς μας. Ο Όσιος Ιωάννης μάλιστα λέει γι’ αυτές στο βιβλίο του: «Εγώ, όμως, τη μία τη βλέπω σαν ακτίνα, την άλλη σαν φως και την τρίτη σαν ηλιακό δίσκο, και όλες μαζί σαν ένα φωτεινό απαύγασμα και μία και την αυτήν λαμπρότητα. Η μία, η πίστη, μπορεί να κατορθώσει τα πάντα. Η άλλη, η ελπίδα, περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν εγκαταλείπει, ούτε ντροπιάζει αυτόν που ελπίζει. Και η τρίτη, η αγάπη, δεν πέφτει ποτέ από το ύψος της, ούτε σταματά από το τρέξιμό της, ούτε επιτρέπει σ΄ αυτόν που πλήγωσε με τα βέλη της, να ηρεμήσει από τη «μακάρια μανία» που του προξένησε». Και συμπληρώνει: «Η δύναμις της αγάπης είναι η ελπίς, διότι με αυτήν περιμένομε τον μισθό της αγάπης. Η ελπίς είναι «αδήλου πλούτου πλούτος», (δηλαδή πλούτος ενός πλούτου πού δεν φαίνεται). Η ελπίς είναι ασφαλής απόκτηση θησαυρού πριν από την απόκτησή του. Αυτή είναι ανάπαυση και ανακούφιση από τους κόπους. Αυτή είναι η θύρα της αγάπης. Αυτή φονεύει την απόγνωση. Αυτή εικονίζει εμπρός μας τα πράγματα που βρίσκονται μακριά. Έλλειψη της ελπίδος σημαίνει αφανισμός της αγάπης. Σ΄ αυτήν είναι δεμένοι οι πόνοι, σ΄ αυτήν είναι κρεμασμένοι οι κόποι, αυτήν περικυκλώνει το έλεος του Θεού».
Μακάρι να πορευόμαστε όλοι μας αδελφοί μου, στη ζωή μας, έχοντας σαν την ελπίδα ως σύντροφό μας, για να μας βοηθά να ξεπερνούμε τις πάμπολλες δυσκολίες της ζωής, να μας ασφαλίζει σαν άγκυρα στο απάνεμο λιμάνι της Εκκλησίας μας, και να μας βεβαιώνει για την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού, την κληρονομία της Βασιλείας Του. Αμήν.
Με αγάπη Χριστού.
«ο γραφέας»