Απευθύνεται λοιπόν ο ιερός Παύλος στους μαθητές του και λέει: «Αδελφοί μου, ξέρουμε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με την (τυπική) τήρηση των διατάξεων του νόμου. Αυτό γίνεται μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό κι εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να δικαιωθούμε με την πίστη κι όχι με την τήρηση του νόμου· γιατί με τα έργα του νόμου δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος. Αν όμως, ζητώντας να σωθούμε από τον Χριστό, βρεθήκαμε να είμαστε κι εμείς αμαρτωλοί όπως οι εθνικοί, σημαίνει τάχα πως ο Χριστός οδηγεί στην αμαρτία; Όχι βέβαια! Γιατί, αν ό,τι γκρέμισα πριν, το ξανακτίζω, είναι σαν να ομολογώ πως έκανα λάθος όταν το γκρέμιζα. Κι αληθινά, με κριτήριο το νόμο, έχω πεθάνει για τη θρησκεία του νόμου, για να βρω τη ζωή κοντά στον Θεό. Έχω πεθάνει στο σταυρό μαζί με τον Χριστό. Τώρα πια δεν ζω εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και η τωρινή σωματική μου ζωή είναι ζωή βασισμένη στην πίστη μου στον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και πέθανε εκούσια για χάρη μου» (Γαλάτας, κεφάλαιο 2, στίχοι 16-20).
Αφορμή για την επιστολή αυτή του Αποστόλου Παύλου στους χριστιανούς της Μικρασιατικής Γαλατίας, στάθηκε ο διχασμός και η απογοήτευση που σκόρπισαν ανάμεσά τους φανατικοί Ιουδαίοι. Αυτοί, κατηγορούσαν τον Απόστολο ως νεωτεριστή και παραβάτη του Μωσαϊκού νόμου. Απέρριπταν την διδασκαλία του και υποστήριζαν πως μόνο με την αυστηρή προσήλωση στην τήρηση των διατάξεων του νόμου μπορεί να επιτευχθεί η σωτηρία. Αποτέλεσμα της δράσης των εχθρών αυτών του Παύλου ήταν να προκληθεί μεγάλη αναταραχή μεταξύ των χριστιανών και να κινδυνεύει όλο το έργο του Ευαγγελίου του Χριστού στην περιοχή εκείνη.
Μαθαίνοντάς τα αυτά ο Παύλος και προκειμένου να στερεώσει ξανά στην ορθή πίστη, τους αγαπημένους του μαθητές, έγραψε την τόσο ωφέλιμη για όλους μας αυτή επιστολή, ξεκαθαρίζοντας μια και καλή τα σχετικά με αυτό το κορυφαίο ζητούμενο της ζωή μας, τη σωτηρία. Τονίζει λοιπόν πως η σωτηρία μας δεν επιτυγχάνεται από την τυπική εφαρμογή των διατάξεων του νόμου, αλλά από την ουσιαστική πίστη στον Ιησού Χριστό.
Αυτός ο διαχωρισμός βέβαια, μεταξύ τηρήσεως του νόμου και πίστης, θα μπορούσε να μπερδέψει ορισμένους που πιστεύουν πως η ζωή του ευσεβούς ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεχής προσπάθεια εφαρμογής του νόμου ή αν θέλετε, του λόγου του Θεού.
Είναι όμως έτσι; Είναι η πνευματική ζωή του χριστιανού ένας αγώνας και μια αγωνία για την ικανοποίηση και μόνο του Θείου θελήματος; Μήπως τελικά κάποιοι από εμάς έχουν χάσει την ουσία και έχουν περιπέσει στην τυπικότητα; Υπάρχει μια βασική και θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της τυπικής τήρησης του νόμου και της πίστης στον Ιησού Χριστό κι αυτή εντοπίζεται στο σημείο εκκίνησης της προσπάθειας που καταβάλει ο καθένας. Και το σημείο αυτό δεν είναι άλλο από την αγάπη.
Ο Χριστός -όπως και ο Απόστολος Παύλος το διακήρυξε πριν- μας αγάπησε τόσο πολύ, που έφτασε στο σημείο να πεθάνει θεληματικά πάνω στο Σταυρό, προκειμένου να ζήσουμε όλοι εμείς. Αυτή η αγάπη από την πλευρά του Θεανθρώπου, μόνο με αγάπη από τη μεριά του ανθρώπου μπορεί να απαντηθεί. Η θυσία του Χριστού, ως κορυφαία και ανεπανάληπτη πράξη αγάπης, είναι που κινεί τελικά τον άνθρωπο προς την ευσέβεια.
Ο πιστός δεν τηρεί τυπικά τον νόμο του Θεού, υπακούοντας τυφλά σε κάτι ξένο προς τον ίδιο, κάτι στο οποίο ο ίδιος δεν συμμετέχει προσωπικά και ελεύθερα. Ο χριστιανός ζει μέσα στο θέλημα του Θεού, γιατί απλά ανταποκρίνεται με αγάπη στην δική Του αγάπη και δεν μπορεί να προδώσει την αγάπη αυτή. Έτσι φτάνουν ο Χριστός και ο χριστιανός να ταυτίζονται απόλυτα μέσα από την αγάπη. Να πεθαίνουν μαζί και να ανασταίνονται μαζί. Να χαμηλώνουν μαζί νεκροί στον τάφο και να εγείρονται μαζί στην ουράνια Βασιλεία. Γι’ αυτό και ο Παύλος γράφει: «Έχω πεθάνει στο σταυρό μαζί με τον Χριστό. Τώρα πια δεν ζω εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός».
Ας αφήσουμε λοιπόν αγαπητοί μου αδελφοί, την καρδιά μας να νιώσει το μεγαλείο της αγάπης του Χριστού, κι ας προσπαθήσουμε στο μέτρο της δύναμής μας να ανταποκριθούμε σ΄ αυτήν με τη δική μας αγάπη! Αμήν.
Με αγάπη Χριστού.
«ο γραφέας»