Κυριακή «του Τυφλού», όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται η σημερινή, αλλά και εορτή των Αγίων Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης. Δύο από τους πιο λαοφιλείς Αγίους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, γεγονός που το μαρτυρεί το πλήθος των αδελφών μας Χριστιανών που εορτάζουν σήμερα τα ονομαστήριά τους. Δύο Αγίων που προσέφεραν τα μέγιστα ώστε να μπορούμε σήμερα εμείς οι κατά πνεύμα απόγονοί τους, να λατρεύουμε ελεύθερα τον Θεό μας, να πηγαίνουμε στις εκκλησιές μας και να κάνουμε το Σταυρό μας, χωρίς το φόβο των τιμωριών και των διωγμών, που διέκοψαν οριστικά με τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους οι δύο αυτοί Θεόστεπτοι βασιλείς, οι πρώτοι της Ρωμιοσύνης μας.
Κι επειδή στα πρόσωπά τους η μάνα μας Εκκλησία αναγνώρισε τα σκεύη εκείνα της εκλογής που χρησιμοποίησε η πρόνοια του Θεού προκειμένου να βασιλεύσει στον κόσμο η ειρήνη και η ελευθερία, και δι’ αυτόν των απαραίτητων προϋποθέσεων να καταστή το ελεύθερα πλέον κηρυττόμενο Ευαγγέλιο της αγάπης και της ειρήνης γνωστό σε όλο τον κόσμο, αφιέρωσε το Αποστολικό Ανάγνωσμα της ημέρας σε αυτούς και ιδιαίτερα στον Μέγα Κωνσταντίνο. Παίρνοντας αφορμή από το θαυμαστό περιστατικό της εμφάνισης του σημείου του Τιμίου Σταυρού στον ουρανό -όπως μας πληροφορούν οι βιογράφοι του- και την επακολουθήσασα επικράτησή του επί των εχθρών της πίστεως και συγκρίνοντάς το με την ανάλογη κλήση του μέχρι τότε διώκτη της Εκκλησίας, Αποστόλου Παύλου, έξω από την Δαμασκό, θέσπισε να διαβάζεται αυτό ακριβώς ως Αποστολικό Ανάγνωσμα της ημέρας, παρμένο από το βιβλίο «Πράξεις Αποστόλων» της Καινής μας Διαθήκης. Αλλά ας το ξαναδούμε στη δική μας καθημερινή γλώσσα πριν συνεχίσουμε να εμβαθύνουμε στο περιεχόμενό του.
Γράφει, λοιπόν, ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς (ο συγγραφέας του βιβλίου): «Εκείνες τις ημέρες, ο βασιλιάς Αγρίππας είπε στον Παύλο: «Σου επιτρέπεται να απολογηθείς». Τότε ο Παύλος σήκωσε το χέρι του και άρχισε την απολογία του: «Πηγαίνοντας στη Δαμασκό με εξουσιοδότηση και άδεια από τους αρχιερείς, είδα στον δρόμο, βασιλιά μου, μέρα μεσημέρι, ένα φως από τον ουρανό, πιο λαμπρό και από τον ήλιο, να με περιβάλλει με την λάμψη του και μένα και αυτούς που πήγαιναν μαζί μου. Όλοι μας πέσαμε στη γη, και εγώ άκουσα μια φωνή που μου έλεγε στην εβραϊκή γλώσσα : «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Είναι οδυνηρό να κλωτσάς τα καρφιά». Εγώ ρώτησα: «Ποιός είσαι, Κύριε;» Και εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ τον καταδιώκεις. Σήκω όμως και στάσου στα πόδια σου. Γι’ αυτό σου φανερώθηκα· για να σε πάρω στην υπηρεσία μου και να σε καταστήσω μάρτυρα γι’ αυτά που είδες και γι’ αυτά που θα σου δείξω ακόμη. Θα σε προστατεύω από τον λαό σου και από τους εθνικούς, στους οποίους εγώ σε στέλνω, για να ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως και από την εξουσία του σατανά στον Θεό. Γιατί, αν πιστέψουν σε μένα, θα λάβουν τη συγχώρηση των αμαρτιών τους και μια θέση ανάμεσα σε εκείνους που ανήκουν στον Θεό». Ύστερα από αυτά, βασιλιά Αγρίππα, δεν αρνήθηκα να υπακούσω στην ουράνια οπτασία, αλλά άρχισα να κηρύττω, πρώτα σε αυτούς που ήταν στην Δαμασκό και στα Ιεροσόλυμα και ύστερα σε όλη τη χώρα της Ιουδαίας και στους εθνικούς, να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό και μετά να δείχνουν την μετάνοιά τους πράττοντας ανάλογα έργα». (Πράξεων κεφάλαιο κστ΄, στίχοι 1 & 12-20 )
Τη συγκλονιστική εμπειρία της κλήσης του, αυτής που άλλαξε την πορεία όχι μόνο της ζωής του αλλά και όλων όσων πίστεψαν δι’ αυτού στον Ένα και αληθινό Θεό, διηγήθηκε ο Απόστολος Παύλος στον δικαστή του βασιλιά Αγρίππα, προσπαθώντας να του δώσει να καταλάβει την αιτία της μεταστροφής του από τον Ιουδαϊσμό στον Χριστιανισμό και την οποία οι ομόφυλοί του Εβραίοι, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και γι’ αυτό τον είχαν προσάγει σε δίκη. «Ύστερα από αυτά, βασιλιά Αγρίππα, δεν αρνήθηκα να υπακούσω στην ουράνια οπτασία, αλλά άρχισα να κυρήττω...» θα δηλώσει καταληκτικά στον έκπληκτο ακροατή του. Γιατί για τον Απόστολο Παύλο, αυτό το περιστατικό υπήρξε όντως η «κατάληξη» της μέχρι τότε ζωής του και η απαρχή μιας νέας. Υπήρξε το κατώφλι επί της γης, της ουράνιας Βασιλείας του Θεού, που ο καλοπροαίρετος κατά βάθος Σαούλ (ο Παύλος δηλαδή) δεν αρνήθηκε να διαβεί, προκειμένου να βγει από το σκοτάδι του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας, στο φως της αγάπης του Θεού και του Ευαγγελίου του «Ιησού» που μέχρι τότε ανεπίγνωστα δίωκε. Και η υπακοή του αυτή, ευλογήθηκε από τον Κύριο, που τον κατέστησε «μάρτυρα γι’ αυτά» που θα έβλεπε και γι’ αυτά που θα του έδειχνε, «στους εθνικούς, στους οποίους» θα τον έστελνε για να τους «ανοίξει τα μάτια» κι έτσι «να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως και από την εξουσία του σατανά στον Θεό».
Σκεύος εκλογής ο Απόστολος Παύλος λοιπόν, σκεύος εκλογής και ο Ισαπόστολος Κωνσταντίνος, που κλήθηκε κι αυτός στο έργο του Ευαγγελίου με ανάλογη ουράνια οπτασία. Γι’ αυτό και στο απολυτίκιο του Αγίου, ψάλλουμε προς τον Θεό εμπνεόμενοι από αυτήν την ομοιότητα στο βίο τους: «Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν βασιλεῦσιν, Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρὶ σου παρέθετο· ἣν περίσωζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνη, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε».
Υπάκουσε και ο καλοπροαίρετος βασιλιάς, στην κλήση του Θεού, για να υπηρετήσει κι αυτός με τον τρόπο του το Άγιο Θέλημά Του, μετά από τη θέα του τύπου του Τιμίου Σταυρού με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα», που είδε ολόλαμπρο στον ουρανό, την παραμονή της μάχης της Μιλβίας γέφυρας (28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ.). Πήρε κι αυτός μια απόφαση ζωής, θέτοντας σε πολλούς κινδύνους και περιπέτειες τον εαυτό και το αξίωμά του, γιατί όπως και ο Παύλος «δεν αρνήθηκε να υπακούσει στην ουράνια οπτασία». Μια απόφαση που τον έφερε απέναντι στο θρησκευτικό και πολιτικό κατεστημένο της εποχής του, που τον έφερε απέναντι σε συγγενείς, σε φίλους, σε αντιπάλους και κυρίως στους εχθρούς της αληθινής πίστεως, τα σκοτεινά όργανα και τέκνα του διαβόλου, που τότε, αλλά δυστυχώς και μέχρι σήμερα τον υβρίζουν (και τον κατηγορούν για τα σοβαρά ίσως, μα ανθρώπινα λάθη του), μη μπορώντας να του «συγχωρήσουν» το «μέγα ολίσθημά του», πως έπαυσε, δηλαδή, τους διωγμούς και τα μαρτύρια των Χριστιανών και επέτρεψε στους «οπαδούς του σταυρωμένου Ναζωραίου», να πιστεύουν ελεύθερα στο Θεό τους.
Έτσι όμως είναι οι αποφάσεις ζωής, έχουν κόστος, έχουν όμως και δόξα. Δόξα όχι ανθρώπινη, αλλά Θεία και ουράνια. Αυτή η δόξα περιμένει και τον καθένα από εμάς, αγαπητοί μου αδελφοί, που όταν κληθήκαμε κι εμείς -με τον ένα ή άλλο τρόπο από τον Θεό- δεν αρνηθήκαμε να υπακούσουμε και να την αποδεχθούμε, παρά το κόστος, παρά τις θυσίες, παρά τις θλίψεις, τις ύβρεις και τις κοροϊδίες, τις ειρωνείες και τις προκλήσεις, υφιστάμενοι με υπομονή το λεγόμενο «μαρτύριο της συνειδήσεως».
Είθε να συνεχίσουμε ως το τέλος της επίγειας ζωής μας, να υπακούμε αναντίρρητα στην κλήση του Θεού, την τόσο τιμητική για τον καθένα από εμάς και όπως ο Παύλος αλλά και ο σήμερα εορταζόμενος Άγιος Κωνσταντίνος μαζί με την Αγία μητέρα του Ελένη, να αξιωθούμε της ουράνιας δόξας και χαράς της ατελεύτητης Βασιλείας του Κυρίου μας. Αμήν.
Με αγάπη Χριστού.
«ο γραφέας»